Η ηθική στους Αρχαίους Έλληνες
5 Δεκεμβρίου 2024(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=411615)
Η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων για την ηθική υπήρξε η πρώτη φιλοσοφία περί την ηθική που αναπτύχθηκε παγκόσμια υπό την έννοια ότι η ηθική -τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο- προϋπήρχε στην αρχαϊκή ζωή ως ένας τρόπος συμπεριφοράς (προτροπές και επιταγές ορθής συμπεριφοράς), ως ένα πρότυπο σύστημα αξιών δηλαδή.
Τα έπη του Ομήρου, Ιλιάδα και Οδύσσεια [52], συνιστούν τα πρώτα επίσημα «καταγεγραμμένα αποθετήρια» ηθικών προσταγμάτων -συχνά μάλιστα με τη μορφή αποφθεγματικών φράσεων- που λειτούργησαν ως καθοδηγητικά, συμπεριφορικά πρότυπα για το «πώς βιωτέον» τόσο για εκείνη την εποχή όσο και γι’ αυτές που ακολούθησαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «αἰὲν ἀριστεύειν», μιαν επιταγή που προωθούσε ως νοοτροπία την άμιλλα, τον συναγωνισμό για τα πρωτεία δηλαδή (που κάνει το άτομο να θέλει να γίνεται καλύτερο και να ξεπερνάει τον άλλον στο πεδίο της μάχης) με γνώμονα πάντα την ηθική [53]. Στα ομηρικά έπη μάλιστα, το «αἰὲν ἀριστεύειν» ταυτίζεται με εμβληματικές μορφές και προβάλλεται ως πρωτεύουσα αρετή, αν και για τον Όμηρο η αριστεία ταυτίζεται με την ευγενική καταγωγή -με μιαν ανώτερη αριστοκρατική τάξη δηλαδή- στην οποία η ευγένεια (που με τη σειρά της ταυτίζεται με την αγαθότητα) ενυπάρχει και κληροδοτείται με την καταγωγή [54]. Μεταξύ άλλων, αξίες όπως η ανδρεία, η αιδώς, η δικαιοσύνη, η υστεροφημία, η φιλία και άλλες συνιστούσαν όλες μαζί ένα σύστημα αξιών που την εποχή εκείνη είχε μιαν ευρύτερη σημασία και αποτελούσε αυτό που τότε οριζόταν ως «αρετή» -όρος που μετέπειτα αναπτύχθηκε και από τους φιλοσόφους οι οποίοι όμως τον περιόρισαν σε μια έννοια που είχε να κάνει αμιγώς με την ηθική [55]. Για τον Όμηρο μάλιστα, η αρετή ήταν αυτονόητη προϋπόθεση για οποιοδήποτε ηγετικό αξίωμα [55] ενώ στην αρχαία Ελληνική γραμματεία γενικά, οι όροι «άριστος» και «αρετή» είναι ταυτόσημοι. Προέρχονταν μάλιστα ετυμολογικά από το ρήμα «αραρίσκω», που με τη σειρά του προέκυπτε από το ρήμα «αρέσκω» που σημαίνει αρέσω, ευχαριστώ (ρίζα αρ- απ’ όπου προέρχεται και η λέξη αρμονία) [56].
Μετά τον Όμηρο, ο Ησίοδος (8ος π.Χ. αιώνας) διατυπώνει έναν ηθικοπλαστικό λόγο μέσα από το έργο του «Έργα και Ημέραι» στο οποίο ασχολείται με τη δικαιοσύνη δίνοντας παραινέσεις ηθικού χαρακτήρα [57]∙ ακολουθούν ο Θέογνις ο Μεγαρεύς, ελεγειακός ποιητής [58], ο Αρχίλοχος, ο Ξενοφάνης και άλλοι.
Προσεγγίζοντας τον 5ο π.Χ. αιώνα στην Αθήνα, το κλίμα που ήδη επικρατούσε αποτελούσε προθάλαμο φιλοσοφικών αμφισβητήσεων και αναζητήσεων [59]. Οι επονομαζόμενοι «προσωκρατικοί φιλόσοφοι» δεν έρχονται στο προσκήνιο ούτε ξαφνικά κι απρόσμενα ούτε κι αυτονόητα αλλά ως αποτέλεσμα διεργασιών που έχουν προηγηθεί και σχετίζονται με την παρατήρηση, την διερώτηση περί την αναζήτηση της γνώσης (αρχικά για τον φυσικό κόσμο -σύμπαν και φυσικά φαινόμενα- και μετέπειτα γενικά για την ανθρώπινη συμπεριφορά και μάλιστα αυτή τη φορά πέρα από μια πρακτική σκοπιά), την κριτική (και όχι δογματική) διερεύνηση και την απόπειρα εξηγήσεων και ερμηνειών θέτοντας μάλιστα αυτή τη φορά ως επίκεντρο αυτών των διεργασιών τον ίδιο τον άνθρωπο και πράττοντάς το κυρίως με έναν τρόπο απαλλαγμένο από μεταφυσικές αντιλήψεις και θρησκευτικές προκαταλήψεις, έναν τρόπο συστηματικό, οργανωμένο και ακριβή, έναν τρόπο ορθο-λογικό που έθεσε τα θεμέλια για την πρώιμη επιστημονική γνώση.
Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι ήθελαν να κατανοήσουν κι όχι να περιγράψουν. Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας γέννησε ως εκ τούτου την ανάπτυξη της επιστήμης. Αυτή η μετατόπιση της σκέψης του Έλληνα υπήρξε µια καθοριστική προϋπόθεση ώστε να αναπτυχθεί μαζί με τη φιλοσοφία και η επιστήµη με τους Έλληνες φιλοσόφους να χρησιμοποιούν σε ορισμένες περιστάσεις ακόμα και το πείραμα [60]. Ως εκ τούτου και ως προς το θέμα της ηθικής, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι έθεσαν τον άνθρωπο προ των ευθυνών του καθιστώντας τον ελεύθερο και άρα υπεύθυνο για τις πράξεις του, ως ένα ον με συνείδηση δηλαδή (αποκλείοντας πχ. τις θεϊκές παρεμβάσεις ως αιτία της συμπεριφοράς του) ενώ παραλλήλισαν τη δομή της φύσης με αυτή των ανθρώπινων κοινωνιών εφιστώντας την προσοχή σε διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στη φύση και προτρέποντας την εφαρμογή των διδαγμάτων που προέκυπταν από εκεί στην καθημερινή ζωή.
Κάπου ανάμεσα στους προσωκρατικούς φιλοσόφους –χρονικά- αλλά και μέχρι τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, εμφανίζεται και το σοφιστικό κίνημα. Οι σοφιστές –διδάσκαλοι ρητορικής επ’ αμοιβή- θέτουν τα ζητήματα της εποχής σε μια βάση διαρκούς αμφισβήτησης καθώς απορρίπτουν την απολυτότητα της αλήθειας (και συνεπώς και της γνώσης) φιλτράροντας τα πάντα μέσα από μια διάσταση υποκειμενική και άρα σχετική κι ενδεχομένως και σχετικιστική. Η σχετικοκρατία που τους χαρακτηρίζει θέτει την ηθική και τις ηθικές αξίες γενικά σε μια διαρκή μεταβολή αφού, κατά την άποψή τους, όλα αυτά εξαρτώνται από τα διαφορετικά μεταξύ τους υποκείμενα – άτομα και τις αντίστοιχα διαφορετικές εμπειρίες και συμφέροντά τους στην καθημερινή ζωή -μια ζωή που επίσης βρίσκεται σε μια διαρκή μεταβολή ανάλογα με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε εποχή. Συνεπώς ο μόνος σταθερός παράγοντας γι’ αυτούς ήταν η ανθρώπινη διανόηση [61].
Η ρητορική φιλοσοφία τους πάντως τερματίζεται από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα που ακολούθησαν και που τους άσκησαν μάλιστα δριμεία κριτική [62]. Ανεξάρτητα πάντως από την παρουσία τους, η προσωκρατική σκέψη υπήρξε εν γένει η πηγή έμπνευσης, ανάπτυξης και θεμελίωσης του φιλοσοφικού και επιστημονικού δυτικού πνεύματος ως τα τέλη του 19ου αιώνα [63].
(Συνεχίζεται)