Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, Πώς κατέπεσαν οι κατηγορίες εναντίον του Αγίου στη Σύνοδο των Αρχιερέων

18 Ιανουαρίου 2025

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

[…] ελθών ο Άγιος εις την Αλεξάνδρειαν, εξήλθεν όλον το πλήθος των Χριστιανών, Ιερείς, λαϊκοί, άνδρες, γυναίκες και παιδία και προϋπήντησαν αυτόν μετά πάσης χαράς.

Ιδόντες δε πάλιν οι εχθροί του Αγίου, ότι δεν κατώρθωσαν τίποτε, στέλλουν επιστολάς εις τον Ευσέβιον, να ενεργήση σκάνδαλα κατ’ αυτού· εκείνος δε, ως υπάρχων σκεύος του διαβόλου πεπονηρευμένον, εύρε δύο εγκλήματα· εν μεν, ότι χωρίς την διαταγήν της Συνόδου, ήτις τον καθήρεσεν, ανεκλήθη εις τον θρόνον του, δεύτερον δε, ότι έχει μίαν χείρα νεκράν, την οποίαν έκοψεν από τινα άνθρωπον, Αρσένιον λεγόμενον, και δι’ εκείνης κάμνει μαγείας και διά τούτο τον αγαπά ο μωρός λαός.

Ταύτα τα εγκλήματα πλάσας ο Ευσέβιος, τα ανέφερεν εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον και παρευθύς διέταξε να συναχθή Σύνοδος των Αρχιερέων εις την Τύρον να τα εξετάσουν απέστειλε δε και επιτηρητήν της Συνόδου, ένα μέγαν άρχοντα ιδικόν του, Αρχέλαον λεγόμενον· έγραψε δε και εις τον έπαρχον της Φοινίκης, Νόγον ονόματι, να υπερμαχήση και αυτός, εάν δε αληθώς ο Αθανάσιος είναι ένοχος, να τον εξορίση δικαίως.

Ως δε συνήχθη η Σύνοδος των Αρχιερέων εις την Τύρον, ήτις είναι πόλις της Φοινίκης, προσεκάλεσαν τον Αθανάσιον να υπάγη νομίζοντες ότι θέλουν δυνηθή να αποδείξουν το περί της μαγείας έγκλημα, διότι δε εφαντάζοντο ποτέ ότι θα ελάμβανε το θάρρος να παρρησιασθή εις το μέσον ο Αρσένιος.

Ο δε Αρσένιος ούτος, υπάρχων αναγνώστης, είχε ποτέ κάμει αισχρουργίαν τινά, μέλλων δε να τιμωρηθή υπό της εξουσίας εφυγοδίκει επί πολύν καιρόν· διά τούτο οι εχθροί του Αθανασίου, νομίζοντες ότι δεν θέλει τολμήσει ποτέ ο Αρσένιος να έλθη εις την Αλεξάνδρειαν, ήλπιζον να βεβαιώσουν την συκοφαντίαν των.

Τι όμως ωκονόμησεν ο Θεός, ο μη παρορών τους επ’ αυτόν πεποιθότας; Ακούσατε. Επειδή διεδόθη εις τας πέριξ πόλεις και χώρας της Αιγύπτου η φήμη, ότι μέλλουν να καθαιρέσουν τον Αθανάσιον διά την χείρα του Αρσενίου, ήκουσε τούτο και ο Αρσένιος εκεί ένθα ήτο κεκρυμμένος.

Όθεν λυπηθείς μεγάλως, διότι μέλλει να παιδευθή ο Αθανάσιος, απήλθε κρυφίως εις την Τύρον και συνηντήθη μετ’ αυτού.

Ο δε Μέγας Αθανάσιος τούτον ιδών εχάρη και δοξάσας τον Θεόν του λέγει· «Μίαν χάριν ποίησόν μοι, Αρσένιε, να μη παρουσιασθής έμπροσθεν των κατηγόρων μου και των μαρτύρων πριν υπάγω εγώ εις την Σύνοδον, διότι εάν το μάθουν προ της Συνόδου οι εναντίοι μου θέλουν βουληθή να σε φονεύσουν. Αλλ’ όταν βεβαιώσωσι το ψεύδος οι μάρτυρες, τότε συ να παρρησιασθής έμπροσθεν αυτών διά να ελεγχθώσιν ως συκοφάνται και ψευδομάρτυρες».

Ετοιμάσας λοιπόν ο Μέγας Αθανάσιος τοιουτοτρόπως τον Αρσένιον, ανέμενε να τον καλέσουν εις την Σύνοδον.

Οι δε μιαροί συκοφάνται δεν ηρκέσθησαν μόνον εις τούτο το έγκλημα, αλλά μετεχειρίσθησαν και έτερον· εύρον γυναίκα τινά αναίσχυντον και συκοφάντιν και έδωκαν εις αυτήν αρκετά χρήματα, ίνα είπη, ότι ημάρτανε μετ’ αυτής ο Αθανάσιος. Και όμως εκείνη ουδέ τον εγνώριζε προσωπικώς, αλλά μόνον εξ ακοής.

Ως δε ήρχετο ο Αθανάσιος εις την Σύνοδον, είχε μεθ’ εαυτού και Ιερέα τινά, Τιμόθεον λεγόμενον, όστις, ως φρόνιμος όπου ήτο, εσοφίσθη να αποδείξη την γυναίκα ψεύτριαν· και προ του να εισέλθη ο Αθανάσιος, προέλαβεν ο Τιμόθεος και λέγει προς αυτήν· «Εγώ εποίησα μετά σου την ανομίαν, ω γύναι;».

Εκείνη δε νομίζουσα, ότι αυτός είναι ο Αθανάσιος, απεκρίθη μετά μεγάλης και αναισχύντου φωνής· «Ούτος είναι, Άγιοι Αρχιερείς, ο εναγής και ακάθαρτος Αθανάσιος, όστις έπραξε μετ’ εμού την ανομίαν αυτός είναι ο ανάξιος της Αρχιερωσύνης».

Οι δε Αρχιερείς, ως είδον, οτι εψεύσατο η αδικία εις εαυτήν, εμειδίασαν μεν εις το φανερόν, θέλοντες να σκεπάσουν την εντροπήν των, διότι και τι έτερον είχον να πράξουν ούτω φανερώς του ψεύδους αυτών ελεγχομένου, ήρχισαν δε να εξετάζουν το περί της μαγείας έγκλημα.

Εφεραν λοιπόν εις το μέσον μίαν χείρα νεκρού τινος, θέαμα ελεεινόν εις τους ορώντας και ταύτην δεικνύοντες εις τον Άγιον εβόων· «Αύτη η χείρ, Αθανάσιε, ελέγχει τας μαγείας σου. Αύτη η χείρ, ανόσιε και άδικε, δεικνύει σε μάγον και τερατοποιόν· ειπέ παρρησία, προς ποίας μαγείας την ήθελες;».

Απεκρίθη ο Αθανάσιος με ταπεινόν και ήμερον σχήμα· «Ποίος είναι από την αγιωσύνην σας, όστις ηξεύρει τον Αρσένιον;».

Ηγέρθησαν τότε πέντε, δέκα Αρχιερείς και είπον· «Ημείς τον ηξεύρομεν».

Διότι οι ασυνείδητοι, οι αυτοί ήσαν και κριταί και κατήγοροι και μάρτυρες.

Πάλιν ηρώτησεν αυτούς· «Ποίος γνωρίζει βεβαίως ότι η χείρ, ήτις δεικνύεται, είναι του Αρσενίου;».

Απεκρίθησαν πάλιν αυτοί εκείνοι· «Ημείς την γνωρίζομεν».

Τότε ο Αθανάσιος, μη δυνάμενος να βλέπη την αλήθειαν συκοφαντουμένην, κράζει τον Αρσένιον εις το μέσον της Συνόδου και λέγει προς αυτούς· «Ούτος είναι ο Αρσένιος, Άγιοι Αρχιερείς, η αλλος;».

Εκείνοι δε εκπλαγέντες διά το ανέλπιστον θέαμα εσιώπων. Ο δε Αθανάσιος, γυμνώσας τας χείρας του Αρσενίου, είπε· «Δύο χείρας ζητείτε από τον Αρσένιον ή και τρίτην; ιδού η δεξιά, ιδού και η αριστερά· ήδη ανάγκη είναι να αποδείξητε η αγιωσύνη σας, που την εύρετε την τρίτην χείρα του Αρσενίου».

Τούτο δε ειπόντος του Αγίου, εκείνοι αισχυνθέντες διέλυσαν την Σύνοδον· απήλθε δε και ο βασιλικός άρχων Αρχέλαος κατησχυμμένος και ο έπαρχος μετά των δορυφόρων αυτών, μηδέν έτερον δυνάμενοι να πράξωσι και θαυμάζοντες τον Αθανάσιον.

 

Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μήνας Ιανουάριος, τόμος 1ος.