Άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Για τα «αχειροποίητα» αγάλματα των ειδωλολατρών
1 Ιανουαρίου 2025(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
206. Στον διάκονο Θεοδόσιο1
Σ’ αυτό που έχει λεχθεί· «Ποιος δεν γνωρίζει, ότι η πόλη της Εφέσου είναι επιμελήτρια του ναού της μεγάλης Αρτέμιδος»;
Επειδή θέλησες να μάθεις αυτό που αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων, «Ποιος δεν γνωρίζει ότι η πόλη των Εφεσίων είναι επιμελήτρια του ναού της μεγάλης Αρτέμιδος, και του αγάλματος που έπεσε από τον Δία», να ξέρεις ότι τα λόγια δεν είναι της Γραφής, αλλά του γραμματέα των Εφεσίων, και θεωρώ περιττό να ερμηνεύω αγυρτικές λογοποιίες, για τις οποίες νομίζω ότι και ο Ψαλμωδός έχει πει· «Παράνομοι μου διηγήθηκαν φλυαρίες, και όχι τέτοια που διηγείται ο νόμος σου, Κύριε».
207.- Στον ίδιο
Για το ξόανο της Αρετέμιδος που στάλθηκε δήθεν από τον ουρανό από τον Δία.
Επειδή είσαι φιλομαθής και θέλεις να γίνεις πολυμαθής, θα σου πω και τούτο, για να μη φανώ, ότι σε στενοχωρώ.
Αυτοί που κατασκεύασαν τα ξόανα2 στους Έλληνες, θέλοντας να προκαλέσουν φόβο σ’ αυτούς που τα βλέπουν, έλεγαν, ότι στάλθηκαν ή κατέβηκαν από τον ουρανό από τον Δία, θεωρούμενα ανώτερα από κάθε ανθρώπινο χέρι. Γι’ αυτό και το ονόμαζαν ουράνιο ομοίωμα του θεού σταλμένο από τον Δία.
Βρέτας ονομαζόταν επειδή έμοιαζε με βροτό (άνθρωπο). Αυτό όμως δεν ήταν τέτοιο, αλλά φυγαδεύοντας τους αγαλματοποιούς ή σκοτώνοντας τους, για να μη μπορεί κανείς να πει ότι το ξόανο είναι καμωμένο από χέρι ανθρώπου, άφηναν να πλανάται στα αυτιά των ανθρώπων η φήμη αυτή, η οποία παραπλανούσε και την πόλη των Εφεσίων.
Γι’ αυτό και ο γραμματέας αυτών τους είπε αυτό3.
Μερικοί λοιπόν λένε, ότι αυτό έχει ειπωθεί για το άγαλμα της Αρτέμιδος, «δηλαδή της μεγάλης Αρτέμιδος». Ότι βέβαια είναι αληθινό το ότι οι αγαλματοποιοί ή σκοτώνονταν ή φυγαδεύονταν, το μαρτυρεί αυτό που έγινε χθες και παλαιότερα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Όταν δηλαδή ο Πτολεμαίος συγκέντρωσε τεχνίτες για να δημιουργήσουν τον ανδριάντα της Αρτέμιδος, μετά την αποπεράτωση του έργου διέταξε να ανοιχθεί μεγάλος λάκκος, τον οποίο κάλυψε με άχυρα και φύλλα ξερά, και κρύβοντας τον δόλο του τους διέταξε να δειπνήσουν, και εκείνοι τρώγοντας έπεσαν στο λάκκο εκείνον και πέθαναν, τιμωρηθέντες δίκαια, όπως πιστεύω, επειδή επιχειρούσαν να πλάθουν ξόανα για την εξαπάτηση εκείνων που κατέφευγαν σ’ αυτά ικετεύοντάς τα.
Αυτό βέβαια το έκανε εκείνος, θέλοντας να βγάλει από τη μέση τους τεχνίτες, για να πιστευθεί, ότι ονομάζεται αχειροποίητος θεός, τον οποίον μάλιστα και ονόμασε αχειρομίαντον [που δεν μιάνθηκε από ανθρώπινα χέρια].
Αλλά δεν διέφυγε. Γιατί, όταν αποκαλύφθηκε το δράμα, τιμούσε με θρήνους κάθε χρόνο εκείνους που πέθαναν με τον τρόπο αυτόν.
1. Ο Κωδ. Vat. 650 αντί Θεοδοσίω διακόνω έχει, Ήρωνι πρεσβυτέρω.
2. Ξόανον· ξύλινον άγαλμα συνήθως πρωτόγονης κατασκευής, ομοίωμα του θεού.
3. Πραξ. 19,35. «Τις ουκ οίδε την Εφεσίων πόλιν νεωκόρον είναι της μεγάλης Αρτέμιδος και του Διοπετούς».
Από τον τόμο Ισιδώρου Πηλουσιώτου, «Άπαντα τα έργα 4 , Επιστολές, βιβλίον δ’, (Επιστολές Α’-ΣΑ), του εκδοτικού οίκου Ελευθερίου Μερετάκη, «Το Βυζάντιον» Θεσσαλονίκη 2000. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Παναγιώτης Παπαευαγγέλου δρ. Θεολογίας.