Ο όρος «πιθηκίσματα» προέρχεται από τον κόσμο των μικρών κυρίως πιθήκων, αλλά και άλλων συγγενών τους, και περιγράφει όλες τις αστείες και γελοίες για τους ανθρώπους συμπεριφορές τους.Και επειδή στον κόσμο των ζώων τίποτε δεν είναι τυχαίο ούτε και επιτηδευμένο, ισχυριζόμαστε με σιγουριά ότι αυτά τα καμώματα εξυπηρετούν βιολογικές ανάγκες, όπως η εξασφάλιση της μητρικής προστασίας και φροντίδας, η ενεργοποίηση της διαδικασίας αναπαραγωγής, η ανάγκη της «σύσφιξης» των σχέσεων μεταξύ των μελών της ίδιας «οικογένειας», η απόκτηση συλλογικής «συνείδησης», η «συνειδητοποίηση» ότι ανήκουν σε μια ομάδα, χρήσιμο για την προστασία και την συνεργασία για την εξασφάλιση τροφής, η επίδειξη των φυσικών ικανοτήτων του καθενός από τα μέλη, στη βάση του ανταγωνισμού που κυριαρχική στο ζωικό βασίλειο, για την αναγνώρισή του εν όψει της θέσης που θα έχει το καθένα στην ιεραρχική τάξη.
Με τον ίδιο όρο πιθηκίσματα, παιχνιδίσματα ή αστειότητες περιγράφονται και αντίστοιχες συμπεριφορές όχι μόνο των μικρών παιδιών αλλά και ανώριμων, μεγάλων στην ηλικία, ατόμων. Πρόκειται για κωμικές χειρονομίες, «γκριμάτσες» του προσώπου, αστείες συμπεριφορές, ακατάστατες κινήσεις, και ό,τι άλλο ανθρωποειδές.
Και, ενώ κανείς δεν θα κάκιζε τα αστεία καμώματα των μικρών παιδιών, με το σκεπτικό ότι αποτελούν φυσιολογικά επακόλουθα της ηλικίας τους, δεν θα έλεγε το ίδιο και για τα αντίστοιχα καμώματα των ενήλικων, όπου η φύση παραμερίζεται και ενεργεί η προαίρεση. Γιατί, εδώ πλέον δεν έχουμε αυθόρμητες ενστικτώδεις κινήσεις, που πάντοτε στα ζώα στοχεύουν στην εξυπηρέτησητων ως άνω βιολογικών αναγκαιοτήτων, όπως ήδη σημειώσαμε, αλλά συνειδητές επιλογές στη βάση κάποιων κινήτρων, τα οποία άλλα μεν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως θετικά και άλλα ως επιλήψιμα.
Ως κίνητρα με θετικό περιεχόμενο μπορούμε να αναφέρουμε α)την προσπάθεια για ανάδειξη της ικανότητας ένταξης σε μια ομάδα, β) την επιδίωξη της κοινωνικής σύνδεσης και αποδοχής καθώς καιτης ενίσχυσης της φιλίας, γ) την απόδειξη ότι ο ενεργών ανήκει στην ομάδα, δ) την προσπάθεια για εκτόνωση και διαφυγή από μια αμήχανη, έντονη και κρίσιμη κατάσταση, ε) την απόκρυψη ή και φανέρωση των αισθημάτων ανασφάλειας, φόβου και συμπλεγμάτων, στ) την χρήση της σάτιρας και της κωμωδίας για κοινωνική, κυρίως πολιτική κριτική, με επίκεντρο την αδικία, την πολιτική υποκρισία, τις κατεστημένες δομές, και ζ) την πρόκληση γέλιου για να διασκεδάσει και να «ψυχαγωγηθεί», αλλά με μη αξιοπρεπείς τρόπους, το ανθρώπινο περιβάλλον.
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και όσοι ασκούν το επάγγελμα του ηθοποιού με την προϋπόθεση ότι αυτός κάνει αυτό που σημαίνει ο όρος: ποιεί ήθος. Στην πράξη όμως αυτό παραποιείται, όταν αντί του ήθους προάγονται ανήθικα ήθη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αρχαίος Αριστοφάνηςμε τις εκπληκτικές μεν σε τέχνη κωμωδίες του αλλά αναξιοπρεπείς ως προς το περιεχόμενο για τους αποδέκτες του. Με δεδομένο δε ότι οι άνθρωποι όλων των εποχών ρέπουν συνήθως εκ φύσεως προς την κακία, την αδολεσχία, τους πονηρούς λογισμούς και ό,τι άλλο διεγείρει και ικανοποιεί έντεχνα και μη τα πάθη, είναι δικαιολογημένη η αντίδραση των Πατέρων της Εκκλησίας κατά των μεταμφιέσεων, της επικάλυψης των προσώπων με τα προσωπεία, τους επιχρωματισμούς, και άλλα παρεμφερή, επειδή όλα αυτά δεν προήγαγαν την αρετή και την ευσέβεια αλλά την κακία και την διαφθορά. Αυτός ήταν και ο λόγος που στέκονται επικριτικοί έναντι του θεάτρου.
Ως αρνητικά ως προς το περιεχόμενο κίνητρα, αναφέρουμε α)την επίδειξη εξυπνάδας, ευφυΐας και γενικότερα της ατομικής αξίας, προσπαθώντας να τραβήξει ο πιθηκίζων την προσοχή των γύρω του, β) την προσπάθεια για αποδοκιμασία, προσβολή, περιφρόνηση, αποδόμηση, ακόμα και έμμεση εξουθένωση των άλλων, αφού τα παιχνιδίσματα και οι θεατρινισμοί υπέχουν θέση μονολόγου,γ) την υποβόσκουσα χαιρεκακία, γιατί είναι δυνατό την ώρα που κάποιος ή το περιβάλλον του πενθεί κάποιος να αστειολογεί.
Το προκαλούμενο ή επιδιωκόμενο από τα πιθηκίσματα γέλιο, προφανώς και δεν ταυτίζεται με το γέλιο, ως φυσιολογική και αυθόρμητη οργανική έκφραση και προβολή εσωτερικής χαράς και ευτυχίας, η οποία ωστόσο έχει την αιτία της όχι μόνο στο εσωτερικό του ανθρώπου αλλά και στην εξωτερική του δράση. Όσοι το μέμφονται ως κάτι επιλήψιμο και αμαρτωλό, αρνούνται την ύπαρξη των γνωστών ως αδιάβλητων παθών, μεταξύ των οποίων είναι η λύπη, ο κόπος, ο πόνος, η πείνα, η δίψα, η νύστα, η οργή, η αγανάκτηση, και άλλα, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ανθρώπινη φύση. Πρόκειται για τα πάθη που ακόμα και ο ίδιος ο Θεάνθρωπος, που είχε την τέλεια ανθρώπινη φύση, τα είχε κατά παραχώρηση, χωρίς όμως τη δυνατότητα να μεταβληθούν αυτά από αδιάβλητα σε διαβλητά, όπως συμβαίνει συνήθως με τους ανθρώπους. Επομένως η άποψη ότι ο Χριστός δάκρυζε και έκλαιγε μεν αλλά ουδέποτε γελούσε δεν έχει καμιά θεολογική και ανθρωπολογική βάση.
Προφανώς όμως δεν είχε ο Χριστός τα διαβλητά πάθη που έχουν κάποια εννοιολογική σχέση προς τον γέλωτα. Και αναφερόμαστε στις γελοιότητες, τα κακόγουστα αστεία, τον ειρωνικό, περιπαικτικό, περιφρονητικό και σαρκαστικό γέλωτα,τις βωμολοχίες, την διακωμώδηση τα οποία αξιολογούνται μεν από πολλούς ως πηγές χαράς, ευχαρίστησης, διασκέδασης, ωστόσο μαρτυρούν έλλειψη σοβαρότητας, ύπαρξης πονηρών λογισμών, και γενικότερα, έκφρασης μιας ακάθαρτης και χαιρέκακης καρδιάς.
Διαφορετικό είναι όμως το γέλιο του ανθρώπου που έχει αίσθηση ότι είναι εικόνα του Θεού. Είναι γέλιο της αθωότητας, της ευγένειας, της αρετής, της διάκρισης, της ειλικρίνειας και της κοινωνίας προς τον πλησίον, που όχι μόνο δεν δημιουργεί στους άλλους αρνητικά συναισθήματα αλλά τους ξεκουράζει και τους καθιστά συγκοινωνούς των ίδιων καλών αισθημάτων. Προστατεύει δε όχι μόνο την ατομική αξιοπρέπεια αλλά και την αξιοπρέπεια των άλλων. Γιατί, πόση αξιοπρέπεια διατηρεί κάποιος όταν παραμορφώνει το πρόσωπό του, παραποιεί τη φωνή του, εκστομίζει χυδαιολογίες και προσβολές, ειρωνεύεται, κοροϊδεύει και μειώνει τους πάντες, παραβιάζει τους όρους διάκρισης, άλλα λέγει και άλλα εννοεί, όταν από όλα τα καμώματα απουσιάζει η αλήθεια και κυριαρχεί το ψεύδος, το επιτηδευμένο και υποκριτικό, όταν απουσιάζει η σοβαρότητα όχι με την έννοια της βλοσυρότητας αλλά της ελαφρότητας, της επιπολαιότητας, της ανευθυνότητας και κυρίως της ανωριμότητας. Σ΄ αυτό περίπου το πλαίσιο κινούνται τα περίφημα «καρναβάλια», όταν οι μετέχοντες α) προσβάλλουν με τα καμώματά τους κοινωνικές ομάδες, θρησκευτικά και κοινωνικά ήθη, ιστορικά γεγονότα, πολιτικά και άλλα σημαίνοντα πρόσωπα, β) χρησιμοποιούν τη μεταμφίεση ως μέσο διάπραξης όσων δεν θα έπρατταν υπό κανονικές συνθήκες, γ) επιλέγουν την βωμολοχία, την αισχρολογία και την ελευθεριάζουσα συμπεριφορά ως μέσα παραγωγής γέλιου, διέγερσης των κτηνωδών ενστίκτων και διάπραξης αισχροτήτων.
Αυτός είναι και ο λόγος που τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη καταδικάζουν την αισχρολογία, επειδή ο αισχρολόγος προξενεί ταραχές και διαμάχες(Παρ. 26, 21), και επειδή η αισχρότητα και μωρολογία ή τα ευτράπελα λόγια δεν είναι πρέποντα σε ανθρώπους, γι’ αυτό ούτε καν πρέπει να αναφέρονται μεταξύ των χριστιανών (Εφ. 5, 4). Εκείνος που αγαπά τη ζωή προσέχει το στόμα του, συμβουλεύει ο Παροιμιαστής (Παρ. 16, 17), ενώ ο Απόστολος Παύλος σαφώς αποφαίνεται: Κανένας κακός λόγος να μη βγαίνει από το στόμα σας αλλά μόνο καλός, για να οικοδομήσει την ανάγκη και να δώσει χαρά σ’ αυτούς που τον ακούνε (Εφ. 4, 29). Στην ανάγκη η γλώσσα να είναι γλυκόφωνη και σεμνή αναφέρεται ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης.Με ανοικτό τάφο παρομοιάζει ο ιερός Χρυσόστομος τον λάρυγγα των αισχρολόγων. Ως προς την αισχρολογία, την παρομοιάζει με κοπριά, ως όπλο, σκευοφόρο και ίππο των αισχρών πράξεων και ιδιαίτερα ως όχημα της πορνείας. Όποιος δεν έχει καθαρή διάνοια πρέπει να διατηρεί το στόμα του καθαρό για να μην εκκενώσει το βόρβορο, καταλήγει.
Το ζητούμενο κάθε φορά σε κάθε μορφή συμπεριφοράς είναι, αν στα δρώμενα υπάρχει κάποια ουσία ή αν καλλιεργούνται όλες οι προϋποθέσεις για τον αποπροσανατολισμό από την αλήθεια και την αποθέωση του υλικού έναντι του πνευματικού. Πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για την ορθόδοξη πνευματικότητα, την πεμπτουσία της πνευματικής ζωής. Όποιος δε όχι απλά γνωρίζει αλλά και βιώνει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, αυτός δεν δίνει κανένα περιθώριο στον εαυτό του να υιοθετεί συμπεριφορές που περισσότερο ταιριάζουν στα ζώα παρά σε ανθρώπους. Έχοντας δε τις χάρες του Αγίου Πνεύματος φροντίζει να είναι ευχάριστος και όχι αντιπαθητικός και αποκρουστικός.