(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου
Λόγος β’
Περί ενανθρωπήσεως
18. Όταν λοιπόν οι θεολόγοι ομιλούν περί αυτού ότι τρώγει και πίνει και γεννάται, γνώριζε ότι το μεν σώμα, ως σώμα εγεννάτο και ετρέφετο με καταλλήλους τροφάς, αυτός δε ο μετά του σώματος Θεός Λόγος εκυβέρνα τα σύμπαντα, και με όσα διά του σώματος εξετέλει απεδείκνυεν, ότι δεν ήτο ένας άνθρωπος, αλλ’ ο Θεός Λόγος.
Και αυτά λέγονται περί αυτού, επειδή και το σώμα, όταν έτρωγε και εγεννάτο και έπασχεν, ήτο του Κυρίου και όχι κανενός άλλου· αλλ’ αφού έγινεν άνθρωπος, έπρεπε και αυτά να λέγωνται όπως περί ανθρώπου, διά να αποδεικνύεται ότι έχει σώμα πραγματικόν και όχι φανταστικόν.
Αλλ’ όπως δι’ αυτών εγίνετο αντιληπτή η σωματική του παρουσία, έτσι με τα έργα τα οποία έπραττε διά του σώματος, εφανέρωνε τον εαυτόν του ως Υιόν Θεού. Διά τούτο και προς τους απίστους Ιουδαίους έκραζε λέγων· «Ει ου ποιώ τα έργα του Πατρός μου, μη πιστεύετέ μοι ει δε ποιώ, καν εμοί μήπιστεύητε, τοις έργοις μου πιστεύσατε· ίνα γνώτε και γινώσκητε, ότι εν εμοί ο Πατήρ καγώ εν τω Πατρί» (Ιω 10, 37-38).
Διότι όπως ενώ είνε αόρατος, γίνεται αντιληπτός από τα έργα της κτίσεως, έτσι και όταν έγινεν άνθρωπος, ενώ δεν εφαίνετο εις το σώμα, ήτο δυνατόν εκ των έργων να γίνη αντιληπτόν, ότι δεν είνε ένας άνθρωπος αυτός που επιτελεί αυτά, αλλά δύναμις και Λόγος Θεού.
Διότι το να διατάσση αυτός τους δαίμονας, και εκείνοι να φεύγουν, δεν είνε ανθρώπινον, αλλά θείον έργον.
Ή ποίος αφού τον είδε να θεραπεύη τας νόσους, εις τας οποίας υπόκειται το ανθρώπινον γένος, θα εξηκολούθει να τον θεωρή άνθρωπον και όχι Θεόν;
Διότι εκαθάριζε λεπρούς, έκανε χωλούς να περιπατούν, διήνοιγε την ακοήν κωφών, έκανε τυφλούς να ξαναβλέπουν και γενικώς εθεράπευεν όλας τας νόσους και τας ασθενείας από τους ανθρώπους· από αυτά ηδύνατο και ο τυχών να αντιληφθή την Θεότητά του.
Ποίος επίσης, όταν τον είδε να συμπληρώνη έλλειψιν που την εστερήθησαν μερικοί από την κυοφορίαν των, όπως ο εκ γενετής τυφλός του οποίου και διήνοιξε τα μάτια, δεν αντελήφθη ότι η δημιουργία των ανθρώπων ευρίσκεται κάτω από την εξουσίαν του και είνε αυτός δημιουργός και κατασκευαστής αυτής;
Διότι αυτός ο οποίος δίδει ό,τι από την δημιουργίαν του δεν είχε ο άνθρωπος, είνε όπωσδήποτε φανερόν, ότι αυτός είνε Κύριος και της δημιουργίας των ανθρώπων.
Διά τούτο και εξ αρχής, όταν κατήλθε προς ημάς, πλάθει σώμα διά τον εαυτόν του εκ Παρθένου, διά να δώση εις όλους όχι μικράν αποκάλυψιν της Θεότητός του, ότι αυτός που έπλασεν αυτό, αυτός είνε δημιουργός και των άλλων.
Διότι ποίος, όταν βλέπη ότι άνευ ανδρός εκ παρθένου μόνης προέρχεται σώμα, δεν σκέπτεται ότι αυτός που παρουσιάζεται εις αυτό είνε δημιουργός και Κύριος και των άλλων σωμάτων;
Ποίος δε όταν βλέπη να αλλάσση η ουσία των υδάτων και να μεταβάλλεται εις οίνον, δεν αντιλαμβάνεται ότι ο ποιήσας αυτό είνε Κύριος και κτίστης της ουσίας όλων των υδάτων;
Διά τούτο ως Δεσπότης εκαβαλούσε την θάλασσαν και περιεπάτει, σαν να ευρίσκετο επάνω εις την γην παρέχοντας εις όσους την βλέπουν γνώρισμα της κυριαρχίας του εις όλα.
Όταν δε με ολίγας τροφάς έτρεφε τόσον μέγα πλήθος και εύρισκε δι’ αυτούς λύσιν εκεί που δεν υπήρχε λύσις, ώστε από πέντε άρτους να χορτάσουν πέντε χιλιάδες και να περισσεύη επίσης τόσον πολύς άρτος, ο καθείς αντελαμβάνετο, ότι αυτός δεν είνε τίποτε άλλο, παρά ο Κύριος που προνοεί δι’ όλα.
Απόσπασμα από το βιβλίο Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου «Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Απολογητικά», εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου κείμενο, μετάφραση, σχόλια Στέργιος Σάκκος.