(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου
Λόγος β’
Περί ενανθρωπήσεως
Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/03/200703/
19. Έκρινε δε ο Σωτήρ ότι καλόν ήτο να τα κάνη όλα αυτά, ώστε οι άνθρωποι, αφού ηγνόησαν την περί πάντων προνοιάν του και δεν κατενόησαν διά της κτίσεως την Θεότητά του, να αναβλέψουν έστω και εκ των έργων τα οποία διά του σώματος εξετέλει, και δι’ αυτού να εννοήσουν τον Πατέρα, αναλογιζόμενοι, όπως προηγουμένως είπον, την πρόνοιαν αυτού δι’ όλα.
Διότι, ποίος αφού είδε την εξουσίαν του έναντι των δαιμόνων, ή είδε τους δαίμονας να ομολογούν ότι αυτός είνε Κύριός των, θα έχη ακόμη αμφιβόλους λογισμούς εάν αυτός είνε ο Υός του Θεού και η σοφία και η δύναμις;
Διότι και την κτίσιν δεν την έπλασεν έτσι ώστε να σιωπά, αλλά το πιο θαυμαστόν είνε ότι και εις τον θάνατον και μάλιστα εις αυτό το τρόπαιον το οποίον έστησε κατά του θανάτου, εννοώ βεβαίως τον σταυρόν, όλη η κτίσις ωμολόγει ότι αυτός ο οποίος ήτο βέβαιον ότι πάσχει σωματικώς, δεν είνε απλώς άνθρωπος αλλ’ Υιός Θεού και Σωτήρ πάντων.
Διότι όταν ο ήλιος εσκοτίσθη και η γη εσείετο και τα όρη εσχίζοντο, όλοι ετρόμαζαν.
Αυτά απεδείκνυον ότι ο Χριστός μεν που ευρίσκετο επί του σταυρού είνε Θεός, όλη δε η κτίσις είνε δούλη αυτού και με τον φόβον της εμαρτύρει την παρουσίαν του Δεσπότου. Έτσι λοιπόν ο Θεός Λόγος διά των έργων εφανέρωσε τον εαυτόν του εις τους ανθρώπους.
Ακολούθως θα έπρεπε να διηγηθώμεν και να ομιλήσωμεν διά ποίον σκοπόν έζησε και συνανεστράφη εν σώματι, και τι είδους ήτο ο θάνατος του σώματος, ο οποίος μάλιστα αποτελεί κεφαλαιώδες δόγμα της πίστεώς μας· και όλοι οι άνθρωποι αυτό σχολιάζουν*· διά να μάθης ότι και δι’ αυτού εξ ίσου αναγνωρίζεται ο Χριστός ως Θεός και ως Υιός του Θεού.
2. Ο θάνατος και η ανάστασις
20. Προηγουμένως λοιπόν είπομεν μερικά διά την αιτίαν της σωματικής εμφανίσεως αυτού επί της γης, όσα ήδυνήθημεν να καταλάβωμεν, δηλαδή ότι δεν ηδύνατο να μεταβάλη το φθαρτόν εις αφθαρσίαν άλλος, παρά ο ίδιος ο Σωτήρ που εξ αρχής εκ της ανυπαρξίας εδημιούργησε τα πάντα.
Και ότι δεν ηδύνατο άλλος να ξανακτίστη εις τους ανθρώπους το κατ’ εικόνα, παρά η εικών του Πατρός, και ότι δεν ηδύνατο άλλος να κάνη το θνητόν αθάνατον, παρά μόνον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός που είνε η ίδία η αυτοζωή, και ότι δεν ηδύνατο άλλος να διδάξη περί του Πατρός και να διαλύση την θρησκείαν των ειδώλων, παρά μόνον ο Λόγος που ρυθμίζει τα πάντα, ο μόνος μονογενής και αληθινός Υιός του Πατρός.
Ακόμη, είπον προηγουμένως ότι έπρεπε να εξοφληθή το κοινόν χρέος των ανθρώπων, όπως και έπρεπε να αποθάνουν όλοι. Διά τούτο μάλιστα ήλθε και εις την γην· διά τούτο, μετά από τας αποδείξεις εκ των έργων του περί της Θεότητός του προσέφερεν εν συνεχεία και την θυσίαν υπέρ πάντων, παραδίδοντας τον ναόν του εις τον θάνατον υπέρ πάντων με σκοπόν να καταστήση τους πάντας ανενόχους και ελευθέρους από την αρχαίαν παράβασιν, να αποδείξη δε τον εαυτόν του ανώτερον του θανάτου, επιδεικνύοντας το ιδικόν του άφθαρτον σώμα ως υπόδειγμα της αναστάσεως όλων.
Και μη απορήσης, διατί πολλάς φοράς λέγομεν τα ίδια περί των ιδίων πραγμάτων. Επειδή ομιλούμεν περί της ευδοκίας του Θεού, διά τούτο ερμηνεύομεν την ιδίαν ιδέαν με περισσότερα λόγια, διά να μη φανή ότι κάτι παραλείπομεν, και μας κατηγορήσουν ότι ελλιπώς ωμιλήσαμεν.
Ωπωσδήποτε είνε προτιμότερον να δεχθώμεν την κατηγορίαν ότι λέγομεν τα ίδια, παρά να παραλείψωμεν κάτι από αυτά που χρεωστούμε, να γράφωμεν.
Το σώμα, λοιπόν, επειδή και αυτό είχε την ιδίαν ουσίαν που είχαν και όλα τα άλλα (διότι ήτο ανθρώπινον σώμα), αν και εδημιουργήθη διά πρωτακούστου θαύματος μόνον από παρθένον, όμως επειδή ήτο θνητόν, απέθνησκε όπως και τα όμοιά του.
Επειδή όμως κατώκησεν εις αυτό ο Λόγος, δεν κατεστρέφετο συμφώνως προς την φύσιν του, αλλά χάρις εις τον Λόγον του Θεού που κατώκει εντός αυτού, έμεινεν άφθαρτον· και συνέβη το παράδοξον να γίνωνται και τα δύο συγχρόνως· δηλαδή και ο κοινός θάνατος εξεπληρούτο εις το σώμα του Κυρίου, και ο θάνατος και η φθορά εξηφανίζοντο εξ αιτίας του συνυπάρχοντος Λόγου.
Ήτο αναγκαίος ο θάνατος και έπρεπε να συμβή ένας θάνατος υπέρ πάντων, διά να εξοφληθή αυτό που εχρεωστούσαμεν όλοι μαζί ως ανθρωπότης. Διά τούτο, όπως είπα ανωτέρω, αφού ο Λόγος δεν ήτο δυνατόν να αποθάνη (διότι ήτο αθάνατος) έλαβε σώμα που να δύναται να αποθάνη, ώστε να το προσφέρη ως ιδικήν του προσφοράν χάριν όλων και, πάσχοντας αυτός υπέρ πάντων, επειδή ήτο ο ίδιος κάτοικος του σώματος, να «καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου διά παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβ 2, 14-15).
*. Πράγματι εκείνο που εθρυλλείτο πολύ μεταξύ των ειδωλολατρών περί των Χριστιανών, ήτο ότι οι Χριστιανοί έχουν ως Θεόν κάποιον θανατοποινίτην εσταυρωμένον. Φαίνεται δε τούτο και από τα εξής λόγια του Λουκιανού από το βιβλίον του «Περί της Περεγρίνου τελευτής» (111), το οποίον έγραψε διά να διασύρη τους Χριστιανούς· «Τον μάγον γουν εκείνον έτι σέβουσι τον άνθρωπον τον εν τη Παλαιστίνη ανασκολοπισθέντα (και σταυρωθέντα), ότι καινήν τελευτήν εισήγαγεν ες τον βίον». Ο Λουκιανός «καινήν τελευτήν», δηλαδή παράδοξον θάνατον, λέγει το μαρτύριον των Χριστιανών κατά το πρότυπον της σταυρώσεως του Χριστού, το οποίον τόσον προθύμως υπέμενον οι Χριστιανοί και το οποίον εδημιούργει κατάπληξιν εις τους ειδωλολάτρας
Απόσπασμα από το βιβλίο Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου «Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Απολογητικά», εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου κείμενο, μετάφραση, σχόλια Στέργιος Σάκκος.