(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου
Λόγος β’
Περί ενανθρωπήσεως
Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/03/agios-athanasio-o-megas-den-borouse-allos-na-kani-to-thnito-athanato-para-mono-o-christos-pou-einai-i-idia-i-aftozoi/
21. Αφού βεβαίως ο κοινός Σωτήρ όλων απέθανεν υπέρ ημών, τώρα πλέον όσοι πιστεύομεν εις τον Χριστόν δεν αποθνήσκομεν διά θανάτου, όπως παλαιότερον κατά την απειλήν του νόμου (διότι έχει πλέον παύσει η τοιαύτη καταδίκη).
Αλλ’ αφού σταματά και εξαφανίζεται η φθορά διά της χάριτος της αναστάσεως, εις το εξής αποθνήσκομεν ως προς το θνητόν στοιχείον του σώματος μόνον, εις τον καιρόν τον οποίον ώρισε διά τον καθένα ο Θεός, διά να δυνηθώμεν να επιτύχωμεν ανωτέραν ανάστασιν.
Διότι όπως τα σπέρματα τα οποία ρίπτονται εις την γην, έτσι και ημείς με το να αποθνήσκωμεν δεν χανόμεθα, αλλά σπειρώμεθα διά να αναστηθώμεν, αφού κατηργήθη ο θάνατος διά της χάριτος του Σωτήρος.
Διά τούτο λοιπόν και ο μακάριος Παύλος γίνεται εις όλους εγγυητής και λέγει· «Δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν, όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδύσηται αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν, τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος· Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος· πού σου, θάνατε, το κέντρον; πού σου, άδη, το νίκος;» (Α’ Κο 15, 53-55).
Διατί λοιπόν, θα έλεγε κανείς, απέθανεν όχι με φυσικόν θάνατον αλλά σταυρικόν, εφ’ όσον ήτο αναγκαίον να παραδώση αυτός το σώμα του εις τον θάνατον υπέρ πάντων; Διότι φαίνεται πιο σωστόν να αποθέση το σώμα με έντιμον θάνατον, παρά να υπομείνη την ατιμίαν του σταυρικού θανάτου. Πρόσεχε όμως μήπως αυτή μεν η αντίρρησις είνε ανθρωπίνη, αυτό δε το οποίον έπραξεν ο Σωτήρ είνε πράγματι θείον και διά πολλούς λόγους άξιον της Θεότητός του.
Πρώτον, διότι ο συνηθισμένος θάνατος επέρχεται λόγω της αδυναμίας της φύσεως των ανθρώπων, και επειδή δεν δύνανται επί πολύ να διατηρούνται εις την ζωήν, με τον χρόνον αποθνήσκουν. Διά τούτο εμφανίζονται εις αυτούς και ασθένειαι και εξασθενούν και αποθνήσκουν. Ο Κύριος όμως, δεν είνε αδύνατος, αλλ’ είνε δύναμις Θεού και Λόγος Θεού και αυτοζωή.
Εάν λοιπόν απέθνησκε κάπου επάνω εις ένα κρεββάτι τον συνηθισμένον ανθρώπινον θάνατον, θα εθεωρείτο ότι και αυτός συμφώνως προς την ασθένειαν της φύσεως το έπαθεν αυτό και ότι δεν έχει τίποτε περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους.
Επειδή όμως ήτο και ζωή και Λόγος του Θεού, και έπρεπε να αποθάνη υπέρ πάντων, διά τούτο ως ζωή και δύναμις που ήτο εδυνάμωνε μαζί και το σώμα. επειδή όμως ώφειλε να αποθάνη, ελάμβανε την αφορμήν να θυσιασθή όχι από τον εαυτόν του αλλά από τους άλλους· διότι ούτε έπρεπε να αρρωστήση ο Κύριος, ο οποίος εθεράπευε τας ασθενείας των άλλων.
Αλλ’ ούτε επίσης έπρεπε να εξασθενήση το σώμα, εφ’ όσον ενεδυνάμωσε και τας αδυναμίας των άλλων.
Διατί λοιπόν, δεν ημπόδισε τον θάνατον όπως και την ασθένειαν; Αλλά το σώμα το είχε διά τον θάνατον και δεν συνέφερε να τον εμποδίση, διά να μη εμποδισθή και η ανάστασις. Να προηγηθή πάλιν του θανάτου ασθένεια, δεν ήτο σωστόν, διά να μη θεωρηθή αδυναμία αυτού που ευρίσκετο εντός του σώματος.
Δεν επείνασε λοιπόν; Ναι επείνασεν εξ αιτίας της ιδιότητος του σώματος· δεν απέθανεν όμως το σώμα από την πείναν εξ αιτίας του Κυρίου ο οποίος το εφορούσε. Διά τούτο, αν και απέθανε διά να λυτρώση τους πάντας, εν τούτοις δεν «είδε διαφθοράν» (Ψα 15, 10. Πρξ 2, 27). Διότι ανεστήθη ολόκληρον διότι δεν ήτο κανενός άλλου σώμα, αλλ’ αυτής της ιδίας της ζωής.
Απόσπασμα από το βιβλίο Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου «Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Απολογητικά», εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου κείμενο, μετάφραση, σχόλια Στέργιος Σάκκος.