(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Εις τας αγρυπνίας [του ναού του Αγίου Ελισαίου στην Αθήνα] εγνώρισα και δύο ιερείς τον παπα-Αντώνιον, εφημέριον του ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πευκακίων, και τον παπα – Νικόλαον Πλανά, εφημέριον του ιερού Ναού Αγ. Ιωάννου Κυνηγού· και οι δύο ακούραστοι, πρόθυμοι εις τας αγρυπνίας, καλόκαρδοι. Εξαιρέτως δε ο περί ου ο λόγος παπα – Νικόλας Πλανάς ήτο απλούς, άκακος, πράος, ακέραιος, απόνηρος, αόργητος, αμνησίκακος, πάντοτε ιλαρός, χαροποιός, γελαστός.
Εις τον παπα – Νικόλαον, επειδή ήτο ταπεινός, επέβλεψεν επ’ αυτόν ο Κύριος, ως λέγει ο σοφός παροιμιαστής: «επί τίνα επιβλέψω, λέγει Κύριος, ειμή επί τον πράον και ταπεινόν τη καρδία και τρέμοντα μου τους λόγους»· και πάλιν: «εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται πνεύμα Κυρίου»· και ο Κύριος ημών Ι. Χριστός εν Ευαγγελίοις μακαρίζει αυτούς: «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην».
*****
Εις τας αγρυπνίας ήρχετο ανήρ τις, Αλέκος το όνομα, όστις έψαλλε, αλλ᾽ ήτο μέθυσος, και ότε ήτο μεθυσμένος έψαλλε με κατάνυξιν και με δάκρυα. Ο Παπαδιαμάντης που τον ήξευρε, όταν έψαλλε με κατάνυξιν έλεγε: «ο Αλέκος έχει κρασοκατάνυξιν», και πολλάκις τον εδίωκεν εκ της εκκλησίας. Ο παπα Νικόλας, ως απλούς και άκακος, επειδή κατά τον ίδιον σοφόν παροιμιαστήν: «άκακος ανήρ, παντί πιστεύει», έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, έχει κατάνυξιν, έχει φόβον Θεού», και ενίστε μετά την αγρυπνίαν τω έδιδε και μικράν αμοιβήν.
Τούτο υπήρξεν αφορμή εις τον Αλέκο να πλησιάση τον παπα – Νικόλα και να γίνη οικείος του και αχώριστος, αλλ᾽ υπήρξε και αφορμή σκανδάλου εις τινας αδελφούς και εις εμέ, όστις ήμην νέος 22-23 ετών και εγνωρίζαμε τον Αλέκο, τινές δε είπον εις τον παπα -Νικόλα να διώξη τον Αλέκον, διότι ήτο μέθυσος και γίνεται σκάνδαλον εις τους αδελφούς.
Αλλ’ ο παπα – Νικόλας με την συνήθη απλότητά του, έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, αγαπά την εκκλησίαν, ψάλλει καλά». Ως τόσον ο Αλέκος επήρε θάρρος και με τρόπον έβαζε το χέρι και εις την τσέπην του παπα – Νικόλα και του αφαιρούσε τα χρήματα που του έδιδαν οι ευλαβείς χριστιανού, διά να μνημονεύση τα ονόματα των προσφιλών γονέων, τέκνων, αδελφών και συγγενών των εις τας αγρυπνίας και Λειτουργίας.
Κάποτε ο παπα – Νικόλας είχεν εις την τσέπη του αρκετά κέρματα και ο Αλέκος έβαλε το χέρι του και προσεπάθει να τα πάρη όλα. Ο παπα – Νικόλας αντελήφθη τούτο και χωρίς να θυμώση, να τον υβρίση, να τον ελέγξη, ηρκέσθη και τω είπε με πραότητα: «Αλέκο ήσυχα, ήσυχα· ήσυχα Αλέκο».
Ο Αλέκος εξηκολούθει αφόβως και εισήρχετο ενίοτε και εις το Άγιον Θυσιαστήριον και του αφήρει ό,τι είχε.
Επειδή ο παπα – Νικόλας ήτο εφημέριος εις την ενορίαν του Αγίου Ιωάννου, πολλάκις έφευγε μετά την αγρυπνίαν και διά να προφθάση εις την ενορίαν του ηναγκάζετο ενίοτε και πήγαινε με άμαξαν.
Έτυχε ημέραν τινά, όταν κατέβη εκ της αμάξης ητοιμάσθη να πληρώση τον αμαξηλάτην, εκοίταξε καλά την τσέπη του, δεν εύρε ούτε οβολόν! Του τα είχεν αφαιρέσει όλα ο καλός Αλέκος.
Λέγει εις τον αμαξηλάτην:
– «Δεν έχω τώρα χρήματα, άλλοτε θα σου τα πληρώσω».
– «Τώρα θα μου τα πληρώσης», είπεν ο αμαξηλάτης με θυμόν.
– «Μα αφού δεν έχω;»
– «Αφού δεν έχεις δεν έπρεπε να ζητήσης να έλθης με άμαξαν. Εγώ θέλω να με πληρώσης και εάν δεν έχης θα σου πάρω το ράσο».
Εξεδύθη ο παπα – Νικόλας το ράσο και του το έδωκε με ευχαρίστησιν και εχωρίσθησαν.
Ο μεν παπα – Νικόλας επήγαινεν εις την εκκλησίαν χωρίς ράσο, διά να λειτουργήση, ο δε αμαξηλάτης εις τον οίκον του, στοχαζόμενος πώς και πού να πωλήση το ράσον διά να αμειφθή επταπλασίως.
Αλλά μετά 5 λεπτά επιστρέφει ο αμαξηλάτης εσπευσμένως, καθ’ ην ώραν ο παπα – Νικόλας εισήρχετο εις την εκκλησίαν και φωνάζει: «Παπά Νικόλα, πάρε το ράσο σου και δεν θέλω ούτε χρήματα…». Τις οίδε τι του συνέβη!
Απόσπασμα από το βιβλίο ο «Παπα – Νικόλας Πλανάς», των εκδόσεων Αστήρ.