Η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα και ανοίγει το κουτί της Πανδώρας

Η περιέργεια, όπως δείξαμε και στο προηγούμενο δημοσίευμα, είναι συνοδευτικό της αργίας, μετά μάλιστα και το συμπέρασμα του Αποστόλου Παύλου, ότι ο αργόσχολος έχει όλο το χρόνο για να περιεργάζεται τους άλλους αντί να εργάζεται με τον εαυτό και τα πάθη του. Έτσι εξηγείται, πώς ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος στην σύντομη αλλά περιεκτική προσευχή του, «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…», τοποθετεί το πνεύμα της περιέργειας μετά από εκείνο της αργίας.

Αν θα θέλαμε να ξεκινήσουμε από τον τίτλο, να εξετάσουμε  δηλαδή την σχέση της γάτας με την περιέργεια,  θα επικαλούμασταν τον μύθο για μια γάτα που δεν δίστασε να μπει ακόμα και σε έναν καυτό φούρνο εξαιτίας της περιέργειάς της να διαπιστώσει τί ακριβώς φουρνίζεται. Έτσι εξηγείται και η αμερικάνικη παροιμία «η περιέργεια σκότωσε τη γάτα», που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα αρνητικά αποτελέσματα της περιέργειας στο ανθρώπινο περιβάλλον. Εννοείται βέβαια ότι η περιέργεια της γάτας είναι το φυσικό της εργαλείο για μια σειρά από αναγκαιότητες, όπως η αποτελεσματικότερη γνώση και κυριαρχία στο χώρο που κάθε φορά βρίσκεται,  η ανάγκη εγρήγορσης για την προστασία από τους θηρευτές της, κυρίως δε η ανάγκη εξασφάλισης της τροφής της.

Στο ανθρώπινο περιβάλλον η έννοια της περιέργειας είναι φορτισμένη και θετικά και αρνητικά. Στην περίπτωση της ανωτέρω προσευχής είναι μόνο αρνητικά. Έτσι εξηγείται άλλωστε και η επαναλαμβανόμενη επίκληση στο Χριστό για απαλλαγή από αυτήν. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται τόσο στη Γραφή όσο και στην αγιοπατερική παράδοση.

Αξιοποιείταιη έννοια της περιέργειας θετικά, γίνεται δηλαδή δημιουργική, όταν χρησιμοποιείται για να εκφράσει την έμφυτη τάση του ανθρώπου να γνωρίσει και να εμβαθύνει στο περιβάλλον. Ιδιαίτερα είναι χρήσιμη στον επιστήμονα, τον οποίο ο μεγάλος Γάλλος ωκεανογράφος Κουστώ παρομοιάζει με έναν περίεργο άνθρωπο που κοιτάζει από μια κλειδαρότρυπα, την κλειδαρότρυπα της φύσης, προσπαθώντας να καταλάβει, τί γίνεται έξω από αυτή[1]. Ο δε Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ την παρομοιάζει με λαιμαργία, επειδή μέσω αυτής ο άνθρωπος προσπαθεί να καταβροχθίζει ό,τι βλέπει γύρω του[2].Η περιέργεια ωθεί τον άνθρωπο να θέτει τα ερωτήματα «τί», «πώς», «γιατί» και να αναζητά χρήσιμες απαντήσεις. Έτσι διευκολύνεται η έρευνα και η επιστήμη. Στην περίπτωση αυτή η περιέργεια απεγκλωβίζει τον άνθρωπο από την κατάσταση της απραξίας και της αργίας και απελευθερώνει όλες τις παραγωγικές δυνατότητες, οι οποίες ακυρώνουν την άγνοια και καταπολεμούν την αδιαφορία. Κινητοποιεί την ορμή για μάθηση, εμβάθυνση και κατανόηση των πραγμάτων.  Φωτίζει επίσης το βιοτικό περιβάλλον στο οποίο καλούνται να πορευτούν τα άτομα με ασφάλεια και αυτοπεποίθηση. Υποστηρίζει ακόμη την επέκταση και ανανέωση της αποκτηθείσας γνώσης, ενώ τροφοδοτεί με την καινοτομία.

Θετικά χρησιμοποιεί επίσης την περιέργεια όποιος έχει διαρκώς ανοικτά τα μάτια του και τεταμένη την προσοχή του ώστε να εντοπίζει τους εμπερίστατους συνανθρώπους για να τους συμπαρασταθεί. Γενικότερα, ό,τι μοιάζει με περιέργεια και είναι ταγμένο στην υπηρεσία του πλησίον, ξεφεύγει από το σύμπλεγμα των παθών και εντάσσεται στις αρετές.

Θα λέγαμε λοιπόν ότι η περιέργεια ως ένα εργαλείο ενεργοποίησης, εξυπηρέτησης και εμπλουτισμού του λογικού είναι θεόσδοτη. Άλλωστε αυτό το εργαλείο χρησιμοποίησε ο πρώτος άνθρωπο στον παράδεισο και για να εξερευνήσει το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού κόσμου, όπως του πρότεινε ο Θεός, αλλά και να προσπαθήσει να κάνει το ίδιο στο μέρος του κόσμου που ο Θεός του απαγόρευσε την πρόσβαση. Συγκεκριμένα,  από περιέργεια η Εύα περιεργάζεται τον καρπό που ήταν ευχάριστος στα μάτια, καλός για φαγητό και επιθυμητός για την απόκτηση της γνώσης, με αποτέλεσμα να παραβεί την εντολή και να περιπέσει στην αμαρτία. Η απαγορευμένη λοιπόν περιέργεια γίνεται η αιτία απομάκρυνσης του ανθρώπου από το Θεό και αλλοτρίωσης από τον φυσικό κόσμο.

Τις θεολογικές συνέπειες της αμαρτωλής περιέργειας περιγράφει ο Νείλος ο Ασκητής, αποδίδοντας απιστία σε όσους περιεργάζονται το δόγμα της αγίας Τριάδος, αντί να την πιστεύουν και να την προσκυνούν, γιατί αυτός που την περιεργάζεται στερείται πίστης[3]. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο Διάδοχος Φωτικής, ο οποίος χαρακτηρίζει την περιέργεια πάθος του λογιστικού μέρους της ψυχής:  Η πίστη, γράφει, δεν διερευνάται με περιέργεια αλλά με απλή και απονήρευτη διάθεση. Η πρώτη επιφέρει εσωτερική αναταραχή, η δεύτερη γαλήνη[4].

Στις διαπροσωπικές σχέσεις ως περιέργεια ορίζουμε την υπερβολική και αδιάκριτη επιθυμία του ανθρώπου να εξερευνά, να ξεσκεπάζει και γενικότερα να ασχολείται με πράγματα που δεν αφορούν τον ίδιο αλλά τους άλλους με κίνητρο βέβαια όχι την αληθινή τους ωφέλεια αλλά μάλλον την καταστρατήγησή της. Αυτό ακριβώς μαρτυρεί και η πρόθεση «περί» μπροστά από το «έργο». Αν δε πίσω από την έννοια του «έργου» κρύβεται το ενδιαφέρον για το καλό του άλλου, πίσω από την πρόθεση σαφώς και υπονοείται το πάρεργο, δηλαδή η προσπάθεια να αναδείξουμε σημεία που υποβαθμίζουν και αχρηστεύουν το έργο, την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια των άλλων. Αντίθετα βέβαια κινείται το απερίεργο ήθος: Όχι μόνο δεν ξεσκεπάζει κάποιος τα αμαρτήματα των άλλων αλλά κάνει ό,τι μπορεί για να σκεπάσει, επειδή προέχει αφενός η διασφάλιση της ακεραιότητας του πλησίον, όποιος και αν είναι αυτός, και αφετέρου η καταπολέμηση των παθών της περιέργειας και της υποκρισίας των επίδοξων κριτών.

Ιδιαίτερη σημασία δίνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας στην περιέργεια των οφθαλμών: Τα μάτια δόθηκαν από το Θεό για να βλέπουν τα άπειρα δημιουργήματα και να δοξάζουν το Δημιουργό, και όχι για να επιβουλεύονται τα ξένα πράγματα, να επιθυμούν τις ξένες γυναίκες, να χαρτοπαίζουν, να φθονούν τους πλουσίους και να περιεργάζονται όλα τα κακά, δίδασκε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός[5]. Είχε προηγηθεί βέβαια το σχόλιο του ιερού Χρυσοστόμου για όσους περιεργάζονται όμορφες γυναίκες, και μάλιστα κατά τη διάρκεια του εκκλησιασμού, υπογραμμίζοντας ότι ο Ναός δεν είναι πορνείο ούτε βέβαια και αγορά[6]. Όταν το μάτι περιεργάζεται την ξένη ομορφιά γίνεται όπλο αδικίας, γράφει. Όταν όμως συγκρατείται τότε γίνεται όπλο αρετής. Το ίδιο ισχύει και όλα τα όργανα του σώματος[7].

Ως προς τα βαθύτερα αίτια της περιέργειας, αυτή καταρχήν δηλώνει μια προβληματική προσωπικότητα, δείγμα της εσωτερικής ανασφάλειας και ακαταστασίας. Συνιστά επίσης δείγμα της άρνησης κάποιου να ασχοληθεί με τον εαυτό του, επειδή είναι αναιρετική της ανάγκης για αυτογνωσία, η οποία προϋποθέτει την αυτοκριτική και την αυτομεμψία.Εκτός αυτού, στο βαθμό που κάποιος δεν παραμένει στα ίδια αλλά αναζητά τα αλλότρια διέπεται από απληστία και πλεονεξία.

Κατά τον αββά Δωρόθεο, η περιέργεια είναι καρπός της κατά διάνοιαν ψευδολογίας. Ο ψευδόμενος με το νου του δεν λέγει τίποτε αληθινό αλλά βασισμένο σε υποψίες. Έτσι γεννιέται η περιέργεια, η καταλαλιά, τα κρυφακούσματα, οι διαμάχες και οι κατακρίσεις[8]. Με το πρόσχημα δήθεν της διόρθωσης του άλλου κινείται κάποιος με περιέργεια, συνοδευόμενη από την καχυποψία, μήπως ακούγοντας κάτι που αφορά τον ίδιο, καταλάβει το σφάλμα του και διορθωθεί. Και καταλήγει ο αββάς Δωρόθεος: Τέτοιες μεθόδους χρησιμοποιεί μόνο ο διάβολος[9].

Ως προς τις συνέπειες, η περιέργεια δεν ζημιώνει μόνο τον κάτοχό της αλλά καθίσταται βλαπτική και στους άλλους, επειδή προσβάλλει την ιδιωτικότητα, οδηγεί στην κατάκριση, καθίσταται ενοχλητική. Ο Απόστολος Παύλος έχει υπόψη του κάποιους οι οποίοι περιφέρονται από περιέργεια από σπίτι σε σπίτι για να έχουν να λένε πράγματα που δεν πρέπει, γι’ αυτό και προειδοποιεί σχετικά τον μαθητή του Τιμόθεο (Α΄ Τιμ. 5, 13).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα τραγικά αποτελέσματα της περιέργειας είναι όσα περιγράφονται στον γνωστό μύθο για το «κουτί της Πανδώρας», όπως μας τον παρέδωσε ο Ησίοδος. Ο Δίας για να εκδικηθεί τον Προμηθέα που έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς στέλνει δίπλα στον αδελφό του Επιμηθέα την πρώτη πανέμορφη γυναίκα, την Πανδώρα, που σημαίνει δώρο όλων των θεών, κάνοντάς της δώρο ένα βάζο, με την εντολή να μην το ανοίξει ποτέ. Ωστόσο από γυναικεία περιέργεια το άνοιξε και έτσι σκορπίστηκαν όλες οι δυστυχίες: η ασθένεια, ο θάνατος και όλα τα κακά στον κόσμο. Το μόνο που κατάφερε να συγκρατήσει με το γρήγορο κλείσιμο του κουτιού ήταν η ελπίδα της σωτηρίας. Γι’ αυτό το λόγο η Πανδώρα χαρακτηρίστηκε ως η δεύτερη Εύα, μια και διέπραξε ακριβώς το ίδιο αμάρτημα λόγω του πάθους της περιέργειας.

Η περιέργεια τελικά απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό γιατί λόγω της εξωστρέφειας ασχολείται περισσότερο με τα κοσμικά και τα καθημερινά παρά με εκείνον. Αυτός είναι και ο λόγος αναφοράς της κατά τη Μ. Σαρακοστή, έτσι ώστε απαλλαγμένοι οι πιστοί από αυτήν και τα παρακολουθήματά της (εναγώνια παρακολούθηση και λεπτομερή ενημέρωση για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία μας),   να στρέψουν όλη τους την προσοχή στον έσω άνθρωπο και κατ’ επέκταση στον Θεάνθρωπο Χριστό.

Παραπομπές:
[1]https://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=1900.
[2]https://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=160.
[3]ΝΕΙΛΟΥ ΑΣΚΗΤΟΥ, Παραίνεσις προς μοναχούς 24, ΕΠΕ 11Β, 384.
[4]ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος Ασκητικός 22, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Α΄, έκδ. Αστήρ, Αθήνα 1992, σ. 240.
[5]Ι. Β. ΜΕΝΟΥΝΟΥ, Κοσμά του Αιτωλού διδαχές, εκδ. Τήνος, Αθήνα (χ.χ.), Α2, σ. 161 και Β1, σ. 189.
[6]Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις Ματθ. 73, 3, ΕΠΕ 11, 800.
[7]Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις Ρωμ. 12, 4, ΕΠΕ 17, 54.
[8]ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ, Περί ψεύδους,  PG 88, 1716c.
[9] ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ, Περί ψεύδους, PG 88, 1716d.