Πεμπτουσία

Οσιομάρτυρας Ευθύμιος, Το σημάδι του σταυρού στον ουρανό μιλούσε για το δικό του μαρτύριο

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Άγιος Ευθύμιος ο Πελοποννήσιος.

Άλλοτε δε πάλιν ο πνευματικός του πατήρ παρετήρησεν αυτόν εκτείνοντα πολλάκις τον λαιμόν του εις τα έμπροσθεν, γονατίζοντα και τας χείράς του εις τα όπισθεν βάλλοντα, και άλλα τοιαύτα σχήματα ποιούντα.

Ερωτηθείς δε, τι εσήμαινον τα τοιαύτα κινήματα, απεκρίθη, ότι «γυμνάζομαι, πάτερ, εις την σφαγήν».

Ταύτα ακούσας ο πνευματικός του πατήρ, εθαύμασε μεν, διώρισεν όμως αυτόν να μη το κάμη άλλοτε.

Ούτω λοιπόν έχων ο Ελευθέριος [ο μετέπειτα νεομάρτυρας Ευθύμιος] και διατρέχων την οδόν της ασκήσεως και το μαρτύριον αείποτε αναπολών [αναλογιζόμενος], μίαν νύκτα είδεν εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη έξω της καλύβης, και εκεί περιεχύθη όλος από φως ανυπέρβλητον, το οποίον εξήρχετο από τινα σταυρόν, ο οποίος εφαίνετο εις τους ουρανούς σχηματισμένος από αστέρας λαμπροτάτους κατά ανατολές.

Ο δε Ελευθέριος έμεινεν εκστατικός και έχαιρε θαυμάζων την τοσαύτην λαμπρότητα του σταυρού και του φωτός εκείνου, όπερ εκείθεν εφαίνετο χεόμενον [να διαχέεται]. Και πάραυτα ήκουσε μεγάλην φωνήν, την οποίαν ωραίος τις νεανίας ευρεθείς εκεί πλησίον τω είπε, λέγων· ούτος είναι, Ελευθέριε, ο σταυρός, με του οποίου την δύναμιν ενίκησεν ο πρώτος των χριστιανών βασιλεύς Κωνσταντίνος τους εχθρούς του τούτον και συ λαβών, τρέχε την οδόν σου.

Ταύτα ακούσας, εξύπνησε πάραυτα και πεσών πρηνής, εδόξασε τον Θεόν μετά πολλών δακρύων ευχαριστών. Τούτο ήτο πρώτον σημείον βεβαιότατον, δηλούν την μετά ταύτα άθλησίν του, μολονότι διά ταπεινοφροσύνην του το εφύλαξε μυστικόν, έως της ώρας της αναχωρήσεώς του, ότε μας το διηγήθη ομού με άλλον εν χαριέστατον και θαυμασιώτερον, το οποίον προβαίνων [προχωρώντας] ο λόγος θέλει αποδείξει.

Όθεν πυρωθείς την καρδίαν ο Ελευθέριος, εζήτει πάλιν την άδειαν και ευχήν της εντεύθεν αναχωρήσεώς του [για να μαρτυρήσει], και βλέπων ημάς όλους ακαταπείστους και ανενδότους εις αυτό, έμεινε στυγνάζωνω [κατσουφιασμένος] και λυπούμενος.

Τέλος δε, ίνα παραδράμω τα μεταξύ χάριν συντομίας, αποβαλών ολίγον την συστολήν, μετά μεγάλης επιμονής εζήτει την άδειαν, την οποίαν εκόντες άκοντες [θέλοντας και μη] εδώκαμεν εις αυτόν. Γίνεται μοναχός μεγαλόσχημος και μετονομάζεται Ευθύμιος.

Εν μια δε των ημερών εκείνων διηγούμενος την εις ουρανούς δόξαν και παρρησίαν ο Ακάκιος, παρεκάλει αυτόν, ίνα δέηται του Θεού άχρι της μαρτυρικής αυτού τελειώσεως, και παραλάβη και αυτόν ο Κύριος εις τους ουρανούς εις την ιδικήν του συντροφίαν το συντομώτερον.

Ο Νεομάρτυρας Ευθύμιος μαρτύρησε στις 22 Μαρτίου του 1814 στην Κωνσταντινούπολη.

Απόσπασμα από τον «Συναξαριστήν των Νεομαρτύρων (1400-1900)  των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.