Αν θέλει κάποιος να έχει μια εικόνα απόλυτης ενεργητικότητας και κινητικότητας, αυτή μπορεί να την αποκτήσει με μια απλή παρατήρηση στο φυσικό κόσμο, όπου κανένα από τα φυσικά όντα, φυτά και ζώα, δεν παραμένει στατικό, ακίνητο και αργό, αλλά βρίσκεται σε μια διαρκή, ακατάπαυστη και πολυσύνθετηπαραγωγική διαδικασία έργου. Το καθένα επιτελεί το δικό του έργο με τον δικό του τρόπο, φροντίζοντας να εντάσσει τη δική του σκοπιμότητα στην ευρύτερη. Επομένως η συνήθεια να αναζητούμε παραδείγματα και εικόνες αδιαφορίας και τεμπελιάς μεταξύ των ζώων έχει περισσότερο έναν επιφανειακό και υποκειμενικό παρά ουσιαστικό και αντικειμενικό χαρακτήρα. Κανείς για παράδειγμα δεν δικαιούται να κατηγορήσει ως αργό τον τζίτζικα, επειδή την ώρα που τα μυρμήγκια φαίνονται να εργάζονται και να κινούνται ακατάπαυστα, εκείνος παραμένει ακίνητος, εξαντλώντας την εργασία του στο μονότονο καλοκαιρινό του τραγούδισμα. Ο λόγος είναι προφανής: Αυτό είναι το συμπληρωματικό έργο που η μητέρα φύση του ανέθεσε να επιτελεί. Θα τον κατηγορούσε κάποιος για αργό και τεμπέλη, αν αρνιόταν να επιτελέσει την συγκεκριμένη αποστολή του. Επομένως, για να είμαστε ειλικρινείς, μάλλον εμείς είμαστε που βάζουμε κακές ιδέες στη φύση και όχι εκείνη σε μας.
Παρά ταύτα δεν είναι κακό να παρατηρούμε φυσικά όντα και φυσικά φαινόμενα, να κάνουμε ανθρωπομορφικές κρίσεις και συγκρίσεις και να βγάζουμε ανάλογα συμπεράσματα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Ο κόσμος των μελισσών αλλά και ο κόσμος των μυρμηγκιών κρίνεται από τους σχολιαστές ως οι καταλληλότεροι για να απορρίψει και να καταδικάσει κάποιος το πνεύμα της κακίας και να επαινέσει την εργατικότητα.
Επειδή η εργατικότητα των μελισσών αποτέλεσε πεδίο ενασχόλησης σε προηγούμενο δημοσίευμά μας μπορούμε εδώ να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον στην εργατικότητα των μυρμηγκιών. Τα μυρμήγκια συμβολίζουν δύο κατά βάση πράγματα: Την πλεονεξία από τη μια και την μεθοδική εργατικότητα από την άλλη. Για το μόνο που δεν επιτρέπεται να κατηγορηθούν είναι η αργία, αφού στον καιρό της εργασίας δεν παύουν ούτε στιγμή να εργάζονται για τη συλλογή της τροφής ενόψει των δυσκολιών του επερχόμενου χειμώνα. Αυτή την εικόνα είχε μπροστά του και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έγραφε ότι όποιος δεν έχει μάθει να εργάζεται, και μάλιστα μεθοδικά,μπορεί να πάρει μαθήματα από το εργατικό μυρμήγκι[1].
Πόσο σημαντική όχι μόνο για την πνευματική αλλά και την κοσμική ζωή είναι η αποφυγή της αργίας φαίνεται από το γεγονός ότι στην γνωστή σύντομη παρακλητική προσευχή της Μ. Τεσσαρακοστής «Κύριε και Δέσποτα…» η αργία, ως κάτι που πρέπει ο πιστός να απεύχεται, τοποθετείται πρώτη μεταξύ των τεσσάρων κακιών, πιστεύω όχι τυχαία, αν κρίνουμε και από την επίσης γνωστή ρήση του αρχαίου Έλληνα νομοθέτη Σόλωνα: «Αργία μήτηρ πάσης κακίας». Είναι το ίδιο που υπογραμμίζει και η πατερική σοφία με προεξάρχοντα τον ιερό Χρυσόστομο: Η αργία συνιστά την αιτία κάθε είδους κακίας[2].
Η αργία προκαλεί πλήρη αποδιοργάνωση του ανθρώπινου εσωτερικού κόσμου. Σκοτίζει το νου και αποδυναμώνει όλες τις ζωτικές ψυχικές λειτουργίες, προκαλώντας ψυχικό μαρασμό, μελαγχολίες και απελπισία. Καθιστώντας τον νου αργό βλάπτει σοβαρά τη δυνατότητα διάκρισης μεταξύ των πραγμάτων και παραβλάπτει τη διαδικασία λήψης των ορθών αποφάσεων. Γίνεται το πεδίο όπου ευδοκιμούν πονηρές ενθυμήσεις του παρελθόντος, ακάθαρτοι λογισμοί του παρόντος και πονηροί σχεδιασμοί για το μέλλον. Παρέχει δε τροφή και χρόνο για την παραγωγή αμαρτημάτων όλων των αισθήσεων, ιδιαίτερα του στόματος με την πολυλογία και αργολογία. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με την πολύχρονη άσκηση, όπως αναφέρει ο Κασσιανός ο Ρωμαίος: Ο νους του ανθρώπου είναι αεικίνητος και πολυκίνητος και δεν βρίσκεται ποτέ σε αργία. Μόνο ύστερα από πολύχρονη άσκηση είναι σε θέση να κρατάει στη μνήμη του τους λογισμούς που πρέπει[3] και να εκδιώκει αυτούς που δεν πρέπει.
Η αργία δεν απονευρώνει μόνο το ανθρώπινο εσωτερικό αλλά ακινητοποιεί και κάθε προσπάθεια ενεργοποίησης των χαρισμάτων. Στην περίπτωση αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά της οκνηρίας και της πονηρίας, που διαπίστωσε και ο Χριστός στο πρόσωπο του δούλου της παραβολής των ταλάντων, που απεδείχθη πονηρός και οκνηρός, επειδή απέφυγε να ενεργοποιήσει και να αυξήσει το τάλαντό του θάβοντάς το στη γη, σε αντίθεση προς τους άλλους που διπλασίασαν την απόδοση των ταλάντων που τους εμπιστεύθηκε ο εργοδότης, ακολουθώντας τους κανόνες της κοινωφέλειας αντί εκείνων της φιλαυτίας και της αδιαφορίας για τον πλησίον.
Η μεγάλη σημασία όλων αυτών για την πνευματική κυρίως ζωή φαίνεται από το γεγονός ότι αποτελούν την κεντρική ιδέα του όρθρου της Μ. Τρίτης, με αναφορά στην παραβολή των δέκα παρθένων σε συνδυασμό προς την παραβολή των ταλάντων. Κοινός παρονομαστής και των δύο η κακία της ραθυμίας από τη μια πλευρά και η ανάνηψη και η φιλόπονη εργασία των ταλάντων από την άλλη. Ο ράθυμος καλείται να πολεμήσει την φαντασία των άκαιρων και αφελών κοσμικών μεριμνών, να εγκαταλείψει την ενασχόληση με τα ρέοντα, τον ρεμβασμό στον καιρό της εργασίας, τον νυσταγμό της ψυχής, να αποφύγει την απόκρυψη του τάλαντος, και να προχωρήσει, με την βοήθεια της Χάριτος, στον πολλαπλασιασμό και πλεονασμό του χαρίσματος, δηλαδή του δανείου, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, σκορπώντας τον πλούτο στους φτωχούς και πένητες, ως καλός και πιστός οικονόμος της Χάριτος.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερός ο αντικοινοτικός και αντικοινωνικός χαρακτήρας της αργίας. Έτσι εξηγείται και η αφοριστική ρήση του Απ. Παύλου ότι, όποιος δεν εργάζεται δεν πρέπει και να σιτίζεται (Β΄ Θεσ. 3,10), και μάλιστα σε βάρος των άλλων, ζητιανεύοντας τα προς το ζην. Η δε αντικοινωνικότητα της αργίας δεν περιορίζεται μόνο στην άρνηση εξυπηρέτησης των αναγκών του πλησίον αλλά και στην προσβολή της αξιοπρέπειάς του. Οι αργόσχολοι, γράφει ο Παύλος, αντί να φροντίζουν τους άλλους εργαζόμενοι περιορίζονται στο να τους περιεργάζονται και να τους κατακρίνουν (Β΄ Θεσ. 3, 11).
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της αργίας δεν εντοπίζεται τόσο στην απόλυτη κυριαρχία της όσο στα διαλείμματά της. Η υπόθεση μοιάζει λιγάκι με όσα γράφονται στην Αποκάλυψη για την χλιαρότητα, όταν το Άγιο πνεύμα διαπιστώνει ότι ο επίσκοπος Λαοδικείας δεν είναι ούτε ψυχρός ούτε ζεστός αλλά χλιαρός, δηλαδή αργός, γι’ αυτό και είναι αποβλητέος (Απ. 3, 15-16). Γιατί είναι ευκολότερη η επανόρθωση κάποιου που χρονίζει στη αδράνεια και την ραθυμία από αυτόν που επαναπαύεται αυτάρεσκα στα ενδιάμεσα. Τα αρνητικά αποτελέσματα μιας τέτοιας πρακτικής τα καταγράφει παραστατικότατα τόσο ο Αίσωπος με τον μύθο για τον λαγό και την χελώνα όσο και ο Θεάνθρωπος με την παραβολή των δέκα παρθένων. Η χελώνα, παρόλο που είναι αργή και φαινομενικά λιγότερο ικανή, κερδίζει τον αγώνα εναντίον του λαγού, ο οποίος τεμπελιάζει κατά τη διάρκεια του αγώνα. Αλλά και οι πέντε από τις δέκα παρθένες πιάστηκαν στον ύπνο, αφήνοντας σβηστά τα λυχνάρια τους, με αποτέλεσμα να μείνουν εκτός του νυμφώνος παρά το γεγονός ότι διέθεταν λυχνάρια και συνήθως τα είχαν αναμμένα.
Μετά από τα παραπάνω δικαιώνεται ο Κασσιανός ο Ρωμαίος που χαρακτηρίζει την αργία ως αταξία και δαιμονική αιχμαλωσία[4].
Πανθομολογούμενο αντίδοτο της αργίας είναι προφανώς η εργασία, πνευματική και υλική, αν και στην πατερική και ασκητική παράδοση μια τέτοια διάκριση είναι αδόκιμη, μια και όλες οι ενέργειες και δράσεις των ανθρώπων έχουν κατά βάση πνευματικό χαρακτήρα, αφού κατά τον Απόστολο Παύλο όλα πρέπει να γίνονται για τη δόξα του Θεού και φυσικά για την αγάπη των συνανθρώπων(Α΄Κορ. 10, 31).
Κατά το Μ. Βασίλειο ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται, επειδή ο Θεός δεν τον έπλασε αργό και ακίνητο αλλά ενεργό και δραστήριο στα καθήκοντά του και μάλιστα μετά τις συνέπειες της πτώσης του[5]. Εξάλλου η αρετή δεν κατορθώνεται μόνο με τις ασκήσεις της ψυχής αλλά και τους κόπους του σώματος, δηλαδή την εργασία[6]. Ο ίδιος καταδικάζει όλες τις προφάσεις, ακόμη και τις ευσεβοφανείς, για να παραμένει κάποιος αργός[7].
Τα ίδια γράφει και ο ιερός Χρυσόστομος: O άνθρωπος δεν μπορεί να παραμένει ήρεμος και ακίνητος. Ο Θεός τον έπλασε έμπρακτο ζώο, καθιστώντας φυσική την εργασία και αφύσικη την αργία[8]. Ο ίδιος μέμφεται όσους χρησιμοποιούν το λόγο του Χριστού για την αποφυγή μεριμνών για να μην εργάζονται, ενώ πρόκειται για την αποφυγή προσήλωσης στα βιοτικά πράγματα[9]. Ο συνδυασμός εργασίας και προσευχής που καθιερώθηκε στη μοναχική ζωή, και μάλιστα ως οδός και τρόπος σωτηρίας[10], είναι το χαρακτηριστικότερο δείγμα για την συμβατότητα ευσέβειας και εργατικότητας.
Η εργασία είναι λοιπόν υποχρεωτική και ο καθένας θα πρέπει να ασκεί με συνέπεια τη δική του εργασία, αυτή που ο Θεός του όρισε, όπως γράφει και ο Μ. Βασίλειος[11]. Ο καθένας θα πρέπει να εργάζεται με ζήλο, προθυμία, επιμέλεια και άοκνη σπουδή σαν να εποπτεύει ο Θεός, και να μη μεταπηδά από μια θέση σε μια άλλη, γιατί από τη φύση μας είμαστε ανίκανοι να φέρουμε σε αίσιο πέρας πολλά έργα ταυτόχρονα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε εκτός των άλλων και επιπολαιότητα[12]. Ο ίδιος μάλιστα προτρέπει η σωματική εργασία να συνοδεύεται και από εποικοδομητικό λόγο ως δείγμα της αγάπης προς αυτούς που υπηρετούνται, για να γίνει η διακονία ευπρόσδεκτη, αλλά και με τη σκέψη ότι στην ουσία υπηρετείται ο Χριστός. Γι’ αυτό το λόγο δεν έχει θέση η αμέλεια[13] αλλά ο ζήλος. Σε καμιά δε περίπτωση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται το ιδεώδες της ευσέβειας ως πρόφαση αργίας, ή μέσο αποφυγής κόπου, αλλά ως ευκαιρία άθλησης και περισσοτέρων κόπων. Αυτή η άσκηση μέσω της εργασίας δεν μας χρησιμεύει μόνο για τη νέκρωση του σώματος αλλά και για την αγάπη προς τον πλησίον, για να παρέχει ο Θεός μέσω ημών τα απαραίτητα στους άλλους[14].
Τελειώνοντας πρέπει να επισημάνουμε ότι η αργία ως αμαρτία δεν ταυτίζεται με την αργία ως διάλειμμα από την κοπιαστική και εξαντλητική εργασία διαχρονικά, κυρίως δε στη σύγχρονη εποχή του οικονομικού εξορθολογισμού της, εκτός και αν λειτουργεί ως αργία καλών, θεάρεστων και φιλάνθρωπων έργων, αργία δηλαδή της αγάπης, έχοντας κατά νουν ότι οι ημέρες αργίας παρέχουν την ευκαιρία, να κάνει αυτό που τον υπόλοιπο εργασιακό χρόνο ενδεχομένως δεν κάνει, να εργάζεται δηλαδή για τους άλλους και όχι για τον εαυτό του.