(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ο Καθηγούμενος του ιερού Κοινοβίου [της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρα] Ιωαννίκιος ασθενεί από καιρό. Στη βαρειά νόσο του πρώτος συμπαραστάτης του ο πατήρ Ιερώνυμος.
Ο Γέρων Δανιήλ από τα Κατουνάκια [νυν Άγιος Δανιήλ Κατουνακιώτης], ανάμεσα στ’ άλλα, γράφει στον Καθηγούμενο· «Δεν θέλω δε κρύψη και τας υπέρ του πατρός Ιερωνύμου αγαθάς υπαγορεύσεις της καρδίας μου, ας Σας διαβεβαιώ ότι ενδομύχως τρέφω, διότι διά της βίας και γενναιοψυχίας του τρέχει προς το άνω στάδιον, μη περιεργαζόμενος τας ασθενείας, ελλείψεις και υπερβολάς του ενός και του άλλου αλλά σηκώνει τον γλυκύ ζυγόν του Σωτήρος ημών Ιησού. Γενόμενος τύπος και υπογραμμός του Κοινοβιακού Πολιτεύματος και το δη ευχάριστον όπου τον εχάραξε η υμετέρα Πανοσιολογιότης παρήγορον και άλειπτον εις τας κατά καιρόν καταθλίψεις Σας. ῎Αξια θα ακούση εν καιρώ τω προσήκοντι, το ευ δούλε αγαθέ και πιστέ…».
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1919 ο πατήρ [ο Άγιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης] κλείνει τα μάτια και του δεύτερου Γέροντός του Ιωαννικίου. Έτσι μένει ορφανός πάλι από πνευματικό πατέρα.
Θα γράψη γι’ αυτόν· «Μας άφησεν ο Γέροντας και έφυγε. Όχι, δεν τον ελυπήθηκα διότι ήτο νέος, αλλά την φυσικήν μου λύπην ελυπήθηκα, επειδή ήτο πατήρ.
Αλλά και άλλο λύπην ελυπήθηκα, επειδή ήτο πατήρ. Αλλά και άλλο τόσον έχαιρεν η ψυχή και η καρδιά μου, ώστε όταν έκλειον τους οφθαλμούς του και τον εσαβάνωσα, είχον μίαν χαράν ωσάν να έβλεπον τον κουρασμένον μου πατέρα, ότι ξεκουράζεται από τους κόπους του, οι οποίοι, όσον περισσότερον θα έζη, τόσον θα τον εκούραζον…
Ο Γέροντας κοιμάται, έως να τον εξυπνήση ο Χριστός. Εννοείς;
Θα κοιμηθώμεν και ημείς όλοι αυτόν τον ύπνον, ήσυχα, αναπαυτικά, εις όμοιον κρεββάτι, χωρίς να ενοχλήση τίποτε τον ύπνον μας αυτόν, έως οπού η σάλπιγξ του Αγγέλου του Κυρίου θα φωνάξη: Ξυπνάτε, ξυπνάτε, η ώρα έφθασεν, ο βασιλεύς μας προσκαλεί.
Ω! ποία ώρα δι’ εμέ θα είναι τότε; Δεν γνωρίζω.
Θα τρέχουν του Κυρίου οι αξιωματικοί και στρατηγοί, οι Άγγελοι και οι Αρχάγγελοι να βάλουν όλους εις την τάξιν των. Οι Άγιοι θα λάμπουν, όπως λάμπει ο ήλιος, όλοι χαρά και ωραιότης, όλοι γλυκασμός, όλοι τερπνότης…
Κατευωδώσαμεν τον Γέροντα να κοιμηθή, αναπαυμένος ήσυχα εις το κρεββάτι του θανάτου. Αυτός δε, καθώς και όλοι οι νεκροί, φωνάζει εκ του μνήματός του: Αυτόν τον ύπνον όλοι θα τον κοιμηθήτε – ετοιμασθήτε ν’ αναπαυθήτε ήσυχα…
Σας φαίνεται νέος ο Γέροντας και ελυπήθητε; Όχι δεν ήτο νέος, διότι, πολιά έστι φρόνησις ανθρώποις.
Και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος, διότι ο Θεός δεν παίρνει άνθρωπον πριν φθάση ο καιρός του. Ούτε ο γεωργός τρυγά, ούτε θερίζει πριν να φθάσουν οι καρποί…».
Ο Γέροντας ήταν 52 ετών και κοιμήθηκε μετά από βαρειά ασθένεια. Η τελευταία του επιθυμία ήταν ν’ ανάλάβη την ηγουμενία το αγαπητό του και άξιο τέκνο, ο π. Ιερώνυμος. Η ασκητική του ζωή τον έκανε δεκτικό της χάρης του Θεού. Πρόωρα γερασμένος από τη «διηνεκή της σαρκός βία» έδινε την εντύπωση γέροντος παρά τ’ ότι ήταν 49 ετών.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, «Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, ο Γέρων της «Αναλήψεως», έκδοση Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρα, Άγιον Όρος.