(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
«Λόγος εις την Τετραήμερον έγερσιν του Λάζάρου»
Από τον «Θησαυρό» Δαμασκηνού Υποδιακόνου του Στουδίτου, μετέπειτα Επισκόπου Λιτής και Ρεντίνης και έπειτα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, γλωσσικά διεσκευασμένος.*
Φανερόν είναι, ευλογημένοι Χριστανοί, διά ποίαν αιτίαν συνήχθητε σήμερον εις την Εκκλησίαν, πλην και εγώ να είπω. Λάζαρος ο φίλος του Χριστού, αυτός μας εκάλεσε σήμερον να εορτάσωμεν, μάλλον δε η έγερσίς του αυτή συνήγαγεν ημάς, διά να ίδωμεν μυστήριον και θαύμα Θεού.
Να ίδωμεν ότι τετραήμερος νεκρός ανεστήθη· ότι βρωμισμένος και διαλελυμένος νεκρός, ζων παρευθύς εφάνη· ότι ενικήθη ο θάνατος, ότι δεν ημπόρεσεν ο άδης να κρατήση τον νεκρόν, αλλά παρευθύς με τον λόγον του Χριστού εξήλθεν εκείνος ως ήτο και πρότερον ζων και υγιής, ότι και ο Κύριος σήμερον εφάνη Θεός από τα έργα Του· ότι εγνώρισεν ο άδης, μάλλον δε ο διάβολος, ότι μέλλει να κινδυνεύση εις ολίγας ημέρας. Διά τούτο συνήχθημεν ενταύθα, διά τούτο συνηθροίσθημεν.
Όθεν ας προσκαρτερήσωμεν [ας περιμένουμεν] ολίγον, διά να ακούσωμεν και το πώς ανεστήθη ο Λάζαρος, ίνα λάβωμεν και τέλειον τον μισθόν μας εκ Θεού. Ακούσατε λοιπόν την διήγησιν και την εξήγησιν της σήμερον αναγνωσθείσης περικοπής του κατά Ιωάννην ιερού Ευαγγελίου.
«Ην δε τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας, εκ της κώμης Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής. Ην δε Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού ταίς θριξίν αυτής, ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένει» (Ιωάν. ια’ 1-2).

Ήτο, λέγει, άνθρωπός τις, Λάζαρος ονόματι, από την Βηθανίαν, από την οποίαν ήτο η Μαρία και η Μάρθα η αδελφή της. Η Μαρία δε ήτο εκείνη, ήτις ήλειψε τον Χριστόν με μύρον και εσφόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της τους πόδας Του. Αυτής ο αδελφός Λάζαρος ησθένησε.
Πότε δε η Μαρία ήλειψε τον Χριστόν με μύρον, το λέγει ο Ευαγγελιστής εις το επόμενον δωδέκατον κεφάλαιον. Διατί δε το λέγει; Διά να δείξη την αγάπην και την πίστιν, την οποίαν είχεν αύτη εις τον Χριστόν· τον ήλειψε δε εκεί εις την Βηθανίαν, ως το λέγει εις το αυτό κεφάλαιον ο αυτός Ευαγγελιστής λέγων· «Η ουν Μαρία λαβούσα λίτραν μύρου» (Ιωάν. ιβ’ 3) και τα λοιπά. Φαίνεται δε, ότι μετά την ανάστασιν του Λαζάρου ήλειψεν η Μαρία τον Χριστόν με το μύρον εις τον οίκόν της.
Τίνος δε ένεκεν δεν λέγει ο Ευαγγελιστής, μόνον η Μαρία, αλλά λέγει η Μαρία, η αλείψασα τον Χριστόν με μύρον; Διασαφηνίζει τούτο διά να μη νομίση τις, ότι δι’ άλλην Μαρίαν ομιλεί, διά την Μαγδαληνήν, φερ’ ειπείν, η άλλην τινά. Αυτής λοιπόν της Μαρίας ο αδελφός ησθένησε. Και τι είχεν; Ασφαλώς φυσικήν ασθένειαν των ανθρώπων.
Διότι απ’ αρχής ο άνθρωπος με ασθενείας και κόπους και θλίψεις επροστάχθη να διέρχεται την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή δε και αυτός ο Λάζαρος από της γης ήτο και πάλιν εις την γην έμελλε να καταντήση, διά τούτο ησθένησε, διότι ανάγκη ήτο να αποθάνη ως άνθρωπος.
«Απέστειλαν ουν αι αδελφαί προς αυτόν λέγουσαι· Κύριε, ίδε, ον φιλείς, ασθενεί. Ακούσας δε ο Ιησούς είπεν· Αύτη η ασθένεια ουκ έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο Υιός του Θεού δι’ αυτής. Ηγάπα δε ο Ιησούς την Μαρίαν και τον αδελφόν αυτής και τον Λάζαρον» (αυτ. 3-5).
Αφού λοιπόν ησθένησεν ο Λάζαρος, απέστειλαν αι αδελφαί του ανθρώπους προς τον Χριστόν και του είπον· «Κύριε, αυτός, τον οποίον αγαπάς, ήτοι ο Λάζαρος, ασθενεί». Απεκρίθη προς αυτούς ο Κύριος· «Αύτη η ασθένεια δεν είναι διά θάνατον, αλλά διά την δόξαν του Θεού, διά να δοξασθή ο Υιός του Θεού δι’ αυτής». Ο Χριστός δε ηγάπα, λέγει, την Μάρθαν και την Μαρίαν, την αδελφήν της, και τον Λάζαρον.
Διατί δε δεν επήγαν μόναι των, αλλά έστειλαν ανθρώπους; Αφ’ ενός μεν διότι δεν έπρεπε να αφήσουν μόνον τον ασθενή· αφ’ ετέρου δε διότι είχον παρρησίαν προς τον Χριστόν και διά τούτο του διεμήνυσαν με θάρρος. Διατί δε είπον οι απεσταλμένοι· «Κύριε, αυτός, τον οποίον αγαπάς, ασθενεί» και δεν είπον, ότι ο Λάζαρος ασθενεί; Ούτως είπον εννοούντες ότι, αυτός, όστις σε αγαπά και διά τούτο τον αγαπάς και συ, αυτός είναι ασθενής. Εφ’ όσον δε έχεις κάμει τόσας θεραπείας εις τους ξένους, πρέπει να κάμης και εις τον φίλον σου το καλόν.
Λέγει ο Κύριος· «Αύτη η ασθένεια δεν είναι διά θάνατον».
Δεν είναι διά θάνατον; Αλλά τότε πως απέθανε και έμεινε τέσσαρας ημέρας εις τον τάφον; Μήπως ομοιάζει τούτο με το ότι δεν απέθανεν, αλλά κατά φαντασίαν τον έθαψαν ως νεκρόν; Δεν είναι διά θάνατον; Αλλά πώς είπε κατόπιν, ότι ο Λάζαρος ο φίλος ημών απέθανεν;
Είπες, ότι δεν είναι διά θάνατον! Αλλά όταν αποθάνη, πώς θα σε πιστεύσουν, αφού ήκουσαν τον λόγον αυτόν από το στόμα σου; Δεν είναι διά θάνατον; Αλλά πώς τον ανέστησες, αφού δεν ήτο αποθαμμένος; Πώς εζήτησες τον τάφον του, αφού δεν ήτο ενταφιασμένος;
Με τούτο θέλει να είπη ο Χριστός, ότι δεν είναι διά θάνατον παντοτινόν, αλλά μόνον διά τέσσαρας ημέρας θα είναι ο θάνατός του και διά να φανερωθή η δύναμις του Θεού.
Μήπως όμως διά να φανερωθή η δύναμις του Θεού απέθανεν ο Λάζαρος; Όχι· αλλ’ απέθανεν από ασθένειαν, η δε δύναμις του Θεού εφανερώθη, διότι ανεστήθη. Διατί δε λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι ηγάπα ο Χριστός τον Λάζαρον; Διά να ακουσης και να μάθης, ότι και οι φίλοι του Θεού ασθενούν σωματικά, καθώς το λέγει και ο σοφός Σολομών· «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει· μαστιγοί δε πάντα υιόν, ον παραδέχεται» (Παρ. γ’ 12).
Συνεχίζεται
* Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τριωδίου, τόμος 13ος.