Γιατί ο Χριστός ονόμασε τον θάνατο του Αγίου Λαζάρου κοίμηση;

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

«Λόγος εις την Τετραήμερον έγερσιν του Λάζάρου»
Από τον «Θησαυρό» Δαμασκηνού Υποδιακόνου του Στουδίτου, μετέπειτα Επισκόπου Λιτής και Ρεντίνης και έπειτα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, γλωσσικά διεσκευασμένος.*

Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/04/damaskinos-as-proskarterisoume-gia-na-akousoume-pos-anestithi-o-lazaros-gia-na-lavoume-kai-teleio-ton-mistho-mas-ek-theou/?preview_id=201455&preview_nonce=602f82fa46&_thumbnail_id=192767&preview=true

Επειδή λοιπόν είναι φίλοι του Θεού, θέλεις διά τούτο να μη ασθενούν; Όχι. Μάλιστα αυτοί πρέπει να ασθενούν περισσότερον, διότι η ασθένεια του σώματος είναι δοκιμασία της ψυχής. Διά τούτο και ο Προφήτης Δαβίδ παρεκάλει και έλεγε· «Δοκίμασόν με, Κύριε, και πείρασόν με» (Ψαλμ. κε’ 2). Αλλ’ ας έλθωμεν εις την συνέχειαν του Ευαγγελίου.

«Ως ουν ήκουσεν, ότι ασθενεί, τότε μεν έμεινεν εν ω ην τόπω δύο ημέρας» (αυτ. 6).

Ως ήκουσεν ο Κύριος, ότι ο Λάζαρος ασθενεί, τότε μεν παρέμεινεν εκεί όπου ήτο επί δύο εισέτι ημέρας. Πού ήτο ο Χριστός και που απέμεινε πάλιν; Τούτο το λέγει ο Ευαγγελιστής εις το προηγούμενον δέκατον κεφάλαιον, ότι δηλαδή οι Ιουδαίοι εζήτουν αυτόν, ήτοι τον Χριστόν, να τον συλλάβουν «και εξήλθεν εκ της χειρός αυτών και απήλθε πάλιν πέραν του Ιορδάνου εις τον τόπον, όπου ην Ιωάννης το πρώτον βαπτίζων και έμεινεν εκεί» (αυτ. ι’ 39-40).

Ήτοι οι Εβραίοι, ως φθονεροί, όπου ήσαν, εζήτουν τον Χριστόν να τον φονεύσουν, αυτός δε έφυγεν από τας χείρας των και επέρασεν αντίπεραν του Ιορδάνου ποταμού, εκεί δε όπου ήτο εγνώριζε, ότι θέλει αποθάνει ο Λάζαρος. Όθεν εκεί παρέμεινε τας δύο ημέρας εκείνας διά να ταφή ο Λάζαρος και ούτω να γίνη θαυμαστότερον το θαύμα. Διότι, αν ήθελε τον ιατρεύσει ησθενημένον, ολίγον ήθελε θαυμαστωθή· ότε δε τον ανέστησεν αποθαμμένον, εφάνη και περισσότερον δυνάστης και βασιλεύς του θανάτου.

Διατί δε δεν επήγε πριν παρέλθουν τέσσαρες ημέραι; Διά να φανή, ότι αν και εις τα τέσσαρα στοιχεία διαλυθή το σώμα του ανθρώπου, αλλά πάλιν ο Θεός δύναται να το συναρμόση εις εν, όπως και τον Λάζαρον.

«Έπειτα μετά τούτο λέγει τοις Μαθηταίς· Άγωμεν εις την Ιουδαίαν πάλιν. Λέγουσιν αυτώ οι Μαθηταί· Ραββί, νυν εζήτουν Σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι, και πάλιν υπάγεις εκεί; Απεκρίθη ο Ιησούς. Ουχί δώδεκά εισιν ώραι της ημέρας; Εάν τις περιπατή εν τη ημέρα ου προσκόπτει, ότι το φως του κόσμου τούτου βλέπει. Εάν δε τις περιπατή εν τη νυκτί, προσκόπτει· ότι το φως ουκ έστιν εν αυτώ» (αυτ. 7-10).

Μετά ταύτα λέγει ο Κύριος προς τους Μαθητάς του· «Ελάτε να υπάγωμεν εις την Ιουδαίαν». Λέγουσι προς αυτόν οι μαθηταί του· «Διδάσκαλε, τώρα Σε εζήτουν οι Ιουδαίοι να Σε λιθοβολήσουν και πάλιν υπάγεις εκεί;». Διά ποίαν αιτίαν εζήτουν οι Ιουδαίοι να λιθοβολήσουν τον Χριστόν;

Το λέγει ο αυτός Ευαγγελιστής εις το προηγούμενον δέκατον κεφάλαιον, εις το οποίον γράφει ούτω· «Εγένετο δε τα εγκαίνια εν τοις Ιεροσολύμοις και χειμών ην. Και περιεπάτει ο Ιησούς εν τω Ιερώ εν τη στοά του Σολομώντος. Εκύκλωσαν ουν αυτόν οι Ιουδαίοι και έλεγον αυτώ. Έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις; Ει συ ει ο Χριστός, ειπέ ημίν παρρησία. Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς. Είπον υμίν και ου πιστεύετε· τα έργα α εγώ ποιώ εν τω ονόματι του Πατρός μου, ταύτα μαρτυρεί περί εμού. Αλλ’ υμείς ου πιστεύετε, ου γαρ εστε εκ των προβάτων των εμών, καθώς είπον υμίν… Εβάστασαν ούν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι, ίνα λιθάσωσιν αυτόν» (Ιωάν. ι’ 22-31).

Ακούεις διατί ήθελαν να τον λιθοβολήσουν; Διότι τον ηρώτησαν, λέγοντες· «Ειπέ μας, Συ είσαι ο Χριστός;». Εκείνος δε απεκρίθη προς αυτούς. «Τα έργα, τα οποία κάμνω, αυτά μαρτυρούν, εάν είμαι εγώ ο Χριστός». Ως ήκουσαν τούτο εκείνοι, επήραν πέτρας να τον λιθοβολήσουν.

Πότε δε έγινεν αυτό; Μόλις προ τριών ημερών. Διά τούτο λέγουν οι μαθηταί· «Ραββί, το οποίον σημαίνει Διδάσκαλε, τώρα, προ ολίγου, ήθελαν να σε λιθοβολήσουν εις την Ιουδαίαν και πάλιν θέλεις να υπάγης εκεί; Μήπως τον θάνατόν Σου ζητείς; Μήπως αγαπάς να φονευθής και διά τούτο θέλεις να υπάγης πάλιν εκεί». Λέγει ο Χριστός· «Η ημέρα δεν έχει δώδεκα ώρας;».

Ιησούς Χριστός. Ψηφιδωτό, Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολη.

Και πώς λέγεις, Χριστέ, ότι η ημέρα έχει δώδεκα ώρας, αφού άλλαι ημέραι έχουν εννέα ώρας, άλλαι δέκα, άλλαι ένδεκα, άλλαι δεκατρείς και άλλαι δεκατέσσαρας; Πώς είπεν ο Χριστός, ότι δώδεκα ώραι είναι της ημέρας; Τούτο δεν το είπεν ο Χριστός διά τας ημέρας όλου του χρόνου, αλλά διά τας ημέρας του μηνός εκείνου, όστις ήτο τότε, δι’ εκείνας το έλεγεν. Τότε δε, εις τας ημέρας εκείνας, ήτο Μάρτιος, όστις έχει δώδεκα ώρας η ημέρα και δώδεκα η νύκτα. Θέλεις να διαπιστώσης και την αλήθειαν, ότι ο Μάρτιος, ήτο τότε; Άκουσον.

Οι Εβραίοι τότε είχον το Πάσχα των εις τας εικοσιτέσσαρας του Μαρτίου· ο δε Χριστός είπε τον λόγον αυτόν δέκα ημέρας πρωτύτερα. Ώστε λοιπόν Μάρτιος ήτο τότε· διά τούτο και έλεγε, δεν είναι δώδεκα ώραι της ημέρας; Όστις περιπατεί την ημέραν, δεν σκοντάπτει, ότι βλέπει το φως του ηλίου· όστις δε περιπατεί κατά την νύκτα, εκείνος σκοντάπτει, διότι δεν του φέγγει ο ήλιος.

Ήτοι, θέλει να είπη ο Χριστός προς τους Μαθητάς του· «Μαθηταί μου, εάν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι το αληθινόν φως, δεν φοβείσθε να σκοντάψετε από πειρασμούς δαιμόνων ή ανθρώπων. Εάν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι ο Θεός, δεν φοβείσθε να πάθετε κακόν, έστω και αν εις την Ιουδαίαν υπάγωμεν. Εάν δε έχετε δυσπιστίαν εις εμέ, τότε ως να περιπατήτε κατά την νύκτα, ούτω θέλετε σκοντάπτει, ούτω θέλετε πειράζεσθε από τους εχθρούς σας, ως να μη είχετε κανένα, ούτε εμέ βοηθόν σας».

«Ταύτα είπε και μετά τούτο λέγει αυτοίς· Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται· αλλά πορεύομαι, ίνα εξυπνήσω αυτόν. Είπον ούν οι Μαθηταί αυτού· Κύριε, ει κεκοίμηται, σωθήσεται. Ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού· εκείνοι δε έδοξαν, ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει» (αυτ. 11-13).

Αφού είπεν ο Κύριος εις τους Μαθητάς του, ότι δώδεκα ώρας είναι η ημέρα, λέγει είτα προς αυτούς· «Ο Λάζαρος, ο φίλος μας, εκοιμήθη και πηγαίνω να τον εξυπνήσω». Λέγουσιν οι Μαθηταί προς αυτόν· «Κύριε, αν έπεσε να κοιμηθή, πάλιν θέλει σηκωθή». Εδώ ο Ευαγγελιστής εξηγεί ο ίδιος την σημασίαν αυτήν και λέγει, ότι ο Χριστός τους είπε διά τον θάνατον, εκείνοι δε ενόμισαν, ότι διά τον ύπνον τους λέγει.

Και διατί δεν τους είπε φανερά, ότι ο Λάζαρος απέθανεν, αλλά εκοιμήθη; Διότι ο Λάζαρος δεν έκαμε πολλάς ημέρας εις τον τάφον, αλλά μόνον τέσσαρας ημέρας, έπειτα τον ανέστησεν ο Χριστός. Θέλω λοιπόν να είπω, ότι επειδή δεν ήτο διά πολύν χρόνον ο θάνατος του Λαζάρου, διά τούτο ωνόμασεν ο Χριστός τον τοιούτον θάνατον κοίμησιν, αλλά και διότι η θεία Γραφή διά τους αμαρτωλούς και ασεβείς λέγει, ότι απέθαναν, επειδή υπάγουσιν εις την αιώνιον κόλασιν, επειδή υπάγουσιν εις βάσανα και εις τιμωρίας.

Διά δε τους δικαίους λέγει, ότι εκοιμήθησαν, επειδή υπάγουσιν εις την Βασιλείαν των ουρανών, επειδή υπάγουσιν εις ατελεύτητον ανάπαυσιν. Διά τούτο λοιπόν ο Χριστός κοίμησιν ωνόμασε τον θάνατον του δικαίου Λαζάρου.

Συνεχίζεται

* Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τριωδίου, τόμος 13ος.