(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Δεν παρήλθε χρόνος πολύς, ότε ευρών [ο Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος] τον Άγιον Γρηγόριον τον Δεκαπολίτην [στην Θεσσαλονίκη], άνδρα άγιον και ελλόγιμον, εταξίδευσε μετ’ αυτού εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου επί τι διάστημα παρέμειναν αμφότεροι έγκλειστοι εις τον Ναόν του Αγίου Ιερομάρτυρος Αντύπα.
Εκεί ο Όσιος Ιωσήφ παρέμεινε αγωνιζόμενος με σκληραγωγίας και άλλας κακουχίας του σώματος.
Επειδή δε εβλάστησεν η Χριστομάχος αίρεσις των εικονομάχων, διά τούτο παρακινηθείς υπό τινων ευσεβών ανεχώρησε κατά το έτος ωμα’ (841) διά την Ρώμην.
Εν’ ω δε επορεύετο προς αυτήν, απήντησαν αυτόν πειρατικά πλοιάρια Κρητών [Αράβων που έμεναν στην Κρήτη], οίτινες οδηγήσαντες τον Όσιον αιχμάλωτον εις την Κρήτην, τον έρριψαν εις την φυλακήν, εις αυτήν δε ευρισκόμενος ο Άγιος εδίδασκε πάντοτε τους προς αυτόν ερχομένους καθοδηγών αυτούς εις την οδόν της σωτηρίας και της αρετής και διά των ψυχωφελών λόγων του πολλούς ελύτρωσεν από τας χείρας του διαβόλου.
Εκεί ευρισκόμενος εφάνη εις αυτόν ιεροπρεπής τις και σεβάσμιος ανήρ, όστις ήτο ο Μέγας Νικόλαος και λέγει προς αυτόν· «Εγώ είμαι από τα Μύρα της Λυκίας, ήλθον δε προς σε, διά να σου δώσω την κεφαλίδα ταύτην (είδος χάρτου). Όθεν λάβε αυτήν και ανάγνωθι».
Λαβών δε αυτόν ο Άγιος εν τω άμα ανεγίνωσκε τον χάρτην και έψαλλε συγχρόνως ταύτα· «Τάχυνον ο οικτίρμων και σπεύσον ως ελεήμων εις την βοήθειαν ημών, ότι δύνασαι βουλόμενος».
Το δε νοούμενον του ασματος τούτου, ω του θαύματος! ευθύς το πρωΐ έργον εγένετο, διότι αποθανόντος τότε του αρχηγού της εικονομαχίας Θεοφίλου, επανήλθε πάλιν η του Χριστού Εκκλησία εις τον στολισμόν και την μεγαλοπρέπειαν των σεπτών και αγίων Εικόνων, οι δε εξόριστοι Πατέρες, ανακληθέντες από της εξορίας, επέστρεψαν εις τας Μονάς των.
Τότε λοιπόν και ο Όσιος ούτος Ιωσήφ, ελευθερωθείς από την εν Κρήτη φυλακήν, ανήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν κατά το έτος ωμβ’ (842).
Ο Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος τιμάται στις 3 Απριλίου.
Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος, δ’.