Θα προσπαθήσω να σχολιάσω ένα ανθρώπινο πάθος που το έχω παρατηρήσει εδώ και καιρό. Είναι η έπαρση, η υπερηφάνεια που εκδηλώνουν πολλοί συνάνθρωποί μου, πράγμα που ενοχλεί τους γύρω τους και δυσκολεύει τις μεταξύ τους σχέσεις.
Για παράδειγμα ο υπερήφανος είναι σίγουρος ότι οι άλλοι δεν ξέρουν ένα θέμα τόσο καλά όσο ο ίδιος κι αυτό του δίνει, θεωρεί, κάποιο πλεονέκτημα και μια υπεροψία, ένα λανθασμένο φούσκωμα, οπότε δεν δέχεται να του προβάλλουν καμιά αντίθετη άποψη. Όμως έτσι καταντάει να είναι αλαζονικός, σκληρός και τελικά φαίνεται μικρονοϊκός στους ανθρώπους με τους οποίους συζητάει. Αντί, δηλαδή, να φανεί σπουδαίος, όπως επιδιώκει, πετυχαίνει το αντίθετο και χάνει την εκτίμηση των συνομιλητών του.
Γενικά, όσοι έχουν έπαρση μοιάζουν να είναι ασυνεννόητοι, άνθρωποι που έχουν πάντα δίκιο στις απόψεις τους και πρέπει μόνον να τους επαινείς για τις γνώμες και τις ενέργειές τους, είτε συμφωνείς και, πολύ περισσότερο, είτε διαφωνείς μαζί τους. Έτσι όμως γίνονται ακατάλληλοι για διάλογο, έστω και μόνο σχετικά με μία γνώμη. Όλοι αυτοί που λόγω της έπαρσής τους σε εμποδίζουν να εκφράσεις τις αντιρρήσεις σου, τελικά δεν λειτουργούν καν δημοκρατικά.
Κάποτε η υπερηφάνεια γίνεται φανερή ακόμη και στη στάση του σώματος και στο ύφος. Ο επηρμένος κορδώνεται και περπατάει καμαρωτός, γι αυτό και ο λαός τον ονομάζει ψηλομύτη. Αφού θεωρεί όλους τους άλλους κατώτερούς του, τους βλέπει αφ’ υψηλού.
Όλοι έχουμε κάποιο βαθμό έπαρσης, όμως νομίζω πως ο υπερβολικά υπερήφανος είναι αξιολύπητος. Η έπαρση και ο εγωισμός του τον απομονώνουν από τους άλλους. Κάνει συνεχή αγώνα να επιβληθεί και να αρέσει, αλλά είναι ανίκανος να δημιουργήσει πραγματικές σχέσεις, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Αυτό που μας λέει ο Χριστός ότι ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ίσως αφορά και αυτή την πραγματικότητα της ουσιαστικής μοναξιάς του.