Πεμπτουσία

Ηλία Μηνιάτη: Η χαρά της Αναστάσεως

«Εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον», (Ιωάν. Κ΄20). Συγχαίρω και εγώ μετ΄εσάς, ώ θείοι μαθηταί του αναστάντος Δεσπότου. Μάλιστα συγχαίρουσι μετ΄εσάς όλοι οι χριστοφόροι λαοί, που είδον τέλος πάντων το αγλαόν φως της λαμπροφόρου Κυριακής της Αναστάσεως.

Χαίρει άνωθεν η τρισόλβιος πόλις και περιτριγυρίζοντες τον θρόνον του Βασιλέως των δυνάμεων ψάλλουσι τον επινίκιον ύμνον οι άγγελοι της ειρήνης. Χαίρει κάτωθεν ο ίδιος ο Άδης και όλος αστράφτει εις την λαμπράν παρουσίαν του ανατείλαντος Ηλίου της Δόξης, όπου φέρει ανέσπερον ημέραν ζωής προς τους λυπημένους προπάτορας. Χαίρει λαμπροφορούσα  και η Νύμφη του Χριστού Εκκλησία και τον εκ τάφου ως παστάδος προελθόντα θείον Νυμφίον ευφραινομένη ασπάζεται.

Ήλλαξεν όψιν ο Γολγοθάς και εκεί, όπου ήτο αξιοθρηνήτου τραγωδίας φοβερωτάτη σκηνή, έγινε παγκοσμίου ευφροσύνης ευκλεέστατον θέατρον. Ο Σταυρός, η Λόγχη, ο ακάνθινος Στέφανος, όργανα σκληρότατα των φρικτών παθημάτων, θεοπρεπώς ευκοσμούσι τον θρίαμβον του θείου Νικητού. Ο Τάφος, άχαρι κατοικητήριον της πρώην φθοράς, εφάνη ζωηφόρος θάλαμος αφθαρσίας. Και αι πληγαί, πρόξενοι θανατηφόρου νεκρώσεως, έγιναν πηγαί αθανάτου ζωής.

«Εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον». Ας συγχαρώμεν και ημείς, ώ λαμπροφόροι ακροαταί και ας θαυμάσωμεν σήμερον της ενδόξου Αναστάσεως του Χριστού την θεόσδοτον χάριν. Ανέστη Χριστός και ενεκρώθη ο Θάνατος. Ανέστη Χριστός και ελύθη η φθορά. Ανέστη Χριστός και ανέτειλεν αθανασία. Ανέστη Χριστός και πάλιν ηνέωκται ο Παράδεισος.

Πού σου, Θάνατε το κέντρον; Πού σου, Άδη, το νίκος; Ημείς πίπτομεν ως θνητοί, μα αναστενόμεθα ως αθάνατοι. Ημείς κλειόμεθα εις την φυλακήν σκοτεινού μνήματος, μα εκεί φθάνει να μας ζωογονήση της Δεσποτικής Αναστάσεως το μακάριον φως. Ημείς αναμένομεν θάνατον, μα ημείς προσδοκώμεν την ζωήν αθάνατον, της οποίας αρραβώνα μας έδωσεν η Ανάστασις του Σωτήρος.

Χριστός ανέστη. Το έργον ετελείωσα ό δέδωκάς μοι, ίνα ποιήσω, ώ περίβλεπετε και εκλαμπροτάτη πολιτεία του περιφήμου Ναυπλίου και του Άργους. Λοιπόν απόκειταί μοι το της ευχαριστίας χρέος. Ευχαριστώ πρώτον δια το πρώτον κάλεσμα έως τώρα. Ευχαριστώ δια την εύνοιαν της καρδίας, δια την συνδρομήν της ακροάσεως. Ευχαριστώ δια την υπομονήν και ας είπω δια την ευχαρίστησιν, με την οποίαν ηκούετε πάντα τα ευτελέστατα λόγια μου. Μα επειδή δεν φθάνει η δια λόγου ευχαριστία, κράζω συμβοηθόν την επιστασίαν της Θείας Χάριτος.

-Ύψιστε θριαμβευτά του θανάτου. Αιώνιε Νυμφίε των ψυχών ημών. Θειότατε Ιησού. Εις εσέ στρέφεται η γλώσσά μου. Εις εσέ αγρυπνεί το πνεύμα μου. Και εις εσέ αποθέτω τας ψυχάς των ποθητών τούτων ακροατών μου.

-Εκεί όπου εγώ έρριψα τον σπόρον της ευαγγελικής αληθείας σου, πέμψον την ομβροτοκίαν της θείας σου Χάριτος, δια να βλαστήση ο της σωτηρίας καρπός.

-Δέξαι, ώ θείε Λόγε, τους λόγους μου ως λογικήν θυσίαν, όπου εγώ προσφέρω εις δόξαν του αγίου σου ονόματος, εις σωτηρίαν της αμαρτωλής μου ψυχής και τούτου μου του ακροατηρίου.

-Εμφάνηθι νοερώς να μας ευφράνης με το φως της ενδόξου Αναστάσεως. Και αν εύρης τάχα κλεισμένας τας καρδίας μας, πέρασε όμως εκεί μέσα, καθώς επέρασες «κεκλεισμένων των θυρών» προς τους μαθητάς σου. Και έμπνευσον εκεί μέσα την χάριν του αγίου σου Πνεύματος και της θείας σου ειρήνης. Ειπέ άλλην μίαν φοράν προς ημάς

«Λάβετε Πνεύμα Άγιον». Και «Ειρήνη υμίν». Ίνα και ημείς χαρώμεν την χαράν, όπου «εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον».

(Λόγος εκφωνηθείς εν Ναυπλίω υπό Ηλία Μηνιάτη, εις την Κυριακήν της Αναστάσεως, το έτος 1714).