Και αν θέλης, Θωμά, να αποθάνης μετά του Χριστού, διατί έφυγες, ότε τον επρόδωσαν; Πού ήσουν τότε να αποθάνης με τον Χριστόν

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

«Λόγος εις την Τετραήμερον έγερσιν του Λάζάρου»
Από τον «Θησαυρό» Δαμασκηνού Υποδιακόνου του Στουδίτου, μετέπειτα Επισκόπου Λιτής και Ρεντίνης και έπειτα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, γλωσσικά διεσκευασμένος.*

Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/04/damaskinos-as-proskarterisoume-gia-na-akousoume-pos-anestithi-o-lazaros-gia-na-lavoume-kai-teleio-ton-mistho-mas-ek-theou/?preview_id=201455&preview_nonce=602f82fa46&_thumbnail_id=192767&previewatttttthhhhthooooo«Τότε ουν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία· Λάζαρος απέθανε, και χαίρω δι’ υμάς, ίνα πιστεύσητε, ότι ουκ ήμην εκεί· αλλ’ άγωμεν προς αυτόν» (αυτ. 14-15).

Επειδή οι Μαθηταί δεν ηννόησαν, τι τους έλεγεν ο Χριστός, όταν είπε «κεκοίμηται» τους λέγει και πάλιν· «Ο Λάζαρος απέθανε και χαίρω διά σας· δεν χαίρω διά τον θάνατον του φίλου μας Λαζάρου· δεν χαίρω διότι απέθανε, αλλά χαίρω διά σας, μαθηταί μου, διότι θέλετε ίδει θαύμα, διότι θέλετε ίδει την ανάστασίν του, ίνα πιστεύσητε, ότι εγώ είμαι Θεός· θέλετε ίδει, ότι με μίαν φωνήν θέλει αναστηθή, διά να πιστεύσητε, ότι εγώ θέλω αναστήσει και τον εαυτόν μου ότι θέλω αναστήσει τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους· ότι την ιδικήν μου φωνήν μέλλει να ακούσωσιν οι νεκροί και να εγερθούν από τους τάφους των. Διά σας χαίρω, μαθηταί μου, διότι θέλετε ίδει, ότι δεν θέλει δυνηθή ο τάφος να κρατήση τον Λάζαρον· θέλετε ίδει, ότι δεν δύναται ο θάνατος να εναντιωθή εις το πρόσταγμά μου· χαίρω διά σας, διά να πιστεύσητε, ότι δεν ήμουν εκεί και όμως εγνώρισα, ότι απέθανε».

Διατί όμως λέγει ο Χριστός, ότι δεν ήτο εκεί; Ο Θεός είναι απερίγραπτος, δεν υπάρχει τόπος εις τον οποίον να μη είναι παρών. Εις όλον τον κόσμον είναι και εις τον κόσμον δεν είναι, εις πάντα τόπον είναι και εις κανένα δεν είναι· τόπος δεν είναι, όστις να μην τον έχη· όπου τον ζητήσης, εκεί είναι· όπου τον θέλεις, εκεί τον ευρίσκεις. Εις όλον τον ουρανόν, εις όλην την γην, εις όλην την θάλασσαν, εις όλα τα κτίσματά του, εις πόλεις και εις χώρας και όπου και αν τον ζητήσης.

Πώς λοιπόν λέγει, ότι δεν ήμουν εκεί;

Λέγει τούτο, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήτο διπλούς μετά την σάρκωσιν, ήτοι είχε δύο φύσεις· ήτο τέλειος Θεός, ήτο και τέλειος άνθρωπος. Και του μεν Θεού ιδίωμα είναι το να ευρίσκεται εις πάντα τόπον, του δε ανθρώπου εις ένα και μόνον. Ο Χριστός λοιπόν, καθό μεν Θεός, ήτο εις πάντα τόπον, επομένως και εις την Βηθανίαν ήτο και εις το σπίτι του Λαζάρου· καθό δε άνθρωπος δεν ήτο εκεί, αλλά με τους μαθητάς του εις το πέραν του Ιορδάνου, καθώς προείπον.

Διά τούτο λοιπόν έλεγεν, ότι δεν ήμην εκεί· «Και χαίρω δι’ ημάς, ίνα πιστεύσητε, ότι ουκ ήμην εκεί» (ενθ’ ανωτ.). Η ερμηνεία του λόγου τούτου θέλει προσοχήν, διότι εάν σταματήσης εις το «εκεί» σημαίνει, ότι χαίρω διά σας μαθηταί μου, διά να πιστεύσητε, ότι δεν ήμουν εκεί. Τούτο όμως είναι απαράδεκτον, διότι εφ’ όσον ήτο μαζί με τους μαθητάς του, βεβαίως εγνώριζον εκείνοι, ότι ο Χριστός δεν ήτο εις Βηθανίαν.

Όθεν δεν υπήρχε περί τούτου καμμία αμφιβολία· είπε δε τούτο εννοών, ότι έχαιρε, διότι βλέποντες οι Μαθηταί ότι αφ’ ενός μεν και μακρόθεν εγνώρισε τον θάνατον του Λαζάρου, αφ’ ετέρου δε ότι και διά μόνου του λόγου του θα ήγειρε τούτον εκ νεκρών, θα επίστευον, ότι Κύριος είναι της ζωής και του θανάτου.

Τούτο δε αποδεικνύεται και από την συνέχειαν του λόγου, διότι δεν σταματά εις το «εκεί», αλλά προβαίνων ο λόγος λέγει· «Αλλ’ άγωμεν προς αυτόν»· δηλαδή ελάτε να υπάγωμεν προς αυτόν, διά να διαπιστώσητε την αλήθειαν.

Το δε «προς», το οποίον ευρίσκεται εις τας τελευταίας ταύτας λέξεις, το λέγομεν οι Έλληνες πρόθεσιν· διότι προτάσσεται άλλης λέξεως. Πρόθεσις επίσης είναι και το «εις»· αναλόγως δε της ιδιότητος της επομένης λέξεως τίθεται άλλοτε το προς και άλλοτε το εις. Όταν δηλαδή πρόκειται περί αψύχου τινός, τότε θέτομεν το εις, όπως λόγου χάριν, όταν λέγωμεν πηγαίνω εις την οικίαν, πηγαίνω εις την Εκκλησίαν, πηγαίνω εις την πόλιν· εις αυτά δεν ημπορούμεννά είπωμεν, πηγαίνω προς την οικίαν, πηγαίνω προς την Εκκλησίαν, πηγαίνω προς την πόλιν. Όταν δε πρόκειται περί εμψύχου τινός, τότε θέτομεν το «προς», όπως επί παραδείγματι πηγαίνω προς τον Πέτρον, πηγαίνω προς τον άνθρωπον, πηγαίνω προς τον Χριστόν.

Ούτω και εδώ ο Χριστός ως προς ζώντα ωμίλησεν, επειδή επρόκειτο να αναζωωθή. Διά τούτο είπεν· «Ελάτε να υπάγωμεν προς αυτόν», δηλαδή τον Λάζαρον. Έκτοτε δεν ετόλμησε πλέον κανείς να του είπη, όπως και πρωτύτερα του έλεγαν· «νυν εζήτουν σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι και πάλιν υπάγεις εκεί;». Δεν ετόλμησαν να του είπωσι τίποτε πλέον, διότι ήκουσαν από του στόματός Του, όπου φανερά τους είπε· «Ο Λάζαρος απέθανεν».

Επανεπαύθησαν λοιπόν εις τους λόγους του και φαίνεται, ότι αφ’ ενός μεν είπον μεταξύ των· «Αφού ούτος έχει τοσαύτην δύναμιν, ώστε και τον θάνατον του Λαζάρου εγνώρισε, δεν φοβούμεθα να πάθωμεν κακόν, όπου και αν υπάγωμεν μετ’ αυτού· εφόσον δε μάλιστα, όπως πιστεύομεν και όπως μας είπε, μέλλει να αναστήση τον νεκρόν, πόσω μάλλον να μη φυλάξη και ημάς από κίνδυνον;». Αφ ετέρου δε φαίνεται ότι επόνεσαν και αυτοί, όταν ήκουσαν, ότι απέθανεν ο Λάζαρος και επεθύμουν να υπάγωσι. Διά τούτο και μόνον ο Θωμάς απεκρίθη, καθώς ο θείος Ευαγγελιστής λέγει.

«Είπεν ούν Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, τοις συμμαθηταίς· Άγωμεν και ημείς, ίνα αποθάνωμεν μετ’ αυτού» (αυτ. 16).

Δίδυμος ελέγετο ο Θωμάς η διότι είχε τα δύο δάκτυλα ηνωμένα ή διότι ήτο δίδυμος με άλλον αδελφόν, ή διότι το όνομα Θωμάς, Ελληνιστί δίδυμος ερμηνεύεται. Φαίνεται δε θαυμαστός ο λόγος του Θωμά, διότι ο Θωμάς εξ αρχής εφαίνετο δειλός· πως λοιπόν τώρα αυτός μόνος από όλους λέγει· «Ελάτε να υπάγωμεν, να αποθάνωμεν και ημείς με αυτόν;». Και αν θέλης, Θωμά, να αποθάνης μετά του Χριστού, διατί έφυγες, ότε τον επρόδωσαν; Πού ήσουν τότε να αποθάνης με τον Χριστόν;

Διατί δεν τον ηκολούθησες και συ κατά πόδας, όπως ο Πέτρος; Να αποθάνης θέλεις και όταν τον ίδης, ότι παραδίδεται, ετοιμάζεσαι να φύγης; Πού ήτο τότε η προθυμία σου, αφού τώρα λέγεις, ελάτε να υπάγωμεν να αποθάνωμεν μετ’ αυτού;

Εις ταύτα θέλει μας είπει ο Θωμάς· «Οι λόγοι ούτοι, τους οποίους είπον, είναι της προθυμίας μου, της αγάπης μου και του πνεύματός μου· η δε φυγή, η δειλία και ο φόβος μου είναι του σώματός μου· λέγει τούτο και ο διδάσκαλός μου ο Χριστός, ότι «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κϛ’ 41, Μαρκ. ιδ’ 38).

Αλλά και όταν ανεστήθη ο Κύριος και εφάνη εις τους άλλους μαθητάς, συ δε έλειπες και σου είπον οι άλλοι μαθηταί, ότι ημείς είδομεν τον Χριστόν, διατί δεν επίστευσες τότε την αλήθειαν, αλλά έλεγες· «Εάν δεν τον ίδω, δεν πιστεύω, ότι ανεστήθη;» (Ιωάν. κ’ 25). Και εις ταύτα μας αποκρίνεται· «Τότε ήθελα να υπάγω να κηρύξω, και ήθελα να ίδω με τους ιδίους μου οφθαλμούς, ίνα όταν με ερωτούν τα έθνη, τον είδες όπου ανεστήθη;

Να λέγω την αλήθειαν, ότι ναι και με τους οφθαλμούς μου τον είδα και με τας χείρας μου τον εψηλάφησα· και να μη λέγω, ότι μόνον εξ ακοής το ήκουσα». Αλλά ταύτα μεν είναι άλλης εορτής υπόθεσις· ημείς δε ας έλθωμεν πάλιν εις την ρήσιν του Ευαγγελίου, εκείθεν, όπου την αφήσαμεν.

«Ελθών ουν ο Ιησούς εύρεν αυτόν τέσσαρας ημέρας ήδη έχοντα εν τω μνημείω. Ην δε η Βηθανία εγγύς των Ιεροσολύμων, ως από σταδίων δεκαπέντε· και πολλοί εκ των Ιουδαίων εληλύθεισαν προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν, ίνα παραμυθήσωνται αυτάς περί του αδελφού αυτών» (αυτ. 17-19).

Επήγε λοιπόν ο Χριστός εις την Βηθανίαν, εκεί όπου ήτο ο Λάζαρος και τον εύρε τέσσαρας ήδη ημέρας αποθαμμένον και κεκλεισμένον εις τον τάφον. Ήτο δε η Βηθανία πλησίον των Ιεροσολύμων, από των οποίων απείχε περί τα δεκαπέντε περίπου στάδια, πολλοί δε από τους Ιουδαίους είχον υπάγει να παρηγορήσουν την Μάρθαν και την Μαρίαν, διά τον θάνατον του αδελφού των.

Πώς δε επέρασαν τέσσαρες ημέραι; Άκουε καταλεπτώς. Μία ημέρα όταν έστειλαν ανθρώπους να είπουν εις τον Χριστόν, ότι ο Λάζαρος ασθενεί· κατ’ εκείνην την ημέραν και απέθανεν· έκαμε και δύο ημέρας ο Χριστός εις το πέραν του Ιορδάνου ποταμού, γίνονται τρεις· τετάρτη δε ημέρα είναι αυτή κατά την οποίαν επήγεν ο Χριστός εκεί, εις την Βηθανίαν.

Τι δε είναι το στάδιον; Καλόν είναι και αυτό να το μάθετε. Στάδιον ελέγετο μονάς μετρήσεως μήκους του καιρού εκείνου, απετελείτο δε το στάδιον από εκατόν οργυιάς. Επομένως τα δέκα πέντε στάδια ήσαν χίλιαι πεντακόσιαι οργυιαί· εκάστη πάλιν οργυιά απετελείτο από εξ (6) πόδας. Ήτοι η όλη απόστασις από τα Ιεροσόλυμα εις την Βηθανίαν είναι περί τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) σημερινά μέτρα, περί την ημίσειαν δηλαδή ώραν. Τόση λοιπόν είναι η απόστασις από την Βηθανίαν έως τα Ιεροσόλυμα. Επειδή λοιπόν τόσον πλησίον ήτο, διά τούτο πολλοί εξ Ιεροσολύμων επήγαν να παρηγορήσουν την Μάρθαν και την Μαρίαν.

Έχει και ο λόγος ούτος σημασίαν αρκετήν, διότι λέγει ο αυτός Ευαγγελιστής εις άλλο μέρος του βιβλίου του, ότι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι έκαμαν συμφωνίαν μεταξύ των, ότι όστις συναναστρέφεται ή συντρώγει με τον Χριστόν, να είναι αποσυνάγωγος.

Πώς λοιπόν τώρα λέγει, ότι πολλοί επήγαν προς την Μάρθαν και την Μαρίαν, να τας παρηγορήσουν, αφού η Μάρθα και η Μαρία συνανεστρέφοντο και συνέτρωγαν με τον Χριστόν; Πώς δεν εφοβήθησαν να μη τους κάμωσιν αποσυναγώγους;

Επήγαν δε ουχί ολίγοι, αλλά και πολλοί. Περί τούτου λέγουν τινές, ότι όσους επήγαιναν διά τοιαύτην υπόθεσιν, δεν τους ηνώχλουν· διότι ήσαν και συγγενείς και λοιποί γνωστοί του Λαζάρου. Όθεν και διά τούτο δεν τους ημπόδιζέ τις να υπάγουν εις τον ενταφιασμόν του.

Διατί όμως δεν λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι οι Ιουδαίοι επήγαν προς την Μάρθαν και την Μαρίαν, αλλά λέγει, προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν; Ήτοι προς τας άλλας γυναίκας, αι οποίαι ήσαν με την Μαρίαν και την Μάρθαν;

Λέγομεν και εις τούτο, ότι διά την προαναφερθείσαν αιτίαν· δηλαδή διά να μη τους κάμωσιν αποσυναγώγους, διά τούτο επροφασίζοντο, ότι επήγαιναν διά τας άλλας γυναίκας, αι οποίαι ήσαν με την Μαρίαν και την Μάρθαν· ούτω δε να φανούν καλοί και υπήκοοι εις τον νόμον και να δείξουν, ότι φυλάσσουν την συμβουλήν των Γραμματέων και των Φαρισαίων.

Συνεχίζεται

* Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τριωδίου, τόμος 13ος.