Νεομάρτυρας Δημήτριος ο Πελοποννήσιος: Είδον μίαν θαυμαστήν λάμψιν, και φως ουράνιον, το οποίον έξαφνα με περιεκύκλωσεν όλον!

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αφού όμως επέρασεν η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς των Παθών του Κυρίου μας, ομοίως και η Διακαινήσιμος, και ο ειρημένος διδάσκαλος δεν ήλθε, δεν εδυνήθη πλέον να υπομείνη ο τρισόλβιος, όθεν ανάψας από φλόγα άμετρον προθυμίας, έλεγεν εις τον αδελφόν, να υπάγω αδελφέ, να υπάγω [για να μαρτυρήσει], δεν είναι καιρός αργοπορίας, μήτε καιρός στοχασμού, αμή [αλλά] είναι καιρός αποδημίας.

Λοιπόν συνοδευθείς από ένα θεοσεβή Χριστιανόν, ήλθον κατ’ ευθείαν εις την ιεράν μονήν, οπού ονομάζεται κοινώς Κηπιανά. Ένθα εξωμολογήθη, και άϋπνος επέρασεν όλην την νύκτα μετά δακρύων και προσευχών, με τα οποία καλώς ετοιμασθείς, έφθασεν εις την Τριπολιτζάν, κατά την δευτέραν ημέραν της του Θωμά Εβδομάδος, συνοδευμένος με τον ρηθέντα αδελφόν, και αμέσως επήγεν εις την οικίαν ενός Χριστιανού συντρόφου του πρώην αυθεντός του αγαρηνού, και εχαιρέτισεν αυτούς εν τη οικία με το, Χριστός ανέστη, τον σωτήριον ασπασμόν.

Αφού όμως εκείνοι εγνώρισαν ποίος είναι, και έμαθον τον σκοπόν του, εφοβήθησαν μεγάλως. Το εσπέρας αυτό αντάμωσεν ο ευλογημένος τινάς ιερωμένους ευλαβείς, και τους εγκρίτους από τους λαϊκούς, εις τους ο ποίους εκοινολόγησε όλον το παν της καταστάσεώς του, και τον αμετάθετόν του σκοπόυ εις το να παρρησιασθή, οι οποίοι δεν έλειψαν διά πολλών λόγων και φόβων, να εμποδίσουν τον μάρτυρα, φοβούμενοι την ανθρωπίνην ασθένειαν και τον κίνδυνον, οπού εκ τούτου ίσως ήθελεν επακολουθήση εις τους Χριστιανούς.

Ο δε μακάριος μετά μεγαλωτάτης ταπεινώσεως έδιδε τας αποκρίσεις του εις τα όσα του επρόβαλλον, λέγοντας· θαρσείτε αδελφοί μου, ότι εγώ επροσήλωσα όλας μου τας ελπίδας εις τον Εσταυρωμένον μου Ιησούν, και ελπίζω εις την άπειρον παντοδυναμίαν Του, καθώς ενεδυνάμωσεν όλους τους αγίους μάρτυρας, να ενδυναμώση και τον άθλιον εμένα, να εξαλείψω την αμαρτίαν μου με την χύσιν του αίματός μου.

Ο δε προειρημένος ιερεύς, επήρε τον μάρτυρα κατά μέρος, και τον ωμίλησε πάλιν περί των αυτών, εμποδίζοντάς τον με διαφόρους λόγους από το μαρτύριον. Αλλ’ επειδή να τον καταπείση δεν εδυνήθη, τέλος πάντων του λέγει, ας κάμωμεν, τέκνον, την νύκτα ταύτην θερμήν δέησιν εις τον Θεόν, και ό,τι μας φανερώσει, ας κάμωμεν αύριον.

Νεομάρτυρας Δημήτριος ο Πελοποννήσιος

Υπήκουσεν ο νέος μετά χαράς, και αυτός μεν επήγε να μείνη εις μίαν εκκλησίαν του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, άνωθεν της Τριπολιτζάς, ο δε Σακελλάριος επήγεν εις την Μητρόπολιν.

Και ο μεν Δημήτριος έμεινεν άγρυπνος προσευχόμενος όλην την νύκτα, ο δε ιερεύς Αντώνιος, προσευχόμενος ολοψύχως έως την μισήν νύκτα, απεκοιμήθη, και ιδού βλέπει ένα στράτευμα φοβερόν, με πλήθος στρατιωτών αμέτρητον, και με μίαν παράταξιν βασιλικήν, έχοντας εις το μέσον τους μίαν καρότσαν χρυσοστολισμένην (την οποία έσυρναν δύο άσπρα άλογα), εγύριζεν μέσα εις την Τριπολιτζάν.

Ο δε κυβερνήτης της καρότσας εκείνης, ήτον ένας ωραιότατος άνθρωπος, ξανθός, ολιγογένειος, άσπρα και πράσινα [τα χρώματα των οθωμανών] φορεμένος, και εις την μέσην του είχε μάχαιραν μεγάλην· και κατόπι τούτου ηκολούθει ο μάρτυς Δημήτριος, έχοντας εις την κεφαλήν του σινδόνα λευκήν, όστις πλησιάσας, λέγει, εις εμέ, μου είπε με ταπεινήν φωνήν, σήκω τώρα, σήκω τώρα, δύο φοραίς, εις δε την τρίτην πιάνοντάς με από το χέρι, μου εφώναξε με φωνήν μεγάλην, σήκω τώρα, ότι είναι καιρός· και ευθύς έντρομος εξύπνησα, και τόσον καλά ήτον, λέγει, τυπωμένα μέσα εις την φαντασίαν μου αυτά όλα οπού είδον, οπού δεν μου εφαίνετο πως είδον όνειρον, αλλά πως τα βλέπω ακόμη εμπρός μου έξυπνος.

Έπειτα εμβήκα μέσα εις τον ναόν του αγίου Δημητρίου, και έκανα ολίγην προσευχήν, και παρευθύς εκίνησα προς τον δρόμον του αγίου Νικολάου. Ο δε μάρτυς βλέποντάς με από μακράν, έτρεξεν εις προϋπάντησίν μου, με φαιδρόν πρόσωπον, και όλος γεμάτος από χαράν φθάσαντες δε εκεί όπου έμεινεν, έξω εις κάποιας πέτρας, τον ηρώτησα, πως απέρασε την νύκτα· καλώς μου απεκρίθη εκείνος, χάριτι θεία, και με την ευχήν σου.

Τον ερωτώ δεύτερον, εάν του έδειξεν ο Θεός κανένα σημείον, και αποκρίνεται όχι δεν μου έδειξεν, αλλ᾽ επειδή εγώ είχα ειδή τα ανωτέρω ειρημένα [αυτά που είπε πιο πάνω], δεν του επίστευσα, (στοχαζόμενος ότι μάλιστα εκείνος έπρεπε να ιδή καμμίαν αποκάλυψιν ως άξιος, και εάν εκείνος ήθελε μου ειπεί ότι είδεν, επληροφόρουν και εγώ ότι η εμή οπτασία ήτον αληθής και θεία).

Αλλά τον εβίασα πολλά, έως οπού μου τα εφανέρωσεν.

Αφ’ εσπέρας άρχισα, λέγει, να προσεύχωμαι εις τον Θεόν, και έως τετάρτης ώρας της νυκτός, είδον μίαν θαυμαστήν λάμψιν, και φως ουράνιον, το οποίον έξαφνα με περιεκύκλωσεν όλον· μέσα δε εις το φως εκείνο, βλέπω και ένα ασπροφόρον άνδρα, όστις μου έλεγε, χαίρε Δημήτριε, μη φοβού, τρέχε εις τον αγώνά σου με θάρρος, και εγώ ειμί μετά σου.

Εγώ δε, λέγει, εφοβήθηκα εις την φοβεράν εκείνην οπτασίαν, πλην έλαβον και θάρρος και δύναμιν και χαράν εις την καρδίαν μου έπεσα όμως από την έκπληξιν εις την γην προσευχόμενος, και μετά ώρα ικανήν εγερθείς, είδα πάλιν τον άνθρωπον εκείνον ιστάμενον επάνωθέν μου, και μου είπε τα ίδια λόγια, και πάλιν έπεσα εις την γην από το πολύ θάμβος και την έκπληξιν του φωτός και της θεωρίας του ανδρός εκείνου· και πάλιν μετά ώραν ικανήν αναστάς, είδον τα αυτά, και τα αυτά λόγια ήκουσα· και ούτως έπεσα έως εις τας οκτώ ώρας· και τότε πάλιν εγερθείς, εχάθη παρευθύς από τους οφθαλμούς μου ο θαυμαστός εκείνος άνθρωπος, ομού και το φως.

Μετά δε ταύτα εξομολογηθείς μετά πολλών δακρύων εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και ενδυναμωθείς διά του ουρανίου άρτου, εισήλθε πάλιν εις την Τριπολιτζάν, τρέχοντας ως η ασματική νύμφη, διά να εύρη τον γλυκόν και μυστικόν της νυμφίον, και περιελθών τρεις φοραίς την πολιτείαν, με φρόνημα γενναίον…

Μαρτύρησε στις 14 Απριλίου 1803.

Το συναξάρι τουψέγγραψε ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος και περιέχεται στον τόμο «Συναξαριστής Νεομαρτύρων (1400-1900)» των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.