Ο Θεός όπου τον ζητήσεις είναι, όπου τον θελήσεις, ευρίσκεται!

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

«Λόγος εις την Τετραήμερον έγερσιν του Λάζάρου»
Από τον «Θησαυρό» Δαμασκηνού Υποδιακόνου του Στουδίτου, μετέπειτα Επισκόπου Λιτής και Ρεντίνης και έπειτα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, γλωσσικά διεσκευασμένος.*

Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/04/kai-an-thelis-thoma-na-apothanis-meta-tou-christou-diati-efyges-ote-ton-eprodosan-pou-isoun-tote-na-apothanis-me-ton-christon/?preview=true

Ο Θεός όπου τον ζητήσεις είναι, όπου τον θελήσεις, ευρίσκεται!

«Η ουν Μάρθα ως ήκουσεν, ότι ο Ιησούς έρχεται, υπήντησεν αυτώ· Μαρία δε εν τω οίκω εκαθέζετο. Είπεν ουν η Μάρθα προς τον Ιησούν· Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. Αλλά και νυν οίδα, ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός» (αυτ. 20-22).

Η Μάρθα ως ήκουσεν, ότι ο Χριστός έρχεται, εξήλθεν έξω και τον προϋπάντησεν· η δε Μαρία, η αδελφή της, εκάθητο μέσα εις τον οίκον των. Λέγει λοιπόν η Μάρθα προς τον Χριστόν· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου· αλλά και τώρα γνωρίζω, ότι όσα ζητήσης από τον Θεόν, σου τα δίδει ο Θεός».

Φαίνεται η υπόθεσις, ότι η Μάρθα έτυχε να είναι τότε έξω και διά τούτο προϋπήντησε τον Χριστόν ή ότι εις αυτήν μόνον είπαν, ότι έρχεται ο Κύριος. Διότι αν έλεγαν και εις την Μαρίαν, ήθελεν εξέλθει και αυτή· επειδή όμως δεν το εγνώριζε, διά τούτο εκάθητο μέσα εις τον οίκον της.

Είδες όμως, ότι οι λόγοι της Μάρθας είναι εσφαλμένοι; Διότι λέγει· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου». Ο Θεός όπου τον ζητήσης είναι, όπου τον θελήσης, ευρίσκεται· διατί λοιπόν έλεγεν η Μάρθα, ότι αν ήσουν εδώ, Κύριε; Διότι ακόμη δεν ήτο στερεωμένη η καρδία της προς τον Χριστόν· ακόμη τόσην πίστιν δεν είχεν, όπως η αδελφή της η Μαρία, καθώς λέγει αλλού ο θείος Λουκάς ο Ευαγγελιστής· «Εγένετο δε εν τω πορεύεσθαι αυτούς και αυτός (ο Ιησούς) εισήλθεν εις κώμην τινά. Γυνή δε τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο αυτόν εις τον οίκον αυτής. Και τη δε ην αδελφή καλουμένη Μαρία, η και παρακαθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε τον λόγον αυτού» (Λουκ. ι’ 38-89).

Ήτοι ο Χριστός είχεν υπάγει ποτέ εις την Βηθανίαν και η Μάρθα αύτη τον εδέχθη εις τον οίκον της. Είχε δε αύτη και αδελφήν τινα ονόματι Μαρίαν, η οποία εκάθητο πλησίον εις τους πόδας του Κυρίου και ήκουε τους λόγους, τους οποίους εδίδασκε.

Θέλω λοιπόν να είπω επ’ αυτού, ότι περισσοτέραν πίστιν είχεν η Μαρία, η αδελφή της, παρά η Μάρθα, καθώς το ωμολόγησε και ο Χριστός λέγων· «Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο» (ενθ’ ανωτ. 42). Διά τούτο λοιπόν έλεγεν η Μάρθα, ότι αν ήσουν εδώ, Κύριε, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου· ίσως όμως να εννοούσε και ότι πιστεύω, Κύριε, ότι, ως Θεός, είσαι εις πάντα τόπον· αλλά αν ήσουν σωματικώς εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου.

Διατί δε πάλιν δεν λέγει, ότι δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μας; Αλλά λέγει, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου; Μήπως αυτής μόνον ήτο αδελφός; Δεν ήτο και της Μαρίας αδελφός; Διατί λοιπόν λέγει ο αδελφός μου; Επειδή η Μαρία, η αδελφή της, δεν ήτο κατά την ώραν εκείνην μαζί της, διά τούτο μόνον διά τον εαυτόν της ομιλεί, λέγουσα· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου. Αλλά και τώρα γνωρίζω, ότι όσα ζητήσης από τον Θεόν, σου τα δίδει ο Θεός».

Βλέπεις, ότι διά να μη γνωρίζη, ότι είναι Θεός ο Χριστός, διά τούτο λέγει· «όσα ζητήσης από τον Θεόν, σου τα δίδει ο Θεός»; Αυτός είναι εκείνος, όστις δίδει εις τους ανθρώπους κατά τα ζητήματα αυτών. Αυτός δέχεται άλλων δεήσεις και συ, Μάρθα, λέγεις, ότι όσα ζητήσης από τον Θεόν; Από αυτό λοιπόν φαίνεται ότι η Μάρθα ήτο ακόμη αστερέωτος.

«Λέγει αυτή ο Ιησούς· αναστήσεται ο αδελφός σου. Λέγει αυτώ Μάρθα· οίδα, ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει, εν τη εσχάτη ημέρα» (αυτ. 23-24).

Ταπεινά, ιλαρά και ακενόδοξα απαντά ο Χριστός προς την Μάρθαν. Δεν της λέγει, ότι εγώ θέλω αναστήσει τον αδελφόν σου και μη κλαίης· αλλά τι; Θέλει, λέγει, αναστηθή ο αδελφός σου. Και πως θέλει αναστηθή, εάν δεν τον αναστήσης, Χριστέ; Δεν λέγει όμως ούτως η Μάρθα· αλλά τι λέγει; Γνωρίζω, λέγει, ότι θέλει αναστηθή εν τη αναστάσει κατά την τελευταίαν ημέραν. Γνωρίζω, Κύριε, ότι θέλει αναστηθή εις την μέλλουσαν ανάστασιν.

Πόθεν εγνώριζεν, ότι είναι ανάστασις νεκρών; Από τον λόγον του Προφήτου Ησαΐα, όστις λέγει· «Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις» (Ησ. κϛ’ 19). Αλλά και από άλλων Προφητών λόγους το εγνώριζε και από του Χριστού δε το στόμα το ήκουσεν, ότι θέλει γίνει ανάστασις των νεκρών κατά την υστέραν ημέραν. Πώς δε είναι υστερινή εκείνη η ημέρα; Μήπως από τότε πλέον δεν θα υπάρχουν ημέραι; Ναί· δεν θα είναι πλέον από τότε ημέρα και νύκτα, αλλ’ ένας θα είναι όλος ο καιρός εκείνος· όλος χαρά και αγαλλίασις διά τους δικαίους και όλος κόλασις διά τους αμαρτωλούς.

«Είπεν αυτή ο Ιησούς· Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή· ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ, ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο;» (αυτόθι 25-26).

Εγώ, λέγει ο Ιησούς, είμαι η ανάστασις και η ζωή· και όστις πιστεύει εις εμέ και αν αποθάνη, ζη· και όστις ζη και πιστεύει εις εμέ, ποτέ δεν αποθνήσκει εις τον αιώνα. Πιστεύεις αυτά, που σου λέγω, Μάρθα; Και αληθώς· Αυτός είναι η ανάστασις και η ζωή· ανάστασις μεν, διότι με το πρόσταγμά του μέλλουν να αναστηθούν οι απ’ αιώνος νεκροί, ζωή δε, διότι ο ορισμός αυτού ζωοποιεί τα πάντα. Όστις πιστεύει εις αυτόν, θάνατον δεν φοβείται. «Θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει», καθώς ορίζει Παύλος ο Απόστολος (Ρωμ. ϛ’ 9).

Επειδή δε ανάγκη είναι να αποθάνη πας άνθρωπος και πάλιν να αναστηθή, διά τούτο λέγει και ο Χριστός· «Όστις πιστεύει εις εμέ και αν αποθάνη τούτον τον σωματικόν θάνατον, όμως από τον ψυχικόν θάνατον δεν φοβείται». Ψυχικός θάνατος λέγεται η αιώνιος κόλασις, επειδή καλύτερον ήτο να είναι αποθαμμένος ο αμαρτωλός αείποτε, παρά να αναστηθή και να κολασθή. «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται».

Αληθώς, Μάρθα, απέθανεν ο αδελφός σου· αλλά επειδή επίστευσες εις εμέ, μη φοβείσαι να αποθάνη παντελώς, να απομείνη εις την αιώνιον κόλασιν. Πιστεύεις αυτό, που σου λέγω, Μάρθα;

Συνεχίζεται

* Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τριωδίου, τόμος 13ος.