(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
30. Τότε ο Ζωσιμάς τη ρώτησε·
«Δεν σου παρουσιάστηκε ανάγκη στη συνέχεια για τρόφιμα ή ενδύματα, κυρία μου;».
Και αυτή του απάντησε·
«Αφού ξόδεψα εκείνα τα ψωμιά, καθώς σου είπα πρωτύτερα, στη διάρκεια των δεκαεπτά χρόνων τρεφόμουνα με βότανα και διάφορα άλλα που βρίσκονται στην έρημο· και το ρούχο που φορούσα όταν πέρασα τον Ιορδάνη έλιωσε και χάθηκε. Με πολύ πόνο υπέμεινα το κρύο και τη φλόγα του καλοκαιριού, καθώς καιγόμουν από τον καύσωνα και πάγωνα από το κρύο και έτρεμα, ώστε πολλές φορές να πέσω στο χώμα και να μείνω ακίνητη και σχεδόν με κομμένη την αναπνοή.
Με πολλές λοιπόν και διάφορες συμφορές και πειρασμούς αφόρητους πάλεψα και από τότε και μέχρι σήμερα η δύναμη του Θεού με διάφορους τρόπους διατήρησε την αμαρτωλή μου ψυχή και το ταπεινό μου σώμα. Γιατί μόνο με το να σκέπτομαι από ποια κακά με γλύτωσε ο Κύριος, είχα αδαπάνητη τροφή την ελπίδα της σωτηρίας μου. Τρέφομαι λοιπόν και σκεπάζομαι με τον λόγο του Θεού, που συγκρατεί τα σύμπαντα, “γιατί δεν θα ζήσει ο άνθρωπος μόνο με το ψωμί” και “επειδή δεν έχουν στέγη, γίνεται κατοικία και σκέπη η παντοδύναμη χάρη του Θεού”, σε όσους ξεντύθηκαν το ένδυμα της αμαρτίας».
31. Όταν άκουσε ο Ζωσιμάς, ότι ανέφερε και χωρία από την Αγία Γραφή, από τον Μωυσή, από τον Ιώβ και από το βιβλίο των Ψαλμών, τη ρώτησε·
«Μήπως, κυρία μου, διάβασες τους Ψαλμούς ή άλλα βιβλία».
Όταν άκουσε η οσία τούτο, χαμογέλασε κάπως και λέει στον γέροντα·
«Πίστεψέ με, άνθρωπε, ότι δεν είδα άλλον άνθρωπο από τότε που πέρασα τον Ιορδάνη, παρά μόνο σήμερα το πρόσωπό σου, αλλά ούτε κάποιο θηρίο ή άλλο ζώο συνάντησα από τότε που ήρθα σ’ αυτήν την έρημο λοιπόν γράμματα ποτέ δεν έμαθα, αλλά ούτε άκουσα κανένα να ψάλλει η να διαβάζει. “Ο λόγος του Θεού όμως, που είναι ζωντανός και δραστικός”, αυτός διδάσκει τη γνώση στον άνθρωπο. Εδώ τελειώνει η διήγηση της ζωής μου, αλλά επαναλαμβάνω αυτό που έκανα όταν άρχισα τη διήγηση, και σε ορκίζω πάλι στην ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, να προσεύχεσαι για μένα την άσωτη, για τον Κύριο».
Αφού είπε αυτά η οσία και τέλειωσε εδώ τη διήγηση, πάλι ο γέροντας πήγε να βάλει μετάνοια και δακρύζοντας φώναξε·
«Ας είσαι δοξασμένος ο Θεός, που δημιούργησες μεγάλα και θαυμαστά και ένδοξα και υπέροχα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να μετρηθούν· ας είσαι δοξαμένος ο Θεός, που μου φανέρωσες όσα χαρίζεις σ’ αυτούς που σε σέβονται, γιατί πράγματι δεν εγκατέλειψες αυτούς που σε αναζητούν, Κύριε».

32. Εκείνη τότε κράτησε τον γέροντα και δεν τον άφησε να ολοκληρώσει τη μετάνοια, αλλά του είπε·
«Όλα αυτά που άκουσες, άνθρωπε, σε ορκίζω στον σωτήρα Χριστό, τον Θεό μας, να μην τα διηγηθείς σε κανένα μέχρι τη στιγμή που ο Θεός θα με πάρει από αυτήν τη γη. Προς το παρόν, πήγαινε ειρηνικά στον δρόμο σου και πάλι το ερχόμενο έτος, έχοντας την προστασία της χάρης του Θεού, θα συναντηθούμε. Κάνε ακόμη, για τον Κύριο, αυτό που τώρα σου παραγγέλνω. Στην περίοδο της ιερής νηστείας του επόμενου έτους, να μην περάσεις τον Ιορδάνη, όπως έχετε συνήθεια να κάνετε στο Μοναστήρι».
Με έκπληξη ο Ζωσιμάς άκουε, ότι και τον κανόνα εγνώριζε του Μοναστηριού και δεν έλεγε τίποτα άλλο, παρά μόνο δόξα τω Θεώ που δίνει μεγάλα χαρίσματα σ’ αυτούς που τον αγαπούν.
Εκείνη τότε συνέχισε:
«Να μείνεις λοιπόν, καθώς είπα, αββά, στο Μοναστήρι, γιατί και να θελήσεις να βγεις έξω δεν θα σου έρθουν ευνοϊκές οι περιστάσεις. Κατά την άγια όμως νύκτα του Μυστικού Δείπνου να πάρεις για χάρη μου από το ζωοποιό Σώμα και Αίμα του Χριστού, μέσα σε ιερό σκεύος και αντάξιο για τέτοια Ιερά Μυστήρια και να τα φέρεις και να με περιμένεις οπωσδήποτε σ’ εκείνο το μέρος του Ιορδάνη που πλησιάζει στα κατοικημένα μέρη, για να έρθω να μεταλάβω από τα ζωοποιά Δώρα. Γιατί από τότε που μετέλαβα στον ναό του Προδρόμου Ιωάννη, προ του περάσω τον Ιορδάνη, δεν αξιώθηκα να λάβω το άγιο τούτο Μυστήριο καμιά φορά μέχρι σήμερα.
Τώρα ποθώ το ιερό Μυστήριο με δυνατή και ασυγκράτητη επιθυμία, γι’ αυτό ζητώ και παρακαλώ να μην παρακούσεις στο αίτημά μου, αλλά οπωσδήποτε να μου φέρεις τα ζωοποιά και θεία τούτα Μυστήρια, κατά την ίδια ώρα που ο Κύριος αξίωσε τους μαθητές του να λάβουν μέρος στο θείο Δείπνο.
Τέλος και στον αββά Ιωάννη, τον ηγούμενο της Μονής στην οποία κατοικείς, να πεις τα εξής·
“Πρόσεχε, αδελφέ, τον εαυτό σου και το ποίμνιό σου, γιατί συμβαίνουν μερικά πράγματα εκεί, τα οποία χρειάζεται να διορθωθούν”. Αλλά δεν θέλω να τα πεις αυτά τώρα σ’ αυτόν, αλλά όταν στο επιτρέψει ο Κύριος».
Αφού τέλειωσε αυτά και είπε «Να εύχεσαι για μένα» στον γέροντα, αναχώρησε πάλι προς το εσωτερικό της ερήμου.
Ο Ζωσιμάς τότε, αφού γονάτισε και προσκύνησε το έδαφος πάνω στο οποίο είχαν μείνει τα αποτυπώματα από τα πόδια της οσίας και, αφού δόξασε και ευχαρίστησε τον Θεό, γύρισε πίσω γεμάτος χαρά και στην ψυχή και στο σώμα του, δοξάζοντας και ευλογώντας τον Χριστό και Θεό μας. Και αφού πέρασε πάλι εκείνη την έρημο, έφθασε στο Μοναστήρι κατά την ημέρα που συνήθιζαν να επιστρέφουν όλοι οι μοναχοί του Μοναστηριού.
Από το βιβλίο του Δημητρίου Γ. Τσάμη, «Μητερικόν», τόμος α’, των εκδόσεων της Αδελφότητας «Η Αγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1990.