LazarLazar(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
«Λόγος εις την Τετραήμερον έγερσιν του Λάζάρου»
Από τον «Θησαυρό» Δαμασκηνού Υποδιακόνου του Στουδίτου, μετέπειτα Επισκόπου Λιτής και Ρεντίνης και έπειτα Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, γλωσσικά διεσκευασμένος.*
Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/04/otan-o-christos-ithele-na-kanei-thavma-se-kapoion-anthropon-zitouse-panta-apo-ekeinon-na-echei-pisti/
Δι’ εκείνον, όστις ήτο από την κοιλίαν της μητρός του τυφλός, ο δε Κύριος έπτυσεν εις την γην και έκαμε πηλόν και ήλειψε τους οφθαλμούς του, έπειτα τον απέστειλε να νιφθή εις του Σιλωάμ την κολυμβήθραν, καθώς το λέγει ο αυτός Ευαγγελιστής, ότι· «Παράγων ο Ιησούς (εκ του ιερού), είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής» (Ιωάν. θ’ 1). Διατί δεν ανέφεραν δι’ άλλο θαύμα, αλλά μόνον το του τυφλού; Διότι οι Ιουδαίοι δεν λέγουν το θαύμα τούτο διά καλόν, αλλά δι’ εμπαιγμόν και καταφρόνησιν.
«Ιησούς ουν πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτώ έρχεται εις το μνημείον. Ην δε σπήλαιον, και λίθος επέκειτο επ’ αυτώ. Λέγει ο Ιησούς· άρατε τον λίθον» (αυτ. 38-39).
Τότε ο Ιησούς στενάξας και πάλιν επήγεν εις τον τάφον. Ήτο δε ο τάφος εκείνος σπήλαιον, υπήρχε δε και πέτρα επάνω του σπηλαίου. Τότε είπεν ο Χριστός· «Σηκώσατε την πέτραν αυτήν». Διατί όμως είπε τούτο;
Ο Χριστός έλεγεν εις τους Αποστόλους· «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε… καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. κα’ 21, Μαρκ. ια’ 23) αυτός δε δεν ηδύνατο να προστάξη την πέτραν, να σηκωθή μόνη της, αλλά έλεγεν εις εκείνους· «Εγείρατε αυτήν;».
Ναι, ηδύνατο ο Χριστός να κάμη και αυτό· έλεγεν όμως εις εκείνους να την εγείρουν, διά να ίδουν μόνοι των την αλήθειαν, μόνοι των να μαρτυρούν το θαύμα, όταν τους ερωτούν οι άλλοι άνθρωποι, λέγοντες προς αυτούς· «Είδετε το θαύμα;». Να λέγουν· «Ναι και με τους οφθαλμούς μας το είδομεν και με τας χείράς μας επιάσαμεν την πέτραν». Διά τούτο έλεγεν ο Χριστός· «άρατε τον λίθον».
«Λέγει αυτώ η αδελφή του τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ήδη όζει· τεταρταίος γαρ εστι. Λέγει αυτή ο Ιησούς· ουκ είπόν σοι, ότι εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού;» (αυτ. 39-40).
Όταν είπεν ο Χριστός, σηκώσετε την πέτραν, είπεν η Μάρθα, η αδελφή του αποθαμμένου Λαζάρου· «Κύριε, η δυσωδία, η οποία εξέρχεται από το νεκρόν του σώμα, είναι ανυπόφορος, διότι είναι τεσσάρων ημερών». Τι θέλει να είπη τούτο; «Κύριε, ειπέ μόνον λόγον να αναστηθή, ειπέ μόνον λόγον να κυλισθή η πέτρα αφ’ εαυτής· μη πλησιάζης όμως, διότι βρωμεί· μη προστάζης να σηκώσουν την πέτραν, διότι κανείς δεν τολμά να την σηκώση από την υπερβολικήν δυσωδίαν».
Τι δε της λέγει ο Χριστός; Δεν σου είπα, ότι αν πιστεύσης, θέλεις ίδει την δόξαν του Θεού; Δεν σου είπα, ότι εάν πιστεύσης, ότι είμαι Θεός, δύναμαι να αναστήσω τον αδελφόν σου; Όχι δε μόνον τον αδελφόν σου, όστις βρωμεί, αλλά και τους απ’ αιώνος νεκρούς, οίτινες είναι μόνον χώμα, δύναμαι να αναστήσω. Δεν είπες μόνη σου, ότι εγώ είμαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού; Πίστευε λοιπόν μόνον και θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού.
«Ήραν ούν τον λίθον, ου ην ο τεθνηκώς κείμενος. Ο δε Ιησούς ήρε τους οφθαλμούς άνω, και είπε· Πάτερ, ευχαριστώ Σοι, ότι ήκουσάς μου. Εγώ δε ήδειν, ότι πάντοτέ μου ακούεις· αλλά διά τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν, ότι Συ με απέστειλας» (αυτ. 41-42).
Αφού λοιπόν εσήκωσαν την πέτραν, ύψωσεν ο Χριστός τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν, και είπε· «Πάτερ μου, ευχαριστώ Σε, ότι με ήκουσες, γνωρίζω δε εγώ ότι πάντοτε με ακούεις, αλλά διά το πλήθος, το οποίον παρευρίσκεται εδώ, διά τούτο το είπον, διά να πιστεύσουν, ότι Συ με απέστειλας».
Προσεύχεται ο Χριστός διά να μας δείξη, ότι πρέπει να προσευχώμεθα, όταν θέλωμεν να λάβωμεν χάριν τινά εκ Θεού.
Προσεύχεται, ουχί διότι έχει ανάγκην να ζητή τίποτε, επειδή αυτός είναι δοτήρ των χαρισμάτων, αυτός δίδει εις όλους τους άλλους τα ζητούμενα, αλλά διά να δείξη, ότι δεν είναι αντίθεος. Να φανή, ότι ουδέν πράγμα κάμνει αφ’ εαυτού· να δείξη, ότι εκ του Πατρός είναι απεσταλμένος. Ενεργεί όχι ως δούλος, αλλ’ ως Υιός ηγαπημένος· όχι ως ξένος, αλλ’ ως Κύριος γνήσιος και ίδε την απεριόριστον εξουσίαν, την οποίαν έχει ως Θεός.

«Και ταύτα ειπών, φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω» (αυτ. 43).
Δεν είπε, Λάζαρε, αναστήσου, Λάζαρε, σε προστάσσω, σήκω· αλλά, «Λάζαρε, έλα έξω», ως να μη ήτο αποθαμμένος· κατ’ αυτόν τον τρόπον του ομιλεί ο Χριστός. «Έβγα έξω από τον τάφον, άκουσον το πρόσταγμά Μου, άκουσον τον ορισμόν Μου και έβγα από τον τάφον· άφες τον τάφον και έλα εις τον κόσμον· άφες τον άδην και έλα εις την Βηθανίαν· άφες την κόλασιν και έλα εις τον οίκον σου· άφες την φθοράν και έλα εις την ανάστασιν· άφες τον θάνατον και έλα εις την ζωήν. Λάζαρε, δεύρο έξω, διά να γνωρίση ο άδης ποίος είμαι εγώ, διά να εννοήση, ότι ουδέν δύναται να κάμη έμπροσθέν Μου, διά να ακούση τις είναι, όστις Σε ανασταίνει.
Λάζαρε, δεύρο έξω, ίνα μάθωσιν οι άνθρωποι, τι είναι ανάστασις νεκρών· να εννοήσωσιν οι πεπλανημένοι Ιουδαίοι, ότι εάν αναστήσω σε, όστις είσαι φίλος μου, πολλώ μάλλον θέλω αναστήσει τον εαυτόν μου. Σήκω, Λάζαρε, διότι Θεός είμαι και σε προστάζω ως εξουσιαστής και φοβερός Βασιλεύς του θανάτου.
«Και εξήλθεν ο τεθνηκώς, δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας κειρίαις· και η όψις αυτού σουδαρίω περιεδέδετο. Λέγει αυτοίς ο Ιησούς· λύσατε αυτόν και άφετε υπάγειν» (αυτ. 44).
Παρευθύς με τον λόγον του Χριστού ανεστήθη ο νεκρός, δεδεμένος χείρας και πόδας με τα εντάφια σάβανα και το πρόσωπόν του ήτο σκεπασμένον με λεπτόν ύφασμα. Τότε τους λέγει ο Χριστός· «Λύσατέ τον και αφήσατέ τον να υπάγη». Με τα σάβανα εξήλθεν ο Λάζαρος, διά να μη φανή, ότι κατά φαντασίαν τον έθαψαν· να μη είπωσιν οι φίλοι του Λαζάρου Ιουδαίοι, οι οποίοι είχον φθόνον προς τον Χριστόν, ότι μόνον κατά φαντασίαν ήτο τεθαμμένος και πάλιν κατά φαντασίαν τον ανέστησεν ο Χριστός.
Διά τούτο τους είπε και ο Χριστός· «Μόνοι σας, με τας χείράς σας λύσετέ τον, να μη λέγετε ύστερον, ότι άλλον ανέστησα· λύσατέ τον, διότι είναι σαβανωμένος, όπως τον εθάψατε· λύσατέ τον να υπάγη όπου θέλετε. Αφήσετέ τον να περιπατήση με τους δεμένους εις τον τάφον πόδας, αφήσετέ τον να αναβλέψη, να ίδη τον Ποιητήν Του, να ίδη τον Πλάστην Του, όστις τον ανέστησε, να ίδη τας αδελφάς του, αι οποίαι κλαίουσι, να ίδη τον περιεστώτα όχλον, να ίδη την γην την μητέρα του, εις την οποίαν έμελλε να καταντήση ως άνθρωπος.
«Πολλοί ουν εκ των Ιουδαίων, οι ελθόντες προς την Μαρίαν και θεασάμενοι α εποίησεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν. Τινές δε εξ αυτών απήλθον προς τους Φαρισαίους και είπον αυτοίς α εποίησεν ο Ιησούς» (αυτ. 45-46).
Ως είδαν τον Λάζαρον, ότι ανεστήθη, πολλοί από τους Ιουδαίους, οίτινες είχον υπάγει να παρηγορήσουν τας αδελφάς του, επίστευσαν εις τον Κύριον· άλλοι δε από αυτούς επήγαν εις τους Φαρισαίους και τους είπαν, όσα εποίησεν ο Κύριος. Ο λόγος αυτός έχει διπλήν σημασίαν, ή ότι από πολλήν αγάπην προς τον Χριστόν και καταφρόνησιν των Ιουδαίων είπον όσα έκαμεν ο Χριστός ή από φθόνον.
Και εάν μεν ήτο από αγάπην, ήθελον είπει τα εξής προς τους Φαρισαίους· «Ιδέτε, πεπλανημένοι Φαρισαίοι, οποίος μέγας άνθρωπος είναι. Ιδέτε τι θαύματα κάμνει. Ας αφήσωμεν τα πολλά, τα οποία εξ ακοής μόνον γνωρίζομεν· αλλά αυτό, το οποίον είδομεν με τους οφθαλμούς μας και με τας χείράς μας επιάσαμεν, δεν είναι φανερόν σημείον, ότι είναι Θεός; Δύνασθε σείς να κάμετε τοιούτον θαύμα; Ηκουσθη Προφήτης θαυματουργός, όπως αυτός; Δεν είναι αυτός φανερά Υιός Θεού; Διατί τον φθονείτε σεις; Διατί ζητείτε να τον φονεύσετε; Διατί θέλετε να τον σταυρώσετε; Αν ήτο αυτός αμαρτωλός άνθρωπος, ήθελε κάμνει τοιαύτα θαύματα; Ήθελεν ενεργεί ως Θεός;».
Εκείνοι δε πάλιν, οι οποίοι είχον τον φθόνον, φθονερά ήθελεν είναι και τα λόγια των. Αυτοί ήθελον είπει, ότι πλανά τους ανθρώπους, ότι κατά φαντασίαν τον ανέστησεν, ότι είναι αντίθεος, ότι κάμνει σύγχυσιν εις την χώραν, ότι παρέσυρε το πλήθος όλον με το μέρος του και άλλα περισσότερα φθόνου πεπληρωμένα ήθελον λέγει προς τους Φαρισαίους.
* Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τριώδιον, τόμος 13ος.