ΒΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ ΑΠΟ Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΠΑΪΣΙΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΣΤΙΣ 14/27-10-1989
Μετά από μια ζεστή βραδινή φιλοξενία στη Μονή Φιλοθέου, όπου κυριαρχούσε η προσευχή και η κατάνυξη, ξεκινήσαμε οι πέντε συμφοιτητές και φίλοι[1] για τη Μονή Ιβήρων. Εκεί, βρίσκεται η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας. Με την εικόνα αυτή οι Αγιορείτες πατέρες έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους στο Άγιον Όρος. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η εικόνα έφτασε θαυματουργικά στον Άθωνα, η Παναγία αποκαλύφθηκε σε κάποιους μοναχούς και τους είπε: «όσο αυτή η εικόνα μου θα είναι στο Άγιον Όρος θα σας προστατεύω και θα είμαι σύμμαχος σας, όταν φύγει θα είναι σημάδι να φύγετε και εσείς από εδώ». Μετά από την ευλογία που είχαμε να προσκυνήσουμε την εικόνα της Πορταΐτισσας και τα ιερά λείψανα της Μονής ξεκινήσαμε για τον π. Παΐσιο.
Περπατήσαμε σχεδόν δύο ώρες. Περάσαμε μέσα από μια παρθένα φύση, διαβήκαμε δρομάκια πέτρινα, ανηφοριές, κατηφοριές, έχοντας συντροφιά στο διάβα μας τα κελαηδίσματα των πουλιών και τον ήχο κελαρυστών νερών… Στην πορεία μας βρίσκουμε και ένα χωμάτινο δρόμο (αυτοκινητόδρομοι σπάνιζαν τότε!). Κοντεύουμε προς το κελλί του π. Παϊσίου. Σε λιγάκι συναντάμε μερικές μικρές πινακίδες που μας δείχνουν το δρόμο (γράφουν: «προς Κελλίον Παναγούδα»). Γι’ αυτό είχε μεριμνήσει ο Γέροντας για να μην μπερδεύονται οι επισκέπτες του προς άλλες κατευθύνσεις και προορισμούς. Κατηφορίζοντας συναντούμε ένα νεαρό να ανεβαίνει και τον ρωτάμε:
– Ο π. Παΐσιος είναι εκεί;
– Μόλις ήρθε, μας απάντησε.
Όλοι σκεφτήκαμε, σε όλους πέρασε από το μυαλό, αλλά κάποιος, αν θυμάμαι καλά, ο Στάθης, το είπε:
-Πού να αγρυπνούσε όλη τη νύκτα;
Συνεχίζουμε λιγάκι την πορεία μας. Να! φάνηκε το κελλί της Παναγούδας. Μία μικρή μονοκατοικία, που ο χρόνος τής είχε αφήσει τα σημάδια του. Φαινόταν ακατοίκητη ή καλύτερα φτωχική, ταπεινή. Πρώτο συμπέρασμα που μάς δημιουργεί αυτή η εικόνα: οι άγιοι δεν ενδιαφέρονται σχεδόν καθόλου για τα υλικά ή μάλλον η γεύση που έχουν από τα πνευματικά τους έχει κερδίσει απόλυτα, βιώνουν και ζουν αυτή την ανώτερη-πνευματική πραγματικότητα όντες «φίλοι των αγίων και οικείοι του Θεού».
Στην είσοδο, υπάρχει μία κρεμασμένη ταμπελίτσα πάνω σε μία καρυδιά, η οποία γράφει: «Ευλογία, μπορείτε να τρώτε». Ακριβώς, κάτω από το δένδρο και πάνω σε ένα κορμό δένδρου υπάρχει ένα κουτί με λουκούμια. Δίπλα υπάρχει επίσης μία βρύση. Είχε μεριμνήσει ο Γέροντας δεόντως τους επισκέπτες του… Τόσο να τους γλυκάνει, όσο και να τους δροσίζει, πρώτα με τα υλικά δώρα και μετά με τα πνευματικά. Αυτά είναι πριν το πορτόνι της εισόδου.
Μέσα στην αυλή είναι δύο παιδιά. Εμείς περιμένουμε έξω από την είσοδο να φανεί ο Γέροντας, να μάς δώσει ευλογία για να μπούμε μέσα. Στεκόμαστε μπροστά από το αυτοσχέδιο πορτονάκι πού είναι κατασκευασμένο από δύο σιδερένιους πασσάλους στις άκρες και το κυρίως μέρος από συρματόπλεγμα. Κατά την παραμονή μας εκεί το «ρίχνουμε» στα λουκούμια. Παίρνουμε λουκούμι, και μάλιστα όχι μόνο ένα… Η κούραση και η πεζοπορία μας έχουν ανοίξει την όρεξη.
Σε λιγάκι ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ο π. Παΐσιος. Στο νου μου έρχεται αμέσως ο αγαπημένος μου άγιος, ο Άγιος Σπυρίδων. Αστραφτερός, αγέρωχος, λιτός, κοντούλης, αδύνατος, με διαύγεια και χάρη, μικρός και μέγας. Φορούσε ένα απλό εσώρασο (αντερί), λίγο κοντό, πέδιλα με κάλτσες μαύρες και στο κεφάλι του ένα σκούφο πλεκτό μάλλινο, σαν εκείνον που ιστορείται ο Άγιος Σπυρίδων.
- Καλώς τα παιδιά, περάστε.
Τον Στάθη τον γνωρίζει και τον πειράζει με χαριτωμένα λόγια. Εγώ, ο Γιώργος και ο Σταύρος κρατάμε γκλίτσες. Ο Γέροντας εύστροφος παίρνει αφορμή και σχολιάζει με χιούμορ:
– Εσείς παιδιά πρέπει να είστε Μετσοβίτες, μάς λέει χαριτολογώντας.
-Όχι, γέροντα του λέμε, είμαστε από την Κέρκυρα και από την Καβάλα. Μάς ρωτάει το όνομά μας και που σπουδάζουμε.
-Του λέμε τα ονόματά μας και ότι σπουδάζουμε στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών.
-Στην Κατωτέρα κανείς; μάς ρωτάει εκείνος και χαμογελώντας συνεχίζει:
-Στην ανωτέρα πνευματική ζωή σπουδάζετε;
– Γέροντα, εδώ είναι που σκοντάφτουμε, του απαντάμε…
Ήδη βρισκόμαστε στην αυλή. Έχει πολλά δένδρα, καστανιές, λεύκες, κυπαρίσσια, θάμνους κ.ά. Καθόμαστε στο υπαίθριο αρχονταρίκι, όπως ο ίδιος ο Γέροντας το έλεγε, το οποίο ήταν ακριβώς μπροστά από το κελλί του.
Το καθιστικό του αποτελείται από ένα κορμό για τραπεζάκι, που πάνω του υπάρχει μία σακούλα γεμάτη αμύγδαλα και σταφίδες, στην οποία ο Στάθης πρόσθεσε φουντούκια και καρύδια που είχε φέρει για τον Γέροντα. Γύρω από το τραπεζάκι απλώνονται πέντε έξι μικρότεροι κορμοί δένδρων για καθίσματα.
-Πάρτε παιδιά μας είπε, αλλά εμείς όχι μόνον πήραμε, αλλά κοντέψαμε να του αδειάσουμε τη σακούλα.
Ο Γέροντας στη συνέχεια απομακρύνθηκε, πήγε πιο πέρα με έναν από τους δύο προηγούμενους επισκέπτες του, για να συζητήσουν κατ’ ιδίαν. Δεύτερες σκέψεις εκείνη την ώρα περνούν από το μυαλό μου. Μεγάλη ευκαιρία που τον βρήκαμε. Ο π. Παΐσιος θεωρείται σήμερα -από το Ορθόδοξο πλήρωμα- ένας από τους πέντε μεγάλους γνωστούς στάρετς (στάρετς=κορυφαίοι πνευματικοί) της οικουμένης. Η πνευματική προσφορά όλων αυτών είναι τεράστια. Όπως ο ήλιος φωτίζει και δεν μπορεί να κρυφτεί, το ίδιο και κάθε χαρισματούχος Γέροντας, εκπέμπει φως, που φωτίζει το πνευματικό μας σκοτάδι και πλουτίζει την πνευματική μας ένδεια. Οι συμβουλές τους πολύτιμες γιατί είναι καρπός προσευχής και θείου φωτισμού.
Ναι, βρήκαμε τον π. Παϊσιο, τον άλλοτε ασυρματιστή του στρατού, που σήμερα έχει προαχθεί σε ασυρματιστή του Θεού. Έναν Θεοφόρο, έναν εν δυνάμει Άγιο.
Τη στιγμή που ο Γέροντας απουσιάζει κάποιος από την παρέα λέει το εξής:
-Κάποιος ρώτησε τον π. Παΐσιο:
– Πάτερ μπορούμε να δούμε την Παναγία;
-Μα είναι δύσκολο; Απάντησε αυθόρμητα εκείνος, επιβεβαιώνοντας το με τον μακαρισμό: Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5, 8). Και αν μπορούν οι καθαροί τη καρδία να δουν τον Θεό, πόσο μάλλον την Παρθένο Μαρία, που ως άνθρωπος, λόγω του ταπεινού φρονήματός της και της υπακοής της κατέστη η Μητέρα του Κυρίου και «πάντων των χριστιανών».
Βλέπουμε τον Γέροντα να τελειώνει τη συζήτηση που είχε και να έρχεται κοντά μας. Κάθεται και αρχίζει να μάς μιλά:
-Παιδιά μου να ζείτε πνευματική ζωή, ζωή κατά Θεόν. Όλοι είμαστε παιδιά του Θεού και αδέλφια μεταξύ μας, όταν κατανοήσουμε αυτό και το βιώσουμε τότε ζούμε πραγματικά. Τότε ζούμε αληθινά.
Να έχετε καλούς πνευματικούς. Να επιλέγετε όχι με το πώς σας βολεύει, αλλά με το πώς είναι αρεστό στο Θεό. Για παράδειγμα, όπως κάποιος ασθενής ψάχνει και εμπιστεύεται τη σωματική του υγεία σε ένα καλό γιατρό, το ίδιο πρέπει να γίνεται και με τον πνευματικό, τον γιατρό της ψυχής μας, γιατί του εμπιστευόμαστε την υγεία της. Ακόμη να γνωρίζετε ότι ένας καλός πνευματικός πρέπει να έχει τα εξής τρία βασικά πράγματα:
α΄. Ηλικία και βίωμα,
β΄. Το μυαλό του στη θέση του, και
γ΄. Να μην εργάζεται για την προσωπική του προβολή, και να μην σάς χρησιμοποιεί γι΄ αυτό. Να έχει ταπεινό φρόνημα.
Για το πρώτο, η ηλικία και το βίωμα είναι πολύ σημαντικά, προκειμένου ο πνευματικός να έχει εμπειρίες από την ιερατική του ζωή, από την εξομολόγηση και το κυριότερο τη χάρη και το φωτισμό του Θεού για να μπορεί να σάς βοηθάει πραγματικά και αληθινά.
Για το δεύτερο, να έχει το μυαλό του στη θέση του σημαίνει να μην λέει κενές και παράδοξες συμβουλές, τάχατες σύγχρονες απόψεις που σας χαϊδεύουν τα αφτιά, για να μην σας χάσει, αλλά να στηρίζεται στον Ευαγγελικό λόγο και την αγιοπνευματική μας παράδοση.
Και για το τρίτο, άμα εργάζεται για την προσωπική του προβολή και σας χρησιμοποιεί για αυτό δεν ωφελεί ούτε την Εκκλησία, ούτε τα πνευματικά του παιδιά. Στην περίπτωση αυτή είναι σαν να προσφέρει ένα ωραίο πιάτο με φαγητό στον Θεό, π.χ. δύο αβγά μάτια (τηγανητά) και μέσα να έχει βάλει και μια κουτσουλιά. Μπορεί ένα τέτοιο πιάτο να γίνει δεκτό από κάποιον; Πόσο μάλλον να προσφέρεται ένα τέτοιο πιάτο στον Θεό…
– Γέροντα πολλοί θεολόγοι και κληρικοί υποστηρίζουν ότι οι έγγαμοι λαϊκοί και κληρικοί πρέπει να έχουν ως πνευματικούς εγγάμους κληρικούς και όχι αγάμους, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα τα προβλήματα των σχέσεων των ζευγαριών. Τί μας συμβουλεύετε για αυτό;
-Παιδιά μου ο δρόμος για τον παράδεισο και την αγιότητα δεν κάνει διάκριση μεταξύ εγγάμων και αγάμων. Όπου αναπαύεται κανείς. Σημαντικό είναι ο πνευματικός να έχει τα παραπάνω γνωρίσματα και χαρίσματα που σας ανέφερα, να είναι κατ’ ουσίαν Πνευματικός και να είναι δεκτικός της χάριτος του Θεού…
Έρχονται εδώ πολλοί και με ρωτάνε διάφορα πράγματα. Τους συμβουλεύω μέσα από την μικρή μου πείρα, αλλά δεν με ακούνε… Με ρωτάνε, τους απαντάω και την ώρα που τους απαντάω, επειδή δεν τους βολεύει η απάντησή μου, πάλι μου κάνουν άλλη ερώτηση για να ξεφύγουν από την απάντηση που τους δίνω. Δεν έχουν υπακοή σήμερα οι άνθρωποι… Ρωτάνε, τους απαντάω, με ξαναρωτάνε… Μάλιστα στο τέλος μου λένε ότι δεν τους απάντησα. Αδελφοί μου, τους λέγω, σας απάντησα. Όχι, μου λένε. Ε! τότε τί να πεις… Το αποτέλεσμα είναι, όμως, να μην μπορούν οι ίδιοι να ξεφύγουν από το προβλήματά τους και να παραμένουν εγκλωβισμένοι σε αυτά…
Μετά από τα παραπάνω σηκώθηκε, πήρε πρώτα τον Στάθη λίγο πιο πάνω για να συζητήσουν ιδιαιτέρως. Με τα χέρια παράλληλα εργαζόταν, έπλεκε ένα κομποσκοίνι. Ήταν τόσο απλός. Άνθρωπος χαρούμενος, με ωραίο χιούμορ, αλλά παράλληλα με μεστό, πηγαίο και πνευματικό λόγο. Το πρόσωπό του είχε μία καθαρότητα και η παρουσία του σού προκαλούσε ιερό δέος. Σεβασμό και όχι φόβο. Και αν πράγματι η αγιότητα χαρακτηρίζεται από την απλότητα, τη χαρά, την καταδεκτικότητα, την καλοσύνη, την ζωντάνια, τη φιλαδελφία, την αγάπη και από πολλά άλλα χαρίσματα, δεν μπορούσες να μην διακρίνεις αυτά τα χαρίσματα στο πρόσωπο του Αγίου Γέροντος Παϊσίου.
Είναι νομίζω αποδεκτό από την πλειοψηφία των χριστιανών, ότι στην επικοινωνία μας με ανθρώπους που υποδύονται αγιότητα έχουμε νιώσει φόβο, καχυποψία, ανασφάλεια, δεν μιλούν στην ψυχή μας, ενώ με ανθρώπους που αγωνίζονται ειλικρινά και προσπαθούν να φτάσουν την αγιότητα, έχουμε νιώσει σεβασμό, εμπιστοσύνη, ασφάλεια, μιλούν στην ψυχή μας και κερδίζουν την καρδιά μας.
Παραλείπω τα κατ’ ιδίαν που είχαμε όλοι … και έρχομαι στον επίλογο αυτής της συνάντησης. Φεύγοντας νιώθαμε πολλή χαρά, είμαστε ανάλαφροι, νιώθαμε την ανάβαση προς τις Καρυές πολύ πιο εύκολη από την κατάβαση. Δεν είναι υπερβολή νομίζω να σημειώσω ότι μέσα μας κυριαρχούσε μία ανείπωτη πνευματική χαρά, ο εσωτερικός μας κόσμος αισθανόταν μια μακαριότητα και το σώματά μας σαν να ήταν σε μία μεθόρια κατάσταση, ανάλαφρα μεταξύ ουρανού και γης. Όλες μας οι αισθήσεις μιλούσαν και μας επιβεβαίωναν αυθόρμητα ότι η ζωή καταξιώνεται όντας μέσα στην αγκαλιά του Θεού. Εκεί υπερβαίνεις τον εαυτό σου, νικάς τον πόνο και τον θάνατο και μαθαίνεις να αγαπάς αληθινά το κτιστό και το άκτιστο, τη δημιουργία και τον δημιουργό.
Τιμώντας τη μνήμη του καταθέτουμε αυτή την εμπειρία ως μία ελάχιστη ευχαριστία επικαλούμενοι τις πρεσβείες του.
Άγιε του Θεού Παΐσιε πρέσβευε υπέρ ημών.