(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Μία νεότερη αδελφή της Μονής αναφέρει:
«Όταν πρωτοήρθα στο μοναστήρι, δεν ήξερα τίποτα για τον Άγιο Γεώργιο [τον Άγιο Γεώργιο Καρσλίδη].
Ήρθα απλώς γιατί μου το συνέστησε ο πνευματικός μου. Μόνο παλιά, πριν χρόνια, είχε πέσει στα χέρια μου μια εικόνα του Αγίου, αλλά δεν είχα δώσει σημασία ν’ ασχοληθώ μαζί του ή να μάθω κάτι γι’ αυτόν.
Την πρώτη όμως μέρα που ήρθα στο μοναστήρι κάθησα και διάβασα το βιβλίο του και κατάλαβα ότι ήταν ένας πονεμένος Άγιος και κάθε δική μου θλίψη ήταν πολύ μικρή μπροστά σ’ αυτά που ο ίδιος είχε περάσει.
Όμως, και πάλι δεν τον ένοιωθα τόσο κοντά μου, παρόλο που είχα σχεδόν πάρει την απόφαση να παραμείνω στο μοναστήρι του.
Μια μέρα βρισκόμουν στο εκκλησάκι της Αναλήψεως και τον παρακάλεσα να μου δείξει ένα σημείο, αν εδώ είναι ο τόπος μου. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα μία ριπή ευωδίας.
Σιγά-σιγά, με τον καιρό, χωρίς κι εγώ να καταλάβω πως έγινε, άρχισα να τον νοιώθω πιο κοντά μου, σαν τον πατέρα μου στον ουρανό, που με προστατεύει. Ίσως βοήθησε και το διάστημα που είχα το διακόνημα ν’ ανάβω τα καντήλια στο παρεκκλήσι της λάρνακος [της λάρνακος του Αγίου].

Ίσως βοήθησε κι ένα όνειρο που είχα δει, ότι βρισκόμασταν κοντά στη λάρνακα του Αγίου μαζί με τη Γερόντισσα και κάποιες αδελφές. Εγώ, όπως στεκόμουν μπροστά της, αναρωτιόμουν αν όντως είναι ζωντανός ο Άγιος κι αν το περιεχόμενο της λάρνακος έχει πιο μεγάλη αξία από την ίδια.
Και ξαφνικά, βλέπω έκπληκτη τα λείψανα να παίρνουν σάρκα, να ενώνονται και να φαίνεται ο Γέροντας, μισοκοιμισμένος, να ξυπνά.
Ανασηκώθηκε και μισογελούσε κοιτώντας με, χωρίς καθόλου να προσβληθεί για τον λογισμό μου. Μάλιστα, μου έδωσε την εντύπωση ότι έχει και χιούμορ.
Ήταν σαν τον πατέρα που προσποιείται τον κοιμισμένο, ενώ τα παιδιά του περιτριγυρίζουν το κρεβάτι και ξαφνικά, μη μπορώντας να κρατηθεί, του ξεφεύγει ένα γέλιο.
Τελικά, δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά τον νοιώθω ως τον γλυκό μου πατέρα και προστάτη. Ιδιαίτερη δύναμη και χαρά παίρνω όταν τα λείψανά του στο εκκλησάκι της Αναλήψεως κατά τη διάρκεια της πρωινής ακολουθίας ευωδιάζουν την δική τους παράξενη ευωδία, που θυμίζει πότε αντίκα, πότε το ένα και πότε το άλλο».
Από το βιβλίο, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, Ο Άγιος των πτωχών και πονεμένων», έκδοση της Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμας.