Μέγας Βασίλειος: Δεν σκέπασε η γη τον αγαπημένο μας, αλλά τον υποδέχθηκε ο ουρανός. Ας περιμένουμε λίγο και θα είμαστε μαζί με τον ποθητό μας!

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Μέγας Βασίλειος: Επιστολή 5 (Ε΄-V’)

Παρηγορητική προς τον Νεκτάριον

1. Δεν είχον ακόμη περάσει τρεις ή τέσσαρες ημέραι αφ’ ότου μ’ εκτύπησεν η πληροφορία του αφορήτου δυστυχήματος και ενώ ακόμη αμφέβαλλον, διότι ο αγγελιαφόρος των θλιβερών ειδήσεων δεν ηδυνήθη να μου περιγράψη σαφώς το γεγονός, αλλά και διότι ηυχόμην να μη είναι αληθιναί, ώστε να δυσκολεύωμαι να παραδεχθώ τας διαδόσεις αυτάς, επήρα επιστολήν από τον Επίσκοπον, η οποία εβεβαίωνε την ανεπιθύμητον είδησιν.

Αλλά τι χρειάζεται ν’ αναφέρω πόσους στεναγμούς αφήκα και πόσα δάκρυα έχυσα δι’ αυτό; Διότι ασφαλώς ποίος είναι τόσον αναίσθητος ως λίθος εις την καρδίαν ή ευρίσκεται εντελώς έξω από την ανθρωπίνην φύσιν, ώστε να φέρη με απάθειαν το γεγονός ή να καταλάβη την ψυχήν του μία μετρία συγκίνησις;

Ναι, ο διάδοχος της ενδόξου οικογενείας, το στήριγμα του γένους, η ελπίς της πατρίδος, ο βλαστός ευσεβών γονέων, τον οποίον ανέθρεψαν με μυρίας ευχάς, ενώ ακόμη ευρίσκετο εις αυτό το άνθος της ηλικίας του, ηρπάγη εκ μέσου της πατρικής αγκάλης και έφυγε!

Ποίον σκληρόν ως ο αδάμας χαρακτήρα το συμβάν τούτο δεν είναι και δυνατόν να παραλύση και να οδηγήση εις συμπάθειαν; Ώστε δεν είναι καθόλου υπερβολή αν η συμφορά συνεκίνησε βαθύτατα και ημάς, οι οποίοι εξ αρχής είμεθα εξ ολοκλήρου συνδεδεμένοι μαζί σας και τας ευτυχίας και τας λύπας σας τας θεωρούμεν ιδικάς μας.

Αν και μέχρι τούδε ολίγα εφαίνετο να υπήρξαν όσα σας ελύπουν, ενώ εις τα πλείστα τα πράγματα συνέβαινον κανονικώς.

Αλλ’ αιφνιδίως, εκ φθόνου κάποιου δαίμονος, όλη η ευτυχία και η χαρά του περιφήμου εκείνου οίκου εξηφανίσθη και εγίναμεν αντικείμενον μιας θλιβεράς ιστορίας. Εάν λοιπόν θέλωμεν να θρηνήσωμεν γοερώς και να κλαύσωμεν διά τα συμβάντα δεν θα μας επαρκέση ολόκληρος η ζωή, ούτε όλοι οι άνθρωποι, εάν αναστενάζουν μαζί μας, θα δυνηθούν να θρηνήσουν αναλόγως προς την συμφοράν.

Αλλά και αν ακόμη το ρεύμα των ποταμών γίνη δάκρυα, δεν θα επαρκέση επίσης να τελειώση τον θρήνον διά τα συμβάντα.

2. Εάν όμως εις την παρούσαν περίστασιν θελήσωμεν να παρουσιάσωμεν ενώπιόν μας το δώρον εκείνο του Θεού, το οποίον έχει τοποθετήσει εντός των καρδιών μας, δηλαδή το συνετόν λογικόν, τούτο γνωρίζει αφ’ ενός να καθορίζη μέτρα εις τας ψυχάς μας κατά τας ευτυχείς ημέρας, και αφ’ ετέρου εις τας πλέον λυπηράς περιστάσεις να μας οδηγή εις ενθύμησιν της ανθρωπίνης ματαιότητος.

Γνωρίζει επίσης να μας παρουσιάζη όσα είδομεν ή ηκούσαμεν, ότι δηλαδή ο ανθρώπινος βίος είναι πλήρης παρομοίων δυστυχημάτων και ότι πολλά είναι τα παραδείγματα των ανθρωπίνων συμφορών και ότι τέλος είναι εντολή Θεού το να μη λυπώνται δια τους κοιμηθέντας όσοι πιστεύουν εις τον Χριστόν, χάρις εις την ελπίδα της Αναστάσεως, και ακόμη ότι διά την μεγάλην υπομονήν επιφυλάσσονται υπό του Αθλοθέτου μεγάλοι οι στέφανοι της δόξης.

Εάν λοιπόν αυτά επιτρέψωμεν εις το λογικόν να μας ψιθυρίζη, συντόμως θα ευρίσκομεν κάποιον μέσην λύσιν του κακού.

Δι’ αυτό, σε παρακαλώ, ωσάν γενναίος αγωνιστής να σταθής όρθιος εμπρός εις το μέγεθος του πλήγματος και να μη λυγίσης από το βάρος της λύπης, ούτε να λιποψυχήσης, έχων πεποίθησιν εις τούτο, ότι δηλαδή, αν και οι αιτίαι των όσων επιτρέπει ο Θεός μας είναι άγνωστοι, οπωσδήποτε όμως ό,τι ο πάνσοφος και αγαπών ημάς Θεός επιτρέπει πρέπει να γίνεται αποδεκτόν, έστω και αν είναι οδυνηρόν.

Διότι Αυτός γνωρίζει πως οικονομεί το συμφέρον εις καθένα και διατί είναι άνισα τα όρια της ζωής μας. Πράγματι, υπάρχει κάποια αιτία ακατανόητος εις τους ανθρώπους, ένεκα της οποίας άλλοι μεν ενωρίτερον αρπάζονται απ’ εδώ, άλλοι δε περισσότερον αφήνονται να ταλαιπωρούνται εις την οδυνηράν αυτήν ζωήν.

Ώστε δι’ όλα οφείλομεν να προσκυνώμεν την φιλανθρωπίαν του Θεού και να μη στενοχωρούμεθα ενθυμούμενοι τον θαυμαστόν εκείνον και αείμνηστον λόγον, τον οποίον προέφερεν ο μεγάλαθλος Ιώβ, όταν είδεν εις το ίδιον φέρετρον τα δέκα παιδιά του φονευθέντα εντός ελαχίστου χρόνου: «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο (=τα επήρε)· ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο».

Ας κάμωμεν ιδικόν μας τον θαυμάσιον τούτον λόγον, διότι ο ίδιος μισθός επιφυλάσσεται από τον δικαιοκρίτην Θεόν εις όσους επέδειξαν ίσας γενναίας πράξεις.

Λοιπόν, δεν το εχάσαμεν το παιδί, αλλά το επεστρέψαμεν εις τον δανειστήν. Δεν εξηφανίσθη η ζωή του, αλλά μετεβλήθη προς το καλλίτερον. Δεν εσκέπασεν η γη τον αγαπημένον μας, αλλά τον υπεδέχθη ο ουρανός. Ας περιμένωμεν ολίγον και θα είμεθα μαζί με τον ποθητόν μας.

Διότι, αν και ενωρίτερον έφθασεν εις το τέρμα της οδού, όμως όλοι την ιδίαν οδόν θα πορευθώμεν και όλους η ίδία κατοικία μας περιμένει. Είθε μόνον διά της αρετής να του ομοιάσωμεν, ώστε χάρις εις τον άδολον χαρακτήρα μας να επιτύχωμεν την ιδίαν ανάπαυσιν με τα εν Χριστώ (κοιμηθέντα και ευρισκόμενα) νήπια .

Απόσπασμα από το βιβλίο, «Μεγάλου Βασιλείου άπαντα», τόμος α’, του Ελληνικού Εκδοτικού Οργανισμού.