(Επιμέλεια Στέλιο Κούκος)
[…]
Απήλθε λοιπόν ο Κωνσταντίνος [ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας] πρώτον μεν εις την Θεσσαλονίκην και έκτισεν εκεί Ναούς μεγάλους και μεγαλοπρεπείς, μελετών να κτίση εκεί την πόλιν την οποίαν διετάχθη.
Αλλ’ επειδή δεν ήτο θέλημα Θεού να κτισθή εκεί η πόλις, ημποδίσθη.
Μετέβη τότε εις την Χαλκηδόνα, την οποίαν είχον καταστρέψει οι Πέρσαι. Ήρεσε δε εις αυτόν ο τόπος ούτος και ήρχισε να κτίζη.
Επειδή όμως ούτε εκεί ήτο Θεού ευδοκία να κτισθή η νέα αύτη πόλις, ήρχοντο αετοί και ήρπαζον τα εργαλεία των τεχνιτών, έρριπτον δε αυτά εις το Βυζάντιον.
Βλέπων λοιπόν ο Μέγας Κωνσταντίνος τοιούτον θαυμάσιον, ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις το Βυζάντιον.
Εύρε τότε κατάλληλον την θέσιν του τόπου, αλλά δεν εγνώριζε πόσον μεγάλην να κτίση την πόλιν. Και κατά την νύκτα είδε πάλιν Άγγελον εν οράματι, όστις είπε προς αυτόν· «Το πρωΐ, όταν εξημερώση, ακολούθει μοι· και όπου εγώ μεταβώ, να σημειώσης τον τόπον και εκεί να θέσωσι τα θεμέλια».
Το πρωί λοιπόν εκάλεσεν ο Κωνσταντίνος τον πρώτον αρχιτέκτονα και τον επρόσταξε να τον ακολουθή και να θέτη σημεία εις τον τόπον από τον οποίον θα διέρχεται.
Εξεκίνησαν λοιπόν και ο μεν Κωνσταντίνος ηκολούθει τον Άγγελον, όστις προεπορεύετο με ταχύ βήμα και τον οποίον μόνον ο βασιλεύς έβλεπεν, όπισθεν δε του βασιλέως ηκολούθει ο αρχιτέκτων, έως ότου περιήλθον και εσημείωσαν όλον τον τόπον εις τον όποίον ήτο θέλημα Θεού να κτισθή η νέα πόλις. Έκτοτε λοιπόν ήρχισαν να κτίζουν αυτήν.
Ώρισε δε ο βασιλεύς και έμπειρον τινά άνθρωπον, Ευφρατάν ονομαζόμενον, να έχη την επιμέλειαν και την φροντίδα, ώστε να γίνη το έργον θαυμάσιον και θεάρεστον, παραδώσας εις αυτόν και χρυσόν πολύν διά τα έξοδα.
Ήτο δε ο Ευφρατάς ούτος τόσον επιδέξιος, ώστε ωκοδόμησε ταύτην ωραιοτάτην, ως έπρεπε, καθώς εις τους χρονογράφους σαφέστερον φαίνεται. Τόσον δε επιτηδείως κατεσκεύασε την νέαν πόλιν, ώστε εγένετο αύτη ομοία της παλαιάς Ρώμης καθ’ όλα τα κτίρια.
Εκ της παλαιάς δε Ρώμης έφεραν και κίονα τινά μονόλιθον, μέγιστον, πορφυρούν και ετοποθέτησαν τούτον εις τον Φόρον, όστις και μέχρι σήμερον φαίνεται και επί τούτου ετοποθέτησαν ανδριάντα, τον οποίον έφερεν ο Μέγας Κωνσταντίνος από την Ηλιούπολιν της Φρυγίας, έχοντα επί της κεφαλής αυτού ακτίνας επτά.
Εις το θεμέλιον δε του στύλου τούτου ετοποθέτησε τους δώδεκα καλάθους, τους οποίους οι Απόστολοι επλήρωσαν εκ των περισσευμάτων των διά της ευλογίας του Κυρίου θαυμασίως πληθυνθέντων πέντε άρτων. Ακόμη δε και άγια Λείψανα κατέθεσε προς φυλακτήριον και αγιασμόν της πόλεως.
Έκτισε δε ο βασιλεύς και Εκκλησίας πολλάς εις την νέαν πόλιν ως την των Αγίων Αποστόλων, την της Αγίας Ειρήνης, την του Αγίου Μωκίου και την του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ εν τω Ανάπλω. Προσέφερε δε εις αυτάς και σκεύη πολλά και εκήρυξε καθολικόν ορισμόν, να καταστρέφουν τους βωμούς των ειδώλων και να κτίζουν Εκκλησίας Χριστιανικάς.
Ετίμησεν επίσης την πόλιν με σύγκλητον, καλέσας εκ της Ρώμης ευγενείς και ενδοξοτάτους άρχοντας, διά τους οποίους έκτισεν ωραίας οικοδομάς και συνέστησεν αυλάς αρχοντικάς, ως είχον εις την Ρώμην. Τότε εβαπτίσθησαν και οι Ινδοί, τους οποίους εδίδαξεν ο φιλόσοφος Φρουμέντιος ο εκ Τύρου, μετά Μεροπίου και Αιδεσίμου των μαθητών αυτού, ο οποίος Θεού οδηγία έφθασεν εκεί, διά να ιστορήση τους τόπους εκείνους.
Συνεπληρώθη λοιπόν η περίφημος οικοδομή της νέας πόλεως κατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας του Κωνσταντίνου, έτη από Χριστού τλ’ (330), από δε κτίσεως κόσμου ͵εωλη’ (5838). Ταύτην ωνόμασεν ο βασιλεύς εκ του ονόματός του Κωνσταντινούπολιν και Νέαν Ρώμην και ενομοθέτησε να έχη αύτη σύγκλητον, μεγιστάνας και στρατηγούς.
Εκαλλώπισε δε αυτήν με πάσαν μεγαλοπρέπειαν, διά κιόνων και ανδριάντων και έστεψε ταύτην, ώστε να είναι βασίλισσα και κυρία πασών των πόλεων.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Μάιος, τόμος ε’.