(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Δαμασκηνού «Θησαυρός»
Λόγος εις την τριήμερον έγερσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και εις το Πάσχα
Μετά την ταφήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αγαπητοί χριστιανοί, επήγαν οι φθονερώτατοι Ιουδαίοι, κι είπαν στον Πιλάτον, ενθυμούμεθα αφέντη, ότι ο πλάνος εκείνος, όταν έζει, είπεν, ότι μετά τρεις ημέρας θέλει αναστηθή.
Και διά τούτο δος μας εξουσίαν, να βουλλώσωμεν τον τάφον, διά να μην υπάγουσιν οι Μαθηταί του, και τον κλέψουν, και ειπούν, ότι αναστήθη, και γίνη η υστερινή πλάνη χειρότερη από την πρώτην. Και εάν εκείνος είναι πλάνος, ω αρχιερείς, τι σας μέλει διά έναν πλανεμένον;
Πόθεν δε ανεγνώρισαν, ότι αναστένεται ο Χριστός;
Από τον λόγον, οπού τους είπε διά τον προφήτην Ιωνά. Ότι, ως εκλύετο [όπως ήταν κλεισμένος] ο Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους, ούτως έσται και ο Υιός του Ανθρώπου εν τη καρδία της γης.
Από αυτό εφοβούνταν, να μην αναστηθή ο Χριστός· τότε είπε τους ο Πιλάτος· έχετε στρατιώτας, επάρτετους [πάρτε τους] και σύρτε βουλλώσετε τον τάφου. Επήγαν γουν [λοιπόν] οι αρχιερείς, κι εβούλλωσαν τον τάφον. Και οι πεντήκοντα στρατιώται εφύλαττον υπό το ένα μέρος, κι οι οι πεντήκοντα από το άλλο.
Διότι η κουστωδία, που λέγει το ευαγγέλιον, αυτό σημαίνει τους εκατόν στρατιώτας· τότε δε ήτον εκατόνταρχος ο άγιος Λογγίνος, εις το μεσονύκτιον δε σεισμός μέγας έγινεν, ότι άγγελος Κυρίου εκατέβη εξ ουρανού, και εκύλησε τον λίθον από την θύραν του τάφου.
Οι δε φύλακες εκείνοι, από τον φόβον τους έφυγαν. Και τότε ηύραν άδειαν [ευκαιρία] αι μυροφόροι γυναίκες, και υπήγαν τα μύρα εις τον τάφον· και πρώτα μαζί και αρχή [την πρώτη φορά], η κυρία Θεοτόκος, και η Μαγδαληνή Μαρία είδαν την ανάστασιν του Χριστού, αλλά διά να μην αμφιβάλλεται η ανάστασις ως προς την μητέρα του, διά τούτο λέγουσιν οι ευαγγελισταί, ότι εις την Μαγδαληνήν μόνον εφάνη [εμφανίστηκε].
Αυτή η Μαγδαληνή Μαρία είδε και ένα άγγελον, οπού εκάθετο απάνω εις τον τάφον· και πάλιν εματαΐδεν [είδε ξανά] δύο, οι οποίοι τις είπαν, ω γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς; εγέρθη. Ουκ έστιν ώδε. Είδε ο τόπος, όπου τον έθαψαν, πως είναι εύκαιρος [άδειος].
Τότε έδραμε, και υπήγεν εις τον Πέτρον και Ιωάννην τους Αποστόλους, κι είπεν τους όσα είδε.
Γυρίζοντας δε με την άλλην Μαρίαν, ταις απάντησεν [τις συνάντησε] ο Χριστός, και είπε, χαίρετε. διότι έπρεπε, το γένος, που άκουσε την κατάραν, «Εν λύπαις τέξη τέκνα», πάλιν αυτό να ακούση και την χαράν. Η δε Μαρία από την πολλήν της αγάπη θαρρώντας, ότι έχει σώμα υλικόν, υπήγε να τον πιάση· τότε την είπεν Χριστός, ω Μαρία, μη μου άπτου.
Οι δε Απόστολοι έδραμαν εις τον τάφον· και ο Πέτρος έσκυψε μόνον, και είδε μέσα. Ο δε Ιωάννης ως θερμότερος που ήτον, εσέβη [εισήλθε] μέσα, και έπιασε και το σουδάριον, και την σινδόνα. Πάλιν δε η Μαγδαληνή Μαρία προς τον όρθρον υπήγε με άλλαις γυναίκες, να ιδώσι την αλήθειαν καταλεπτώς [να δουν πραγματικά τι έγινε].
Στέκοντας δε έξω η Μαγδαληνή Μαρία, έκλαιε· και μετά ολίγην ώραν έσκυψε μέσα εις τον τάφον, και είδε δύο αγγέλους, που άστραφταν τα ρούχα τους· αποκρίθησαν οι άγγελοι, και είπαν της.
Τι κλαίεις, ω γύναι, τίνα ζητείς; μήνα ζητήτε τον Ναζωραίον Ιησού; Δεν είναι εδώ αναστήθηκε, καθώς το επροέλεγε. Σύρτε εις την Γαλιλαίαν, να τον ιδήτε εκεί και ειπέτε τους μαθητάς του, και τον Πέτρον, ότι αυτός ο Χριστός υπάγει προτήτερα εις την Γαλιλαίαν, κι ας υπάσιν και αυτοί εκεί, να τον ιδώσι.
Τίνος δε ένεκεν ανέφεραν εξ ονόματος τον Πέτρον [για ποιον λόγον ανέφεραν οι Άγγελοι ονομαστικά τον Πέτρο]; Διά να πληροφορηθή, ότι εσυγχώρησεν ο Θεός την αμαρτίαν του, πως αρνήθη το όνομά του [ότι τον αρνήθηκε].
Διά τούτο αι γυναίκες εκείναις έφυγαν από τον τάφον, και από τον φόβον τους δεν αποκότησαν [τόλμησαν], να ειπούν τινά τίποτες [να πουν τίποτα σε κανέναν]. Αλλά πάλιν η Σαλώμη και η Ιωάννα, όταν ανέτειλεν ο Ήλιος, υπήγαν και αυταίς, και ηύραν ομοίως, ως και τας άλλας μυροφόρους…
Απόσπασμα από τον «Θησαυρό» Δαμασκηνού.