Όσιος Παχώμιος, Για τον μοναχό που ζητούσε ευλογία να μαρτυρήσει…

 

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αφού λοιπόν έμεινεν ολίγον καιρόν μετά των αδελφών [κάποιος μοναχός], επεθύμησε να μαρτυρήση διά τον Κύριον και παρεκάλει πολλάκις τον Όσιον [τον Όσιο Παχώμιο] να επιτρέψη τούτο.

Όμως ο Όσιος δεν συγκατετίθετο, αλλ’ ενουθέτει αυτόν εν σωφροσύνη ως έμπειρος, λέγων· «Αδελφέ, επειδή τώρα δεν υπάρχουν βασιλείς ειδωλολάτραι, αλλ’ ο Κωνσταντίνος ο ευσεβέστατος, τις σε αναγκάζει να επιζητήσης να λάβης το Μαρτύριον; Υπόμεινον τον αγώνα της ασκήσεως και φύλαττε, τας εντολάς του Κυρίου αόκνως, ίνα συναριθμηθής εις την Βασιλείαν των ουρανών μετά των Αγίων».

Ταύτα συνεβούλευεν ο γνωστικός Παχώμιος. Αλλ’ ο ασύνετος εκείνος δεν επείθετο και καθ’ εκάστην ηνώχλει τον Όσιον ίνα επιτρέψη τούτο.

Ούτος δε πάλιν έκλειε το στόμα αυτού, λέγων· «Φυλάττου, αδελφέ, μη σε πλανήση ο διάβολος και, αντί να μαρτυρήσης, γίνης αρνητής του Χριστού και καταπέσης εις την απώλειαν».

Μετά δύο ημέρας ο Όσιος απέστειλε δύο Μοναχούς εις εν χωρίον των άνω μερών, διά να συλλέξουν χόρτον διά τα ψαθία. Ούτοι δε ηργοπόρησαν να επιστρέψωσι, διότι έκοπτον χόρτον εις μίαν νήσον όπου εύρον πολύ τοιούτον.

Ο δε Άγιος έστειλε τον ως άνω Ασκητήν, τον ποθούντα το Μαρτύριον, να φέρη προς αυτούς τροφήν, την οποίαν εφόρτωσεν επί όνου. Ότε δε έφθασεν εις την έρημον, εύρεν εκεί Βλεμίους τινάς, οίτινες κατήλθον εκ του όρους διά να προμηθευθώσιν ύδωρ και ιδόντες αυτόν έδεσαν τας χείρας του και τον ωδήγησαν εις τους άλλους, μετά του όνου, χαίροντες.

Εκεί τον ηνάγκαζον να θυσιάση εις τους δαίμονας. Ούτος δε, κατ’ αρχάς μεν αντετάχθη, κατόπιν όμως ενέδωσε. Διότι όταν εκείνοι έσφαζον τα ζώα και έκαμνον θυσίαν, έδραμον μετά των ξιφών των εναντίον του και ηπείλουν αυτόν διά θανάτου, εάν θα ηρνείτο να θυσιάση και αυτός εις τα είδωλα.

Δειλιάσας λοιπόν, ο δείλαιος, προ του προσκαίρου θανάτου, επροτίμησε να κατακριθή, θυσιάσας εις τον όνον. Φαγών δε και κρέας από τα ειδωλόθυτα, ηθέτησε τον Δεσπότην Χριστόν, ο άχρηστος.

Ακολούθως, επειδή δεν εδέχετο να μείνη μετ’ αυτών, τον απέλυσαν. Ενώ δε κατήρχετο εκ του όρους, ησθάνθη την ανομίαν του ή, μάλλον ειπείν, την ασέβειάν του και σχίσας τα ράσα του έδερε το πρόσωπον και ήρχισε να τρέχη προς το Μοναστήριον, κλαίων και οδυρόμενος.

Πληροφορηθείς, διά της θείας Χάριτος, την υπόθεσιν ο Όσιος, εξήλθε περίλυπος διά να τον συναντήση. Ως δε είδεν ούτος τον Όσιον, έπεσεν εις την γην κατά πρόσωπον, δακρύων και λέγων·

«Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον Θεόν και εις την αγιωσύνην σου. Δεν ήκουσα την αγαθήν συμβουλήν σου!».

Ο Όσιος είπε τότε προς αυτόν· «Ω, πόσων αγαθών εστερήθης, άθλιε, και πώς εστερήθης του στεφάνου του Μαρτυρίου! Ο Δεσπότης Χριστός ήτο εκεί παρών μετά των Αγίων Αγγέλων και είχεν έτοιμον εις την δεξιάν Αυτού το της νίκης διάδημα, ίνα στέψη, διά τούτου, την κεφαλήν σου, εάν έκαμνες υπομονήν και έκοπτον αυτήν οι βάρβαροι. Όμως συ εφοβήθης τον θάνατον, όστις και αύριον θα έλθη και ηρνήθης τον γλυκύτατον Δεσπότην, ανόητε! Όθεν, απολέσας ζωήν αιώνιον, εκληρονόμησες κόλασιν ατελεύτητον! Πού είναι ο πόθος, τον οποίον είχες να λάβης το Μαρτύριον;».

Ενώ δε έλεγε ταύτα ο Όσιος, ο τάλας εκείνος έκλαιεν εξ όλης καρδίας λέγων·

«Ήμαρτον, Πάτερ. Δεν δύναμαι να υψώσω τους οφθαλμούς μου προς τον ουρανόν. Απώλεσα την ελπίδα της σωτηρίας μου».

Ενώ ταύτα και άλλα πλείονα έλεγεν εκείνος, είπε πάλιν ο Όσιος·

«Συ μεν, άθλιε, ως προς σε, εγένεσο αλλότριος [έγινες ξένος] του Θεού τελείως αποξενωθείς απ’ Αυτού. Εκείνος όμως ως πολυέλεος και πανάγαθος δύναται να βυθίση τας αμαρτίας μας εις το πέλαγος της ευσπλαγχνίας Αυτού, διότι δεν επιθυμεί τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την μετάνοιαν αυτού. Διά τούτο μη έλθης εις απόγνωσιν. Διότι εάν με ακούσης, έχεις ελπίδα σωτηρίας. Όπως δηλαδή το δένδρον, όταν το κόψης, με τον καιρόν πάλιν αναβλαστάνει και γίνεται ως και πρότερον, ούτω και συ, διά της υπακοής, δύνασαι να επανέλθης εις την προτέραν κατάστασιν.

Ο δε Ασκητής εκείνος μεγαλοφώνως έκλαιε, λέγων·

«Υπακούω εις σε, Πάτερ, από της στιγμής ταύτης και υπόσχομαι να μη απομακρυνθώ πλέον εξ όσων προστάζεις».

Τότε ο Όσιος έκλεισεν αυτόν εις κελλίον ήσυχον και επρόσταξε να μη ομιλήση με κανένα. Να τρώγη ανά δύο ημέρας άρτον ξηρόν και ύδωρ. Να αγρυπνή προσευχόμενος, όσον δύναται, να πλέκη δύο ψάθας την ημέραν και να μη λείψουν από των οφθαλμών αυτού ουδέ μίαν στιγμήν τα δάκρυα.

Έπραξε λοιπόν ο αδελφός καθώς προσετάχθη, μάλιστα δε και εδιπλασίασε τα προσταχθέντα, τρώγων μόνον δις της εβδομάδος και ούτε μετ’ άλλου τινός συνωμίλει, εκτός του ηγιασμένου Θεοδώρου [ενάρετου υποτακτικού του Αγίου Παχωμίου], και τούτο διά να μη απολέση το λογικόν του.

Ούτω, κλαίων καθ’ εκάστην την ανομίαν του και καλώς αγωνισθείς διά της Χάριτος του Χριστού επί χρόνους δώδεκα, απήλθε προς Κύριον μετά χρηστών ελπίδων, καθώς εμαρτύρησεν εις τον Θεοδώρον ο μέγας Παχώμιος.

Ο Άγιος Παχώμιος τιμάται στις 15 Μαΐου.

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Μάιος, τόμος ε’.