(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αγάπη για τα ζώα
«Ο πνευματικός άνθρωπος, έλεγε ο Όσιος [ο Όσιος Παΐσιος, δίνει την αγάπη του πρώτα στο Θεό, έπειτα στους ανθρώπους, και την υπερχείλιση της αγάπης του την δίνει στα ζώα και σε όλη την κτίση».
Και σε επιστολή του έγραψε: «Στο Καλύβι μου έχω τσακάλια, λαγούς, νυφίτσες, χελώνες, σαύρες, φίδια, εκτός από τα πουλάκια· και όλα χορταίνουν από την υπερχείλιση, και χορταίνω, όταν χορταίνουν, και “αινούμεν, ευλογούμεν και προσκυνούμεν τον Κύριον”, “τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά”».
Τα τσακάλια συγκινούσαν την ευαίσθητη καρδιά του, διότι «αυτά, όταν πεινούν, κλαίνε, έλεγε, σαν τα μωρά παιδιά». Συχνά άφηνε κοντά στην περίφραξη φαγώσιμα, και τα τσακάλια κατέβαιναν το βράδυ και έτρωγαν.
Κάποτε έφθαναν πεινασμένα και μέχρι το παράθυρο του, και τους έριχνε ό,τι είχε. Και εκείνα όμως του έκαναν υπακοή. Μια φορά, μέρα μεσημέρι, ο Όσιος κάλεσε ένα τσακάλι, για να φοβερίση ένα παιδί, το οποίο είχε την κακή συνήθεια να βλασφημάη.
Το παιδί αυτό βοηθούσε έναν ξυλοκόπο που δούλευε στο Άγιον Όρος. Εκείνη λοιπόν την ημέρα, καθώς προσπαθούσαν να φορτώσουν τα μουλάρια, το παιδί νευρίασε και βλασφήμησε.
Την ίδια ώρα περνούσε από εκεί ένας μοναχός, ο οποίος έκανε πως δεν άκουσε και επιτάχυνε το βήμα του. Βλέποντάς τον ο ξυλοκόπος, φοβήθηκε ότι ο μοναχός θα το αναφέρη στην Μονή και θα απελάσουν τον βοηθό του.
«Τι να κάνω; σκέφθηκε. Θα πάω στον Γερο-Παΐσιο, δήθεν για να του ζητήσω νερό, και θα τον παρακαλέσω να με βοηθήση». Έχυσε λοιπόν το νερό που είχε στο παγούρι του και ξεκίνησε για τον Τίμιο Σταυρό. Μόλις τον είδε ο Όσιος, του είπε:
– Ε, κυρ-Γιάννη, δεν ήταν ανάγκη να το χύσης το νερό.
– Γέροντα, είπε εκείνος, ένας μοναχός άκουσε το παιδί που έχω μαζί μου να βλασφημάη, και φοβάμαι μην το διώξουν· να το βοηθήσης, γιατί είναι ορφανό.
Φερ’ το εδώ, απάντησε ο Όσιος
Και, μόλις πήγε το παιδί, του είπε: «Βρε παιδάκι μου, γιατί βλασφημάς; Δεν πιστεύεις στον Θεό»;
Το παιδί όμως αντιδρούσε.
«Λοιπόν, του λέει ο Όσιος, τώρα αμέσως θα φωνάξω το τσακάλι, για να δούμε τι θα κάνης»
Εκείνη ακριβώς την στιγμή, εμφανίζεται ένα μεγάλο τσακάλι που ούρλιαζε και όρμησε κατ’ ευθείαν επάνω στο παιδί, το οποίο τρομαγμένο άρχισε να φωνάζη: «Παναγία μου, Παναγία μου!».
«Α, τώρα, “Παναγία μου, Παναγία μου!” », είπε ο Όσιος και, με μία κίνηση που έκανε με το χέρι του, έδιωξε το τσακάλι.
Από τότε το παιδί έκοψε την κακή αυτή συνήθεια.
Απόσπασμα από το βιβλίο, ο «Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης», έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης.