Όταν ο Ιησούς ήταν στην γη, έδειξε σε μας φως από το σκότος, σωτηρία εκ της πλάνης, ζωή εκ των νεκρών!

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου
Έκθεσις πίστεως

1. Πιστεύομεν εις ένα αιώνιον και άναρχον Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν των πάντων, και των ορατών και των αοράτων όντων, ο οποίος είναι αυθύπαρκτος.

Και εις ένα μονογενή Λόγον, Σοφίαν, Υιόν, ο οποίος γεννάται ανάρχως και αιωνίως παρά του Πατρός, εις Λόγον όμως όχι προφορικόν, ούτε ενδιάθετον, ούτε απορροήν του τελείου, ούτε απότμησιν της απαθούς θείας φύσεως, ούτε προβολήν προς τα έξω, αλλ’ Υιόν Τον αυτοτελή, ο οποίος είναι ζωντανός και ενεργών, και ενεργών, και αληθινή εικών του Πατρός, ισότιμος και ίσης δόξης με τον Πατέρα, διότι τούτο, λέγει, είναι το θέλημα του Πατρός, όπως οι άνθρωποι τιμούν τον Υιόν έτσι, όπως τιμούν τον Πατέρα.

Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, καθώς λέγει ο Ιωάννης εις τας Καθολικάς Επιστολάς του, το, «Είμεθα εν τω αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτος είναι ο αληθινός Θεός και η αιώνιος ζωή».

Παντοκράτορα εκ Θεού παντοκράτορος, καθόσον πάντα όσα κυβερνά και συντηρεί ο Πατήρ, κυβερνά και συντηρεί και ο Υιός· ολόκληρον εξ ολοκλήρου Πατρός, όμοιον* με τον Πατέρα, καθώς ο Κύριος λέγει «Εκείνος που είδεν εμέ είδε τον Πατέρα».

Γεννηθέντα δε κατά τρόπον ανέκφραστον και ακατάληπτον· «Διότι ποίος θα περιγράψη τον τρόπον της γεννήσεως αυτού;» αντί του, κανείς· ο οποίος όταν συνεπληρώθη ο προαιώνος καθωρισμένος χρόνος, αφού κατέβη από τους κόλπους του Πατρός, ανέλαβεν εκ της αχράντου Παρθένου Μαρίας, τον ιδικόν μας άνθρωπον, τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον παρέδωκεν ο ίδιος θεληματικώς να πάθη υπέρ ημών, καθώς ο Κύριος είπεν «Κανείς δεν αφαιρεί την ζωήν μου από εμέ εγώ έχω εξουσίαν να θυσιάσω αυτήν, και εξουσίαν να λάβω πάλιν αυτήν».

Εν τω οποίω ανθρώπω Ιησού Χριστώ, αφού εσταυρώθη και απέθανεν υπέρ ημών, ανεστήθη από τους νεκρούς, και ανελήφθη εις τους ουρανούς.

Ούτος, αφού έγινεν άνθρωπος, και αρχηγός της σωτηρίας ημών, σύμφωνα με το προαιώνιον σχέδιον του Θεού περί ημών, όταν ήτο εις την γην, έδειξεν εις ημάς φως από το σκότος, σωτηρίαν εκ της πλάνης, ζωήν εκ των νεκρών, την είσοδον εις τον παράδεισον, από τον οποίον είχεν εκδιωχθή ο Αδάμ, εις τον οποίον εισήλθε πάλιν διά του ληστού, ως είπεν ο Κύριος: «Σήμερον θα είσαι μαζί μου εις τον παράδεισον», εις τον οποίον εισήλθε και ο Παύλος· και τέλος την άνοδον ημών εις τους ουρανούς, όπου εισήλθε πρόδρομος υπέρ ημών ο Κυριακός άνθρωπος, διά του οποίου πρόκειται να κριθούν ζώντες και νεκροί,

2. Ομοίως πιστεύομεν και εις το Πνεύμα το άγιον, το οποίον ερευνά τα πάντα και τα βάθη του Θεού, και αναθεματίζομεν τα δόγματα, που εκπροσωπούν αντίθετα φρονήματα.

Διότι ούτε υιοπάτορα παραδεχόμεθα, όπως οι Σαβελλιανοί, οι οποίοι λέγουν μονοούσιον και όχι ομοούσιον και δι’ αυτού αρνούνται τον Υιόν ούτε ότι το παθητόν ανθρώπινον σώμα, το οποίον εφόρεσε διά την σωτηρίαν όλου του κόσμου, λέγομεν ότι είναι σώμα του Πατρός, ούτε τρεις υποστάσεις χωριστάς καθ’ εαυτάς επιτρέπεται να πιστεύωμεν, καθώς συμβαίνει διά τους ανθρώπους, που έχουν ο καθείς υλικόν σώμα, διά να μη περιπέσωμεν εις την πολυθεΐαν, όπως οι ειδωλολάτραι, αλλά καθώς ο ποταμός, που πηγάζει εκ πηγής δεν διαιρείται από την πηγήν του, αν και υπάρχουν δύο μορφαί και δύο ονόματα, έτσι και ο Πατήρ και ο Υιός.

Διότι ούτε ο Πατήρ είναι Υιός, ούτε ο Υιός είναι Πατήρ διότι ο Πατήρ είναι Πατήρ Υιού, και ο Υιός Πατρός Υιός.

Διότι καθώς η πηγή δεν είναι ποταμός, ούτε ο ποταμός πηγή, και τα δύο δε είναι εν και το αυτό ύδωρ, το οποίον μετοχετεύεται από την πηγήν εις τον ποταμόν, έτσι και η θεότης εκ του Πατρός υπάρχει εις τον Υιόν αναλλοίωτος και αδιαίρετος.

Διότι λέγει ο Κύριος· «Από τον Πατέρα εξήλθον και προς αυτόν πηγαίνω πάλιν».

Είναι δε πάντοτε με τον Πατέρα εκείνος, που είναι εις τον κόλπον του Πατρός, ουδέποτε δε ο κόλπος του Πατρός έμεινεν άδειος από την θεότητα του Υιού, διότι λέγει· «Εγώ ήμην μαζί με αυτόν δημιουργούσα».

Δεν πιστεύομεν δε ότι είναι κτίσμα ή δημιούργημα ή εκ του μηδενός ο κτίστης των πάντων Θεός, ο Υιός του Θεού, ο ων εκ του όντος, ο μόνος εκ του μόνου, ο γεννηθείς προαιωνίως εκ του Πατρός η ομοία δόξα και δύναμις διότι εκείνος, που είδε τον Υιόν, είδε και τον Πατέρα.

Δηλαδή τα πάντα εκτίσθησαν διά του Υιού, αλλ’ αυτός δεν είναι κτίσμα, ως λέγει ο Παύλος περί του Κυρίου· «Διότι δι’ αυτού εδημιουργήθησαν τα πάντα, και και αυτός υπάρχει πριν από όλα». Δεν λέγει δε ότι εκτίσθη προ πάντων, αλλ’ ότι υπάρχει πριν από όλα. Το, εκτίσθησαν, δηλαδή, περιλαμβάνει τα πάντα, το δε υπάρχει (εστί), σημαίνει πριν απ’ όλα, που αρμόζει μόνον εις τον Υιόν.

* Την λέξιν «όμοιος» ενταύθα χρησιμοποιεί ο Αθ. με την έννοιαν του ίσος, ισάξιος. Βραδύτερον δεν έχρησιμοποίει αυτήν απροσδιορίστως, και έτι βραδύτερον απέρριπτεν αυτήν ως διφορουμένην, δυναμένην να αγάγη εις δογματικά σφάλματα Αρειανικών φρονημάτων. (Ως εν Περί Συνόδων παρ. 53, Προς τους εν Αφρική επ. παρ. 7 και Κατ’ Αρ. ΙΙ, παρ. 34).
Απόσπασμα από το βιβλίου «Αγίου Αθανασίου», από την σειρά Άπαντα Αγίων Πατέρων των εκδόσεων Ωφελίμου βιβλίου.