Προφήτης Ιερεμίας, Ιδού, σε εγκατέστησα σήμερον προφήτην εις τα έθνη και εις τα βασίλεια…

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ιερεμίας 1

Ιερ. 1,1 Ο λόγος του Θεού, ο οποίος απηυθύνθη προς τον Ιερεμίαν, υιόν του Χελκίου, ενός από τους ιερείς. Αυτός κατοικούσεν εις την κωμόπολιν Αναθώθ, εις την χώραν της φυλής Βενιαμείν.

Ιερ. 1,2 Οι λόγοι αυτοί του Θεού ελέχθησαν προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του βασιλέως του βασιλείου του Ιούδα Ιωσία, υιού του Αμώς, και συγκεκριμένως από το δέκατον τρίτον έτος της βασιλείας του και έπειτα.

Ιερ. 1,3 Λόγοι επίσης του Θεού ελέχθησαν προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του Ιωακείμ, υιού του Ιωσί του βασιλέως του βασιλείου Ιούδα, και μέχρι του ενδεκάτου έτους του Σεδεκία, υιού του Ιωσία βασιλέως Ιούδα, μέχρι της αλώσεως της Ιερουσαλήμ και της αιχμαλωσίας των κατοίκων της, ήτοι μέχρι του πέμπτου μηνός του ενδεκάτου έτους της βασιλείας του Σεδεκίου.

Ιερ. 1,4 Ο προφήτης λέγει· ο Κύριος ωμίλησε προς εμέ και μου είπε·

Ιερ. 1,5 Σε γνωρίζω πολύ καλά, πριν ακόμη σε πλάσσω ως έμβρυον εις την κοιλίαν της μητρός σου και πριν γεννηθής, σε καθιέρωσα εις υπηρεσίαν του έργου μου· σε εγκατέστησα προφήτην διά τα έθνη.

Ιερ. 1,6 Και εγώ είπα τότε· Ω Δέσποτα και Κύριε, δεν είμαι ικανός διά το έργον αυτό, διότι ιδού, δεν γνωρίζω να ομιλώ· είμαι άλλωστε και μικρός κατά την ηλικίαν.

Ιερ. 1,7 Ο Κύριος απήντησε και μου είπε· Μη λέγης ότι είσαι μικρός κατά την ηλικίαν, διότι προς όλους εκείνους, προς τους οποίους εγώ θα σε στείλω να ομιλήσης, θα πορευθής και θα ομιλήσης προς αυτούς, όσα εγώ θα σου δώσω την εντολήν να είπης.

Ιερ. 1,8 Μη φοβηθής ενώπιον αυτών, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, διά να σε προφυλάσσω και σώζω από κινδύνους, λέγει ο Κύριος.

Ιερ. 1,9 Ο Κύριος ήπλωσε τότε την χείρα του προς εμέ, ήγγισε το στόμα μου και μου είπε· Ιδού εγώ έχω δώσει στο στόμα σου τους λόγους μου.

Προφήτης Ιερεμίας.

Ιερ. 1,10 Ιδού, σε εγκατέστησα σήμερον προφήτην εις τα έθνη και εις τα βασίλεια, διά να εκριζώνης με τα λόγιά σου και να κατασκάπτης, να καταστρέφης, άλλα και να ανοικοδομής και να φυτεύης.

Ιερ. 1,11 Πάλιν ο Κύριος απηυθύνθη προς εμέ λέγων· Τι βλέπεις συ, ω Ιερεμία; Και εγώ είπα· Βλέπω βακτηρίαν (ράβδον) από καρυδιάν.

Ιερ. 1,12 Ο Κύριος μου είπε· Καλώς είδες, διότι εγώ αγρυπνώ, διά να εκπληρώσω και πραγματοποιήσω τους λόγους μου.

Ιερ. 1,13 Και πάλιν ο λόγος Κυρίου απευθύνθη προς εμέ και είπε· Τι βλέπεις συ, Ιερεμία; Εγώ απήντησα· Βλέπω ένα λέβητα, κάτω από τον οποίον καίει φωτιά και η κατευθυνσίς του είναι από βορρά προς νότον.

Ιερ. 1,14 Ο Κύριος είπε προς εμέ· Από βορρά θα έλθη η φωτιά εναντίον των κακών έργων και όλων των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούν εις την χώραν της Παλαιστίνης.

Ιερ. 1,15 Διότι, ιδού εγώ, λέγει ο Κύριος, προσκαλώ όλας τας βασιλείας της γης από την περιοχήν του βορρά, και θα έλθουν, θα ενθρονισθούν και θα εγκατασταθούν εις τα πρόθυρα των πυλών της Ιερουσαλήμ, γύρω από όλα τα τείχη αυτής και εις όλας τας πόλεις της Ιουδαίας.

Ιερ. 1,16 Θα ομιλήσω τότε εναντίον όλων των πόλεων αυτών και των κατοίκων των και θα εκφέρω την καταδικαστικήν μου απόφασιν δι’ όλας τας κακίας των, μάλιστα δε, διότι εμέ μεν με εγκατέλειψαν, προσέφεραν δε θυσίας εις ξένους θεούς και προσκύνησαν τα είδωλα, τα οποία ήσαν έργα των χειρών των.

Ιερ. 1,17 Συ, λοιπόν, ζώσε την μέσην σου, σήκω και είπε προς αυτούς όλα, όσα εγώ θα σου δώσω εντολήν να είπης. Μη φοβηθής ενώπιον αυτών και μη πτοηθής αυτούς, διότι εγώ είμαι πάντοτε μαζή σου να σε λυτρώσω από κάθε κίνδυνον, λέγει ο Κύριος.

Ιερ. 1,18 Ιδού, σε έχω θέσει και αναδείξει κατά την σημερινήν ημέραν ωσάν πόλιν οχυράν και απόρθητον, ωσάν τείχος χάλκινον, απόρθητον από όλους τους βασιλείς του βασιλείου Ιούδα και τους άρχοντας του βασιλείου αυτού και τον λαόν της χώρας αυτής.

Ιερ. 1,19 Θα πολεμήσουν αυτοί εναντίον σου, αλλά δεν θα ημπορέσουν να κατορθώσουν τίποτε, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, διά να σε λυτρώσω από τα χέρια αυτών, είπεν ο Κύριος».