Πεμπτουσία

Το αθάνατο νερό του Αναστημένου Χριστού

Καθώς, ʺθανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾃδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχῆς· καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιονʺ1, ὅλοι ἐμεῖς, τά φωτόμορφα τέκνα τῆς ἄσπιλης καί ἄμωμης Νύμφης Του Ἐκκλησίας, προσερχόμαστε ʺλαμπαδηφόροι τῷ προϊόντι Χριστῷ ἐκ τοῦ μνήματος ὡς νυμφίῳʺ2 καί συνεορτάζουμε ʺταῖς φιλεόρτοις τάξεσι, πάσχα Χριστοῦ τό σωτήριονʺ3.

Τήν Ε´ Κυριακή μετά ἀπό τό Πάσχα, μέσα στήν χαρά ʺτῆς κλητῆς καί ἁγίας ἡμέραςʺ4, οἱ χριστιανοί καλούμαστε νά ξαναζήσουμε ἐμπειρικά τήν ἱερή συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τήν Σαμαρείτιδα, ὅπως μᾶς τήν παραδίδει ὁ Μαθητής τῆς ἀγάπης στό Εὐαγγέλιό του. Ἐκείνη, ʺἀκούσασα τῆς φωνῆςʺ5 ʺτοῦ σωτῆρος τοῦ κόσμουʺ6, ἡ ὁποία ἔρχεται ἀπό ʺτήν πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρʺ7, σπεύδει καί ζητεῖ νά ʺπίῃ ἐκ τοῦ ὕδατοςʺ8, τό ὁποῖο ʺγενήσεται ἐν αὐτῇ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιονʺ9.

Ἕνα ἀπό τά ὡραιότερα εὐαγγελικά γεγονότα εἶναι ἡ συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα γυναῖκα, ἡ ὁποία τόσο ἀριστοτεχνικά περιγράφεται στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Ε’ Κυριακῆς τοῦ Πεντηκοσταρίου10.

Στόν διαμειφθέντα διάλογο, στόν ὁποῖον περικλείεται ὅ,τι πιό ὡραῖο σέ τεχνική παράσταση καί ὅ,τι πιό ὑπέροχο σέ ἔκφραση αἰώνιων ἀληθειῶν, ἀποκαλύπτεται ὁλόκληρη ἡ ἀπαράβλητη ἀξία καί ἡ ὑπεροχή τοῦ πνεύματος, τό ὁποῖο ζωοποιεῖ, ἀπέναντι στό γράμμα· τῆς οὐσίας ἀπέναντι στόν ἄγονο τύπο· τῆς ἀθάνατης ψυχῆς ἀπέναντι στή θνητή σάρκα.

Στόν διάλογο αὐτόν ἀποκαλύπτεται ὅλη ἡ εὐρύτητα τοῦ Χριστιανισμοῦ, σέ ἀντίθεση μέ τήν στενότητα καί τό ἀνελεύθερο πνεῦμα τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τῆς συγκεκριμένης γεωγραφικῆς περιοχῆς.

Ἀπό τό ʺφρέαρ τοῦ Ἰακώβʺ11, ἤ μᾶλλον ἀπό τό βαθύ φρέαρ αὐτοῦ τοῦ διαλόγου, ἄς προσπαθήσουμε νά ἀντλήσουμε λίγες μόνον σταγόνες, γιά νά δροσιστοῦν ἁγιασματικά καί νά ἀνακουφιστοῦν πνευματικά τά αἰσθητήριά μας.

Πρόκειται, γιά ἕνα πραγματικά θαυμάσιο διάλογο, τοῦ ὁποίου θέμα καί κίνητρο εἶναι ἡ θεία χάρη· διάλογο, ὅπου ἡ θεία ἀγαθότητα -γιά μιά ἀκόμη φορά- θριάμβευσε πάνω σέ ἕνα πλάσμα τοῦ Δημιουργοῦ, πού βρισκόταν στό κοινωνικό περιθώριο τῆς κλειστῆς κοινωνίας τῆς Σαμαρείας.

Ὁ ἐρημικός ἐκεῖνος τόπος, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἔχει τό ὄνομα τῆς Σαμαρείτιδας, μεταβάλλεται σέ διαρκῆ ἄμβωνα τοῦ ὑψηλότερου χριστιανικοῦ κηρύγματος. Τό δροσερό νᾶμα τῆς πηγῆς, κατά τόν ἀμίμητο διδακτικό τρόπο τοῦ Ἰησοῦ, δίνει τό ὡραιότερο σύμβολο στό ʺὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιονʺ12 καί ἡ φυσική δίψα στά εὐγενέστερα ἰδανικά τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Χριστός ἀνυψώνει σταδιακά τόν νοῦ καί τήν καρδιά τῆς συνομιλήτριάς Του ἀπό τίς ὑλικές ἀνάγκες τῆς καθημερινότητας στίς ὑψηλότερες κορυφές τῆς πνευματικῆς ζωῆς, μέ μία μοναδική διδαχή· ʺπνεῦμα ὁ Θεός, καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖνʺ13.

Καί μέ βλέμμα προφητικό καί μέ τόνο θριαμβευτικό προλέγει τήν πνευματική κυριαρχία τῆς διδασκαλίας Του στίς ἀνθρώπινες καρδιές. Ἡ λατρεία τῆς νέας πίστεως, ἡ καθαρή λατρεία τοῦ οὐρανίου Πατέρα, οὔτε πατρίδα γνωρίζει, οὔτε τοπικά ὅρια, οὔτε καθορισμένες ἐποχές, οὔτε φυλετικά προνόμια, οὔτε ἐθνικές περγαμηνές.

Ὁ Κύριος, χωρίς νά ἀποκηρύσσει τίς συνηθισμένες λειτουργικές πράξεις καί τελετές, στίς ὁποῖες ἀντικατοπτρίζεται ἡ λάμψη τῶν αἰωνίων ἀληθειῶν τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, κατακρίνει τήν στενότητα τῆς ἀντιλήψεως κάθε ἐποχῆς, ἡ ὁποία τείνει νά ὑποκαταστήσει τόν τύπο ἀπό τήν οὐσία, τό σύμβολο ἀπό τήν πραγματικότητα, τήν σκιά ἀπό τό σῶμα, τήν πράξη ἀπό τή διάθεση, τήν ἐκδήλωση ἀπό τό φρόνημα, τήν ἐξωτερική τελετουργία ἀπό τήν ἐσωτερική λατρεία.

Καί διακηρύσει ὅτι, οὔτε τό ὄρος Γαριζίν, τό περιώνυμο τοῦτο προσκύνημα τῶν Σαμαρειτῶν, οὔτε ὁ ναός τῶν Ἱεροσολύμων, αὐτό τό παλλάδιο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, μποροῦν πλέον νά ἐγείρουν ἐγωϊστικές ἀξιώσεις πάνω στήν ἀληθινή λατρεία. Κάθε τόπος μπορεῖ νά χρησιμεύσει ὡς ναός, γιά τήν ἐλεύθερη ἔκφραση τῆς λατρείας τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Ὁποίου ἁγιάζει τά πάντα.

Ἡ ἀληθινή λατρεία τοῦ οὐράνιου Πατέρα ἔχει πήξει τό θυσιαστήριό της στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί προσφέρεται ὁπουδήποτε καί ἄν αὐτός βρίσκεται· στό σκοτάδι τῆς φυλακῆς, στή λάμψη τῶν ἀνακτόρων, στήν πενιχρότητα τῆς κατακόμβης, στήν ὡραιότητα τοῦ ναοῦ, στό βάθος τῆς κοιλάδας, στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ.

Καί αὐτό συμβαίνει, διότι τά κύρια χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἁγνότητα τοῦ φρονήματος, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ εὐγένεια τοῦ αἰσθήματος, τά ὑψηλά ἰδεώδη, τά ὁποῖα μέ μία φράση ὀνομάζονται ἡ ἐν Χριστῷ ζωή.

Χωρίς αὐτά δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει οὔτε λατρεία, οὔτε προσευχή. Δέν μποροῦν κἄν νά ὑπάρξουν ἄνθρωποι, ἀλλά πεῖνα καί δίψα καί ὄρεξη, οἱ ὁποῖες ζητοῦν διαρκῶς τήν ἱκανοποίησή τους. Οἱ ἐξωτερικοί τύποι μάλιστα ἔχουν σημασία καί ἀξία μόνον ἐφ’ ὅσον γίνονται θεραπευτικά μέσα τῶν ἀναγκῶν τῆς λατρείας καί ὄχι ἄψυχα κακέκτυπά της.

Αὐτά τά βασικά στοιχεῖα τῆς λατρείας τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ κηρύσει καί βιώνει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ʺὁδόν εἰρήνης οὐκ ἔγνωʺ14. Ὁ δρόμος της δέν ἦταν στρωμένος μέ ροδοπέταλα. Βάδισε πάνω σέ ἀγκάθια καί τριβόλια. Πορεύτηκε ἕνα δύσκολο ἀνηφορικό μονοπάτι, γεμᾶτο ἐμπόδια. Ὁ χιτῶνας της εἶναι βαμμένος στό αἷμα τοῦ μαρτυρίου.

Ἡ ἱστορία της εἶναι ἱστορία ʺβασάνοις συνεχομένηʺ15, εἶναι ἱστορία κακώσεων, ἀλλά καί ἐγκαρτέρησης καί αὐτοθυσίας. Ἔχουμε πολλούς λόγους εὐγνωμοσύνης γιά τόν εὐεργετικό ρόλο, τόν ὁποῖον διεδραμάτισε ἡ Ἐκκλησία καί μάλιστα τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ὡς μία πνευματική δύναμη, στήν προστασία τῆς θρησκευτικῆς, τῆς φιλανθρωπικῆς, τῆς ἐκπαιδευτικῆς καί γενικά τῆς κοινοτικῆς ζωῆς.

Καθώς ἡ φλόγα τῆς λαμπάδας κινδυνεύει νά σβήσει ἀπό τόν ἄνεμο, ἄν δέν προστατευθεῖ ἀπό τό φανάρι, ἔτσι καί ἡ φλόγα τῆς συνείδησης τοῦ Γένους, ἄν δέν προστατεύεται ἀπό ἕνα πνευματικό Φανάρι, διατρέχει σοβαρούς κινδύνους, ὅταν πνέουν διαρκεῖς καί ὁρμητικοί ἄνεμοι φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας.

Ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, βασισμένη πάντοτε στίς θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου, ἦταν καί παραμένει ἕνα πραγματικό Φανάρι, τό ὁποῖο διατηρεῖ ἄσβεστη τή φλόγα τῆς ὑπόστασης τοῦ εὐσεβοῦς Γένους τῶν Ὀρθοδόξων. Μέσα στά τείχη τοῦ Διπλοφαναρίου καλλιεργεῖται τό χριστιανικό ἦθος, ἡ ἀσκητική διάθεση, ἡ λατρεία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ καί τό μαρτυρικό φρόνημα τῆς πίστης μας.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γιά ὅλους ἐμᾶς ἡ νέα κιβωτός τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία μᾶς σώζει ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας καί ἀπό τόν καταποντισμό ἑνός μακροχρόνιου κυκλῶνα, ὁ ὁποῖος πλήττει τήν σύγχρονη κοινωνία. Γι΄ αὐτό καί πρέπει πάντοτε νά αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά εἴμαστε ὀργανωμένοι γύρω ἀπό τήν φρυκτωρό μας, ἡ ὁποία, σέ κάθε ἐποχή, μέ τούς ἑκάστοτε πνευματικούς ἡγέτες της, ἀποδείχθηκε ὡς ἡ ἀσφαλέστερη ἐγγύτητα ὁλόκληρης τῆς ὑπόστασής μας.

Καί τό πλέον σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ Μητέρα Ἐκκλησία ὄχι μόνο ζεῖ, ἀλλά ζεῖ καί βασιλεύει καί παραμένει ἐνεργής καί πρωταγωνιστεῖ στήν ἱστορική πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, προσφέροντας στόν κόσμο τό ἀθάνατο νερό τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ!

Ἄς ἐνστερνιστοῦμε λοιπόν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Σαμαρείτιδα· ʺὅς δι’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά τό ὕδωρ ὅ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιονʺ16.

Ἄς μή διστάσουμε νά ἀντλήσουμε ʺὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίουʺ17.

Ἄς μή διστάσουμε νά ἀντλήσουμε αὐτό τό μοναδικό, αὐτό τό ζωογόνο ὕδωρ, ἀπό τό φρέαρ τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τό ὁποῖο ἀρδεύεται ὁλόκληρος ὁ χριστιανικός κόσμος, γιά νά μπορέσουμε ἐπιτέλους νά ξεδιψάσουμε μέ τά αἰώνια νάματα τοῦ λόγου τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ὁποῖος ʺἀναστάς ἀπό τοῦ τάφου καθώς προεῖπεν, ἔδωκεν ἡμῖν τήν αἰώνιον ζωήν καί μέγα ἔλεοςʺ18.

ʺΑὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήνʺ19!

 

1. Τροπάριο Ζ΄ Ὠδῆς Κανόνα τοῦ Πάσχα
2. Τροπάριο Ε΄ Ὠδῆς Κανόνα τοῦ Πάσχα
3. Ἀπό τό ἴδιο τροπάριο
4. πρβλ. Εἰρμό Η΄ Ὠδῆς Κανόνα τοῦ Πάσχα
5. Ἰω. 10, 3
6. πρβλ. Ἰω. 4, 42
7. Ἰω. 4, 5
8. Ἰω. 4, 14
9. Πρβλ. Ἰω. 4, 14
10. Ἰω. 4, 5-42
11. πρβλ. 4, 122
12. Ἰω. 4, 14
13. Ἰω. 4. 24
14. πρβλ. Ρωμ. 3, 17
15. πρβλ. Ματθ. 4,24
16. Ἰω. 4, 14
17. Ἡσ. 12, 3
18. Ὄρθρος Ἁγίας. καί Μεγάλης Κυριακῆς τοῦ Πάσχα
19. Συναξάριο τῆς ἰδίας ἡμέρας