Το παράλογο της καρδίας

Σχόλιο στο Ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων

Στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών εκείνων στην Ιερουσαλήμ, όπου κυριαρχούσε ο τρόμος από τον «φόβον των Ιουδαίων», ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού».

Είναι οι στιγμές που όλα γύρω και μέσα μας παραπέμπουν στην απογοήτευση. Τότε, αν τολμήσεις να κάνεις αυτό που θα πρέπει να κάνεις, παρά τις αντιξοότητες, θα μπορείς να ελπίζεις στη νέα μέρα.

Όπως οι Μυροφόρες γυναίκες, πέρα από το γύρω τους σκοτάδι – κυριολεκτικά και μεταφορικά – και πέρα από τη λογική που έλεγε «τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;», πορεύονται προς τον τάφον – το χώρο που παραπέμπει στο τέλος της προσωπικής ιστορίας.

Εκεί, αποκαλύπτεται για πρώτη φορά ότι «Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε», ότι ο τάφος γίνεται το σημείο που δείχνει ότι νικήθηκε ο θάνατος διά του θανάτου, και ότι ο Χριστός ως νικητής του θανάτου χαρίζει την «εκ νεκρών ανάστασιν».

Όσοι, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα εσωτερικά αρνητικά βιώματα, συνεχίζουν να κινούνται από αγάπη που υπαγορεύεται από την καρδία, μπορούν να ελπίζουν και να προσδοκούν σε νέα ζωή, αυτή που προέρχεται από τον Αναστάντα. Μια καρδιακή αγάπη προς τον Χριστό, που φαίνεται στη συνεχή προσευχή, τη μυστηριακή ζωή, τήρηση των εντολών του, άσκηση.

Με αυτή την προσωπική εμπειρία μπορούμε να μεταφέρουμε το Αναστάσιμο μήνυμα σε έναν κόσμο που ζει ακόμα στην απογοήτευση, στον πόνο κάθε μορφής, στη λύπη και στην ανέλπιδη αναμονή.

Και είναι αναγκαία αυτή η «μεταφορά» από όσους τη γεύτηκαν, για να εξαπλωθεί, ει δυνατόν, το μήνυμα της χαράς και της ελπίδας και της νίκης του θανάτου, «έως εσχάτου της γης», καθώς ο Κύριος «ενετείλατο ημίν».