Τὴν Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς ἑορτῆς δηλαδὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ κατ’ ἐξοχὴν ἑορταζομένου αὐτῆς προσώπου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τῶν 318 Πατέρων τῆς Α’ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325).
Πράγματι, οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες συγκεντρώθηκαν καὶ ἔλαβαν τὶς ἀποφάσεις των καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μένοντες πιστοὶ στὴν παράδοση τῶν πρὸ αὐτῶν Πατέρων. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀποφάσεις ὅλων τῶν Συνόδων ξεκινοῦσαν μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ φράση «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» καὶ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», δηλώνοντας ἔτσι ὅτι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ γνῶμες μεμονωμένων ἀτόμων οὔτε κἂν μεμονωμένων προσώπων ἀλλὰ ἀποτελοῦσαν προϊὸν ἁγιοπνευματικοῦ φωτισμοῦ τοῦ σώματος τῶν Πατέρων καὶ βρίσκονταν σὲ ἀπόλυτη συστοιχία μὲ τὴν προηγούμενη πατερικὴ παράδοση.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν κατάφερε ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀντιμετωπίσῃ ὄχι μόνον τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου ἀλλὰ καὶ ὅλες τὶς αἱρέσεις ποὺ τὴν λυμαίνονταν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τὴν ἀπειλοῦν, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ὁποίων προτάσσουν πεισματικὰ τὸ δικό των ἀτομικὸ δόγμα («ἔδοξε ἐμοί») ἔναντι τῶν πνευματέμφορων ἀποφάσεων σύνολης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἐκφράζεται στὸ πρόσωπο τῶν θεοφωτίστων Πατέρων της.
Διότι τί ἄλλο ἀποτελεῖ ἡ αἵρεση παρὰ ἐπιλογὴ μέρους τῆς ἀληθείας -ἀπὸ τὸ ῥῆμα «αἱροῦμαι» = ἐπιλέγω, προτιμῶ-, ἡ ὁποία διανθισμένη μὲ τά «κατάλληλα» ἐπιχειρήματα ἐμφανίζεται ἀληθοφανὴς καὶ πειστική, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παρασύρῃ τοὺς λιγότερο δυνατοὺς στὴν πίστη καὶ τοὺς ἀδαεῖς -τοὺς ἀφωτίστους-, ἤ, τὸ χειρότερο, τοὺς ἡμιμαθεῖς. Αὐτοὶ ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν πάντοτε τὴν εὔκολη λεία πάντων τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι βασιζόμενοι στήν «δύναμη» τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐπιλεκτικῆς χρήσεως τῶν γραφῶν προκαλοῦν μεγάλη σύγχυση καὶ ζημία στὴν Ἐκκλησία.
Νὰ γιατὶ οἱ πιστοὶ χρειάζεται νὰ εἶναι ἐνημερωμένοι, νά «ἐρευνοῦν τὶς γραφές», ὥστε νὰ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια, νὰ προσεύχωνται ἀδιαλείπτως καὶ νὰ εἶναι διαρκῶς συνδεδεμένοι μὲ πνευματικοὺς πατέρες καὶ ἀδελφούς, ὥστε νὰ φωτίζωνται καὶ νὰ ἐνισχύωνται καὶ νὰ μὴν παρεκκλίνουν καθόλου ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἀλήθεια, ὅπως αὐτὴ διατυπώθηκε στὰ ἀντίστοιχα δόγματα καὶ μάλιστα στό «Πιστεύω».
Ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν σύνδεση τῶν Πατέρων μεταξύ των καὶ τὸν φωτισμό των ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκφράζει ἡ ὑπέροχη ὑμνολογία τῆς ἡμέρας: «ὅλην εἰσδεξάμενοι τὴν νοητὴν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος … ὅλην συγκροτήσαντες τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιστήμην καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι … τοὺς βαρεῖς ἤλασαν 😊ἐξεδίωξαν) καὶ λοιμώδεις λύκους τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος … ταῖς τῶν ἀποστόλων ἑπόμενοι προδήλως διδαχαῖς … ἄνωθεν λαβόντες τὴν τούτων ἀποκάλυψιν…». Ἔτσι, οἱ Πατέρες «τὸ μακάριον και σεπτὸν Σύμβολον (τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, τό «Πιστεύω») διεχάραξαν, ἐν ᾧ σαφέστατα τῷ Γεγεννηκότι (ἐννοεῖ τὸν Θεό-Πατέρα, τὸν γεννήτορα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ) συνάναρχον τὸν Λόγον ἐκδιδάσκουσι καὶ παναληθῶς ὁμοούσιον» (ἀπὸ τὰ Στιχηρὰ προσόμοια τῆς ἑορτῆς).
Ἀλλὰ καὶ τὰ ἀναγνώσματα τῆς ἡμέρας, ἀποστολικὸ καὶ εὐαγγελικό, εἶναι ἀπολύτως ἐναρμονισμένα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἑορτῆς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου νὰ προσέχουν στὴν διαποίμανση τῆς ἐπισκοπῆς ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», διότι, κάποια στιγμή, «εἰσελεύσονται λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» καὶ θὰ ἀνυψωθοῦν ἀνάμεσα στοὺς ἰδίους τοὺς ἐπισκόπους (!) «ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν». Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος τοὺς προτρέπει νὰ γρηγοροῦν καὶ νὰ προσεύχωνται (Πράξ., κ’ 16-18, 28-36), ὅπως ἐξ ἄλλου προέτρεψε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς μαθητές Του, ἐν ὄψει τῶν δικῶν των πειρασμῶν πρὸ τοῦ Πάθους Του (Ματθ., κστ’ 41-2).
Ὁμοίως, ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἀποτελεῖ μέρος ἀπὸ τὴν ἀρχιερατική Του προσευχή, ἐκφράζει πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα τὸ ἐναγώνιο αἴτημά Του γιὰ τὴν τήρηση τῆς ἑνότητος τῶν μαθητῶν Του, μετὰ ἀπὸ τὴν δική Του «ἀποχώρηση»: «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου, ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς.» (Ἰωάν., ιζ’ 12), τὸ ὁποῖο καὶ ἐπαναλαμβάνει λίγο παρακάτω (ὅ. π., 21, 23), διευκρινίζοντας, πάντως, ὅτι γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἑνότητος αὐτῆς χρειάζεται νὰ ἀποκοπῆ κανεὶς ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, νὰ διαφυλαχθῆ «ἐκ τοῦ πονηροῦ» (ὅ. π., 15).
Ἐὰν αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτημα τοῦ Χριστοῦ μας πρὸς τοὺς μαθητές Του ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅλους ἐμᾶς, τότε πῶς ἐμεῖς νὰ φανοῦμε ἀμελεῖς καὶ ἀδιάφοροι, ὅταν μάλιστα πρόκειται γιὰ ἕνα τόσο σοβαρὸ ζήτημα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας; Διότι γνωρίζομε πολὺ καλὰ ὅτι ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Οἱ δὲ αἱρετικοί, ποὺ ἐπιμένουν στὶς αἱρετικές των δοξασίες καὶ διαρρηγνύουν τὸν ἄρραφο χιτῶνα τῆς ἀληθείας, διασποῦν δηλαδὴ τὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, κατ’ οὐσίαν θέτουν τοὺς ἑαυτούς των ἐκτὸς αὐτῆς, μὲ ὀλέθριες συνέπειες γιὰ τὴν δική των σωτηρία καὶ ὅσων συμπαρασύρουν στὴν πλάνη.
Ἔτσι ἔθεσε καὶ ὁ Ἄρειος τὸν ἑαυτό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐπιμένοντας πεισματικὰ στὴν δική του δοξασία, ὅτι δηλαδὴ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα τοῦ Θεοῦ, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ἦν γάρ ποτε ὅτε οὐκ ἦν» 😊 ὑπῆρξε καιρὸς ποὺ δὲν ὑπῆρξε), σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παραδεδομένη τῆς Ἐκκλησίας ἀλήθεια, ποὺ διεκήρυτταν οἱ θεόπνευστοι Πατέρες, ὅτι ὡς Θεὸς ὑπῆρχε πρὸ τῶν αἰώνων πάντοτε καὶ ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἄρα καὶ ἄνθρωπος, γεννήθηκε ἐν χρόνῳ, γιὰ νὰ ἐπιτελέσῃ τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας πρὸς σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό, ἡ υἱοθέτηση τοῦ ἀρειανικοῦ δόγματος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία θὰ εἶχε σωτηριολογικὲς συνέπειες, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ κτίσμα νὰ σώσῃ κτίσματα!
Ἐμεῖς, ὅμως, ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὰ τραγικὰ λάθη ἀλλὰ καὶ τὸ τραγικὸ τέλος πάντων τῶν κακοδοξούντων –διότι ποιός ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς καὶ γενικῶς τοὺς ἀθεράπευτα ἀμετανοήτους δὲν βρῆκε τραγικὸ τέλος;- καὶ ἂς μὴν ἀκολουθήσωμε τὸ παράδειγμά των. Ἂς ἀναδειχθοῦμε, ἀντιθέτως, συνεχιστὲς τοῦ φωτεινοῦ παραδείγματος τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων, ποὺ παρέμειναν ἄγρυπνοι φρουροὶ τῆς πίστεως καὶ πιστοὶ συνεχιστὲς ἄλλων Πατέρων, παραδίδοντας, μὲ τὴν σειρά των, τὴν σκυτάλη τῆς ἀληθείας στοὺς διαδόχους των.
Συγχρόνως, ἂς δεηθοῦμε σ’ αὐτούς, τούς «θεηγόρους ὁπλίτας τῆς παρατάξεως Κυρίου, τοὺς πολύφωτους ἀστέρας τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τῆς Νικαίας τὸ καύχημα καὶ τῆς οἰκουμένης ἀγλάϊσμα», νὰ πρεσβεύουν ἐκτενῶς νὰ διαφυλάξωμε καὶ ἐμεῖς, στοὺς χαλεποὺς τούτους καιρούς, ἀκεραία τὴν πίστη μας, ἀκηλίδωτο τὸν βίο μας, δικαία καὶ ἀγαπητικὴ τὴν πολιτεία μας πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Γένοιτο!