(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Περί της κοιμήσεως του Αγίου Ιερωνύμου
Εις […] το βιβλίον «Θύρα της Μετανοίας» η υπόθεσις αύτη ούτως εκτίθεται (εν Βιβλ. Δʹ όφελος εκ της μνήμης της Βασιλείας των ουρανών).
Την ιδίαν ημέραν, λέγει ο ιερός Αυγουστίνος, και περί την ώραν καθ’ ην απέθανεν ο Άγιος Ιερώνυμος, ήμην εις την Ιππώνα· και ησυχάζων εις το κελλίον μου διελογιζόμην μετά πολλού πόθου, οποίαν τάχα δόξαν θέλουσιν έχει αι ψυχαί των Δικαίων, και εις πόσην χαράν και αγαλλίασιν θέλουσιν ευρίσκεσθαι, και οποίας ηδονάς θα απολαμβάνωσιν, επιθυμών από ταύτην την ύλην (τον συμπερασμόν) να γράψω βραχύλογον σύνταγμα [να συντάξει ένα σύντομο κείμενο].
Και δη λαβών εις χείράς μου κάλαμον και χαρτίον, επεχείρησα πρότερον να γράψω επιστολήν προς τον προειρημένον Ιερώνυμον (νομίζων ότι ζη εν τη παρούση) διά να μοι αντιγράψη και αυτός τι ιδέαν έχει περί τούτων.
Καθ’ ον δε χρόνον επεχείρησα να σχεδιάσω το προοίμιον της επιστολής, έξαφνα εγέμισεν όλον μου το κελλίον μία άρρητος φωτοχυσία με ανεκδιήγητον και απαράβλητον ευωδίαν και οσμήν πάντερπνον, την οποίαν ανθρωπίνη γλώσσα δεν δύναται παντελώς να ερμηνεύση· τα οποία αισθανόμενος εγώ έγινα όλος έκθαμβος και έμφοβος έχασα παρευθύς τας δυνάμεις και τας κινήσεις και της ψυχής και του σώματος· διότι δεν ήξευρα ότι ο Κύριος ημών εκείνην την ώραν ανύψωσεν εις τους ουρανούς την ψυχήν του δούλου του Ιερωνύμου.
Επειδή λοιπόν και οι οφθαλμοί μου δεν είδον ποτέ τοιούτον φως, ούτε η όσφρησίς μου εδέχθη άλλοτε τοιαύτην πάντερπνον ευωδίαν, τόσον διά το νέον, όσον και διά το ανήκουστον του θαύματος, έμεινα (πάλιν λέγω) έντρομος όλως και εκστατικός· μεταξύ δε τούτων (των συμβαινόντων) ηκούσθη και μία φωνή εκ μέσου εκείνου του φωτός, λέγουσά μοι.
Αυγουστίνε, τι ζητείς; νομίζεις ότι δύνασαι να χωρέσης όλην την θάλασσαν μέσα εις εν μικρόν αγγείον; να περικλείσης όλην την Οικουμένην εις την μικράν παλάμην σου; ή να εμποδίσης τον ουρανόν από την συνήθη κίνησιν;
πώς να ιδή ο ιδικός σου οφθαλμός εκείνα τα οποία άλλος οφθαλμός ανθρώπινος ούτε είδεν ούτε δύναται όλως να ίδη;
πώς δύνανται τα ιδικά σου ώτα να ακούσωσιν εκείνα τα οποία άλλου ανθρώπου ώτα δεν ήκουσαν;
πώς θαρρείς ότι συ μόνος θα δυνηθής να κατανοήσης εκείνα τα οποία ανθρωπίνη καρδία δεν ησθάνθη ποτέ, ούτε κατενοήθησαν όλως υπ’ ουδενός άλλου;
ποίον πέρας θέλει δοθή εις την απειρίαν;
ή ποίον μέτρον εις τα αμέτρητα;
ευκολώτερον είναι να χωρέση όλη η θάλασσα εις εν στενότατον αγγείον, ευκολώτερα ήθελε περισφιγχθή το μέγεθος και ο όγκος όλης της οικουμένης εις μίαν παλάμην ανθρώπου, ευκολώτερον ήθελεν εμποδισθή ο ουρανός από την αδιάκοπον κυκλοφορίαν του, παρά συ να δυνηθής να κατανοήσης καν το μικρότατον μέρος των χαρίτων της δόξης και της χαράς, την οποίαν θέλουσιν απολαμβάνει ατελευτήτως εν ουρανοίς αι ψυχαί των μακαρίων.
Μη επιχειρής να κατορθώσης αδύνατα (πράγματα) και μη ζητής εδώ εκείνα τα οποία δεν είναι δυνατόν να ευρεθώσι, παρά μόνον εις τον αρμόδιον αυτών τόπον, προς τον οποίον τόσον εύκολα τρέχεις μετά σπουδής καθ’ εκάστην.
Τούτο σπούδαζε, τοιαύτα εργάζου, ώστε εκείνα τα οποία εις ταύτην την ζωήν ορέγεσαι οπωσδήποτε να κατανοήσης, εκεί εις την άλλην ζωήν να εντρυφάς και να τα απολαμβάνης αιωνίως».
Ούτω διηγείται αυτός ο Αυγουστίνος την οπτασίαν εκείνην, την οποίαν ο Θεός ωκονόμησε διά του Αγίου Ιερωνύμου εις τον περίεργον εκείνον νούν του Αυγουστίνου. (Όρα «Θύρα Μετανοίας» σελ. 130-131).
Οι Άγιοι Αυγουστίνος και Ιερώνυμος τιμώνται στις 15 Ιουνίου.
Από τον «Μέγα συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιούνιος, τόμο στ’.