(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Εν Καισαρεία της Μαυριτανίας επεκράτει παλαιόθεν συνήθεια να εξέρχωνται κατ’ έτος οι πολίται πάντες έξω της πόλεως, να διαιρώνται εις δύο αντίπαλα στρατόπεδα και αδελφοί κατ’ αδελφών, πατέρες κατά τέκνων ν’ αρχίζωσι κατ’ αλλήλων [ο ένας εναντίον του άλλου] δεινόν [φοβερό] και πεισματώδη πετροπόλεμον, όπως γυμνάζωνται εις τας μάχας.
Τα γυμνάσια δε ταύτα έληγον διά της εντελούς και αληθούς ήττης και τροπής του ενός των διαλελυμένων μερών και έφερον, ως ήτο επόμενον, αποτελέσματα δεινά [κακά], ήτοι αλληλοκτονίας [δολοφονίες] και τραύματα πολιτών εν πλήρει ειρήνη και άνευ ουδεμιάς αιτίας [παρόλο που βρίσκονταν σε περίδο ειρήνη και δεν υπάρχει κάποια αιτία πολέμου].
Την απάνθρωπον όθεν [γι’ αυτό] ταύτην και βάρβαρον συνήθειαν θέλων ο ιερός Αυγουστίνος να καταπαύση έρχεται κατά την επέτειον ημέραν της μάχης εις την πεδιάδα, όπου ο λαός ήτο συνηγμένος και προπαρασκευάζετο εις την μάχην, ομιλεί προς τους πολίτας και πάντες υποδέχονται τους λόγους του μετά επευφημιών, αποδίδοντες ούτω φόρον θαυμασμού συνήθη και δίκαιον εις την ευγλωττίαν του μακαρίου Αυγουστίνου.
Αλλ’ αι κολακευτικαί αύται εκδηλώσεις δεν ικανοποιούσι τον ιερόν ρήτορα· επανέρχεται εις το θέμα του λόγου του με εκφράσεις τοσούτον παθητικάς [συγκινητικάς], ώστε πάντες αρχίζουν να αισθάνωνται εκ των λόγων του αίσθημα άλλο παρά τον απλούν θαυμασμόν· συνωθούνται περί αυτόν και συσφίγγονται, όπως ακούωσι κάλλιον [να ακούσουν καλύτερα τον λόγο του].
Η φιλανθρωπία και η θρησκεία ελάλουν την ώραν εκείνην υπέρ ποτε ζωηρώς και ενθέρμως διά του μελισταγούς στόματός του αι σφενδόναι και οι λίθοι πίπτουσιν από τας χείρας των ακροωμένων και από των οφθαλμών των ρέουσι κρουνηδόν συγκινήσεως δάκρυα.
Πάντες οι άγριοι εκείνοι βάρβαροι εν λυγμοίς ανευφημούσι και προσπίπτουσι προσκυνούντες τον ρήτορα, έπειτα δε ενηγκαλισμένοι κατά στίφη επανέρχονται εις την πόλιν δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν, ότι έδωκεν εις αυτούς τοιούτον διδάσκαλον και οδηγόν, και έκτοτε η απηρχαιωμένη εκείνη συνήθεια [η μεταξύ τους μάχη] εντελώς κατηργήθη.
Τοιαύτας ο Αυγουστίνος ρητορικάς νίκας συχνότατα επετύγχανεν.
Ταύτα βλέπων ο ενάρετος Ουαλέριος, ο προμνησθείς Επίσκοπος Ιππώνος, αντί να φθονή διά τους περιφανείς τούτους θριάμβους του βοηθού του (ως ήθελον πράξει πολλοί βεβαίως των σημερινών) απεναντίας πατρικώς επιχαίρων, και φοβούμενος μήπως άλλη τις πόλις φθάσασα ζητήση αυτόν Επίσκοπον, απεφάσισε να καταστήση αυτόν συνεπίσκοπόν του, επί τω λόγω ότι αυτός διά το προβεβηκός της ηλικίας του [γιατί ο Επίσκοπος Ιππώνος Ουαλέριος ήταν ηλικιωμένος] και διά την ασθένειαν δεν ηδύνατο πλέον να επαρκή εις τα βάρη του αξιώματός του.
Και αντέτεινε μεν επιμόνως και πάλιν ο Αυγουστίνος [αρνιόταν επίμονα ο Άγιος Ιουστίνος] εις την παραδοχήν του νέου τούτου αξιώματος, προτείνων ότι ήτο εναντίον των εκκλησιαστικών κανόνων το να τεθή νέος Επίσκοπος εις Εκκλησίαν εις την οποίαν υπήρχε και άλλος ζων (όπερ και τωόντι απαγορεύει ο η’ Κανών της εν Νικαία Συνόδου)· και πάλιν όμως ηναγκάσθη να υποταχθή εις το θέλημα της θείας Προνοίας, και τω 395 εχειροτονήθη Επίσκοπος Ιππώνος.
Ο Άγιος Αυγουστίνος τιμάται στις 15 Ιουνίου.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιούνιος, τόμος στ’.