Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, από τον οποίον επιλέγει η Εκκλησία μας τα αναγνώσματα αυτήν την περίοδο, τοποθετεί την δράση του Κυρίου «παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας» (Ματθ., δ’ 18), όχι ασφαλώς τυχαία.
Ο Κύριος, αμέσως μετά από την σύλληψη του Ιωάννου, για να αποφύγη την εχθρική Ιουδαία, «ανεχώρησεν εις την Γαλιλαίαν…και ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ, πέραν του Ιορδάνου, εις την Γαλιλαίαν των εθνών» (ο.π. 12-15). Έτσι, χάρη στην ευεργετική Του δράση και στο κοσμοσωτήριο έργο Του, «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ., δ’ 16), σύμφωνα με την προφητεία του Ησαΐου.
Ξεκίνησε, μάλιστα, την διδασκαλία Του με τα λόγια του Προδρόμου Του: «μετανοείτε﮲ ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (ο.π. 17) και απευθύνθηκε στους δικούς του μαθητές. Πράγματι, οι δύο πρώτοι κληθέντες υπό του Κυρίου, που αναφέρουν οι συνοπτικοί Ευαγγελιστές, Σίμων Πέτρος και Ανδρέας, υπήρξαν πρώτα μαθητές του Προδρόμου και, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ακολούθησαν τον Κύριο καθ’ υπόδειξη του διδασκάλου των: «Ίδε ο αμνός του Θεού … ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν» (Ιωάν., α’ 27).
Έτσι, οι πρωτόκλητοι, αφού είχαν ήδη μαθητεύσει κοντά στον Πρόδρομό Του και είχαν κάνει την πρώτη γνωριμία με τον ίδιο τον Κύριο, συναπαντώνται και πάλι τώρα μαζί Του και ο Κύριος τους καλεί οριστικά κοντά Του: «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ., δ’ 20).
Επομένως, το τωρινό των κάλεσμα, που αναφέρει ο Ματθαίος, είναι η δεύτερη κλήση, όπως λέει και ο ιερός Χρυσόστομος, στην οποία ανταποκρίνονται πρόθυμα οι τέσσερις πρώτοι μαθητές, οι αυτάδελφοι Πέτρος και Ανδρέας, Ιάκωβος και Ιωάννης. Οι δύο πρώτοι «ευθέως» άφησαν τα δίκτυα και οι άλλοι δύο «ευθέως» άφησαν το πλοίο και τον πατέρα των (ο.π., 21-22).
Το ζήτημα είναι γιατί επιλέγει ο Κύριος τους ταπεινούς και αμόρφωτους αλιείς, για να «σαγηνεύση» τον κόσμο. Μόνον και μόνον επειδή γνώριζαν την τέχνη του ψαρέματος, ώστε να τραβήξουν στα δίχτυα των, να σαγηνεύσουν, και τους λογικούς ιχθύς, τους ανθρώπους; Ασφαλώς όχι μόνον γι’ αυτό.
Ο Κυριος εργαζόταν βάσει σχεδίου, όπως πάντοτε. Εάν επέλεγε ως συνεργάτες Του τους ισχυρούς και σοφούς του κόσμου τούτου, τότε εκείνοι, εάν υποθέσωμε ότι αρχικά Τον πίστευαν, γρήγορα θα Τον εγκατέλειπαν, όταν θα διαπίστωναν ότι δεν είχαν να κερδίσουν τίποτε από Αυτόν, ούτε χρήματα, ούτε δόξα. Εδώ οι φτωχοί και ταπεινοί ψαράδες προσδοκούσαν από τον Κύριο δόξα και μεγαλεία (Ματθ., κ’ 21), μέχρι και την τελευταία στιγμή, πριν από την Ανάληψή Του («Κύριε, ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ;» Πραξ., α’ 6)!
Γι’ αυτό επιλέγει ο Κύριος ανθρώπους που δεν γνωρίζουν απλώς την τέχνη του αλιεύειν, αλλά κυρίως και πρωτίστως είναι δεκτικοί στον λόγο Του και πρόθυμοι να τον εφαρμόσουν. Τέτοιοι ήταν οι μαθητές του Κυρίου, που είχαν λάβει το μέγα μάθημα της μετανοίας από τον Ιωάννη, διότι χωρίς την διάθεση της μεταστροφής και της εγκαταλείψεως του προηγουμένου αμαρτωλού βίου, καμμία ουσιαστική αλλαγή δεν κάνει ο άνθρωπος και καμμία πρόοδο στο ζήτημα της σωτηρίας.
«Ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ., δ’ 20). Το έργο της καταρτίσεως των μαθητών του Κυρίου δεν ήταν ασφαλώς ούτε εύκολο ούτε ανεμπόδιστο. Επί τρία περίπου χρόνια εκείνοι που ήξεραν μόνον «να καταρτίζουν τα δίκτυα αυτών», θα καταρτιστούν από τον Κύριο και θα προετοιμαστούν για το μεγάλο αποστολικό των έργο και αργότερα, φωτισμένοι από την χάρη του Αγίου Πνεύματος, θα γίνουν τα περιστέρια της ειρήνης, που θα αναλάβουν να μεταφέρουν το μήνυμά Του στα πέρατα της οικουμένης.
Άραγε, εμείς, σήμερα, θα ανταποκριθούμε στο διαχρονικό κάλεσμα του Κυρίου «δεύτε οπίσω μου …» (Ματθ., δ’ 20) και θα δεχθούμε να καταρτίσωμε τους εαυτούς μας, ώστε να γίνωμε «ποιηταί του λόγου και μη μόνον ακροαταί» (Ρωμ., β’ 13), όπως ακούμε στο αποστολικό ανάγνωσμα της Β’ Κυριακής Ματθαίου;
Εάν το κάνωμε και μάλιστα με προθυμία, όπως έκαναν εκείνοι, οι πρώτοι μαθητές Του, η τιμή και το όφελος θα είναι δικό μας, αφού θα γίνωμε δικοί Του συνεργάτες προς δόξα Θεού και για την δική μας και, μακάρι, όλων των ανθρώπων την σωτηρία. Γένοιτο!