(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Μίαν φοράν οπού είχεν ο Ιερός Παΐσιος είκοσι μίαν ημέραν, οπού ενήστευεν, εφάνη εις αυτόν ο Χριστός, και του είπε· πολλά κακοπαθείς [αναφέρεται στην ασκητική του ταλαιπωρία] δι’ εμέ, ω εκλεκτέ μου Παΐσιε· και αυτός είπε· και τι μεγάλον πράγμα είναι η εδική μου ουτιδανή [ασήμαντη] κακοπάθεια, ω αγαθέ μου Δέσποτα; μάλιστα οπού η αγαθότης σου δίδεις εις εμέ την δύναμιν [όταν μάλιστα η αγαθότητά σου με ενδυναμώνει].
Ο δε Σωτήρ είπε· κάθε καλόν έργον, είναι ευπρόσδεκτον εις εμέ, και θέλω ανταποδώσω τον μισθόν εις εκείνους οπού το κάμνουν, ίσιον με τους κόπους τους· όθεν ακολούθει μοι.
Ο δε Παΐσιος τον ακολουθούσεν, έως οπού πήγεν εις ένα σπήλαιον της ερήμου· και τότε λέγει ο Σωτήρ προς αυτόν έμβα μέσα να ίδης άνδρα τη αληθεία αγωνιστήν [πραγματικά αγωνιστή]· και εμβαίνωντας μέσα εις το σπήλαιον ο Παΐσιος, είδεν ένα άνθρωπον οπού εκυλίετο κατά γης, και έτριβε το στόμα του και το πρόσωπόν του εις το έδαφος, και απορώντας διά τον υπερβολικόν αγώνα του ανδρός, ευγήκεν έξω, παρακαλών να μάθη από τον Ιησούν Χριστόν το αίσιον του μεγάλου αγώνος του ανδρός.
Και ο Κύριος του λέγει· είδες τον εδικόν μου αγωνιστήν, τι λογής μεγάλους κόπους υπομένει διά λόγου μου; τον είδον Δέσποτα, του λέγει ο Παΐσιος, και έφριξα εις τους πόνους των αγώνων τους αλλά παρακαλώ την αγαθότητά σου, να μου φανερώσης, πώς έχει τόσον αγώνα;
Και ο Σωτήρ του λέγει, δύω ημέρας έχει μόνον οπού νηστεύει, και ιδού τον βλέπεις τι λογής ταλαιπωρείται από την πείναν και την δίψαν.
Ταύτα ακούσας ο Παΐσιος, είπε· και πώς εγώ έχω είκοσι δύω ημέρας οπού νηστεύω, και δεν έπαθα κανένα παρόμοιον; διά τι εσύ, του είπεν ο Σωτήρ, δυναμόνεσαι από την χάριν μου, και νηστεύεις ακόπως [χωρίς κόπο]· εκείνος δε ως αθλητής από μοναχήν την προαίρεσίν του νηστεύει με κόπον πολύν, και φλεγόμενος από τον πολύν πόθον οπού έχει εις εμέ, υποφέρει να πάσχη υπέρ την δύναμίν του.
Έπειτα ερωτώντας ο Παΐσιος τον Κύριον, ποίαν πληρωμήν έχει να λάβη από την αγαθότητά σου διά τας δύω ημέρας; του απεκρίθη· ομοίαν πληρωμήν θέλει λάβη ούτος διά τας δύω ημέρας, με εκείνην οπού έχεις να λάβης εσύ διά τας είκοσι δύω, και εξίσου θελω ειπώ είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου, και εις εσέ οπού έλαβες τα πέντε τάλαντα, και εις εκείνον οπού έλαβε τα δύω· διά τι εξίσου επράξατε το καλόν, και εφάνητε και οι δύω πρόθυμοι, κατά την δύναμίν σας.
Ταύτα ειπών ο Σωτήρ, έγινεν άφαντος.
Απόσπασμα από το «Νέον Εκλόγιον» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη.