Η συμβολική μορφή της γυναίκας στο έργο του Σολωμού

      Η «γυναίκα της Ζάκυνθος» του Σολωμού δεν είναι η αντιπροσωπευτικότερη γυναίκα, που εκφράζει τα αισθήματα του Σολωμού για την γυναίκα. Η γυναίκα της Ζάκυνθος ήταν μια αυταρχική γυναίκα και εξαιτίας του θεληματικού της χαρακτήρα ήταν με τον ποιητή σε αιώνια γκρίνια. Αυτή μάλιστα ήταν και η κυριώτερη αιτία που ο ποιητής έφυγε για την Κέρκυρα» γράφει ο  Κώστας Καιροφύλας στο βιβλίο του Η ζωή και το έργο του Σολωμού. Ήταν μάλιστα η  γυναίκα από τον πρώτο γάμο του αδελφού του, του Δημήτρη, με τον οποίο, ενώ τον λάτρευε ο Σολωμός, αφού του άφησε και όλη του την περιουσία, μάλωναν πολύ συχνά. Αυτή η γυναίκα στάθηκε αφορμή να ασχοληθεί μαζί  της και να την περιγράψει με αποσπασματικό τρόπο όλα της τα ελαττώματα.

          Υπήρχαν όμως και άλλες γυναίκες, που τιμούσε και σέβονταν και οι οποίες τον επηρέασαν βαθύτατα και του διαμόρφωσαν την ιδέα για την γυναίκα,  όπως η μητέρα του με την βαθιά θρησκευτικότητα, η Μαρία Παπαγεωργοπούλου, της οποίας ο θάνατος τον λύπησε πολύ, η Αδελαΐς Καρβελά, η Φραγκίσκα Φραιζερ, η Αλίκη Ουάρδ, γυναίκες

Οι γυναίκες στο έργο του Σολωμού παρελαύνουν συνεχώς αλλά εκφράζουν κάθε φορά κάτι ωραίο, κάτι υψηλό, κάτι μεγαλοπρεπές. Αυτό το διαπιστώνουμε στην συμβολική μορφή της Ελευθερίας, της Δόξας, της ηρωικής μάνας, της ρομαντικής αγαπημένης και της μεταφυσικής οπτασίας. Ο Ξενόπουλος σημειώνει ότι ο Σολωμός ύμνησε και εξύψωσε τις γυναίκες, ιδιαίτερα τις ωραίες, μέσα στον ιδανικό κόσμο που ζούσε  αλλά δεν δέθηκε με καμιά, γιατί τις αγαπούσε Πλατωνικά. Δεν υπάρχει το προσωπικό ερωτικό στοιχείο πουθενά, γιατί τις εξιδανικεύει και τις εξαγιάζει

Α. Η γυναικεία μορφή στο σύμβολο της Ελευθερίας.

         Την συμβολική αυτή μορφή την βρίσκουμε στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν».  Η μορφή της Ελευθερίας στο ποίημα αυτό είναι μεγαλοπρεπής και επιβλητική. Την φανταζόμαστε, έτσι όπως την περιγράφει ο ποιητής, μια αντρογυναίκα με το σπαθί στο χέρι και με γρήγορο βήμα. Ο ποιητής την αναγνωρίζει από την κόψη του σπαθιού την τρομερή και από την βία που μετράει σε ποια μέρη τη Ελληνικής γης να τρέξει:

  1. Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
    σε γνωρίζω από την όψη, που με βία μετράει τη γη.

Η μορφή της Ελευθερίας, που δεν είναι άλλη από την μορφή της Ελλάδας, την οποία την βλέπει να βγαίνει από τα ιερά κόκκαλα των Ελλήνων

  1. Aπ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Eλλήνων τα ιερά,
    και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!

Ο Σολωμός παρατηρεί και περιγράφει όλες τις περιπέτειες της Ελλάδας κατά τον αγώνα του1821 αλλά και την αποφασιστικότητα να ελευθερωθεί η Ελλάδα. Την βλέπει να γυρίζει στις αυλές των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά αυτές να μην της δίνουν σημασία κι έτσι γυρίζει πίσω και παίρνει την απόφαση να στηριχτεί στις δυνάμεις της κι έτσι αποκτά γιγάντιες διαστάσεις.

  1. Mε τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
    να γυρεύης εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.

15 Nαι αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή!

95 λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός
φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.
96 Tο σπαθί σου αντισηκώνεις,τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις, και εις το τέταρτο κτυπάς

Την βλέπει να ορμηνεύει τους διχασμένους αγωνιστές  για ομόνοια και συμφιλίωση:

144 “H Διχόνοια, που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει, πάρ’ το, λέγοντας, κι εσύ.
145 “Kειο το σκήπτρο που σας δείχνει, έχει αλήθεια ωραία θωριά
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εις σέ δάκρυα θλιβερά.
 Β. Η γυναικεία μορφή στο σύμβολο της ρομαντικής γυναίκας

Η αποθέωση της γυναίκας από τον Σολωμό γίνεται σε πολλά ποιήματά του. Εμείς θα πάρουμε να δούμε την Αγνώριστη, η οποία μπορεί να είναι άγνωστη, όμως είναι γοητευτική, μαγική  και απόλυτα ρομαντική. Αλλά και δύο άλλες ρομαντικές υπάρξεις, την Ξανθούλα και την Ανθούλα.

Η Αγνώριστη του Δ. Σολωμού

Ποιά είναι τούτη που κατεβαίνει ασπροεντυμένη οχ το βουνό;

Τώρα που τούτη η κόρη φαίνεται το χόρτο γένεται άνθι απαλό·

κι ευθύς ανοίγει τα ωραία του κάλλη και το κεφάλι συχνοκουνεί·

κι ερωτεμένο, να μη το αφήσει, να το πατήσει παρακαλεί.

Κόκκινα κι όμορφα έχει τα χείλα, ωσάν τα φύλλα της ροδαριάς,

όταν χαράζει και η αυγούλα λεπτή βροχούλα στέρνει δροσιάς.

Και των μαλλιώνε της τ’ ωραίο πλήθος πάνου στο στήθος λάμπει ξανθό·

έχουν τα μάτια της οπού γελούνε το χρώμα που ’ναι στον ουρανό.

          Η περιγραφή αυτής της κορασιάς είναι από τις πλέον ρομαντικές. Είναι ντυμένη στα άσπρα, σύμβολο της αγνότητας, έχει κόκκινα και όμορφα χείλη, σαν τα φύλλα της ροδιάς, που την αυγούλα έχει πάνω της λεπτή  βροχούλα όλο δροσιά. Έχει ένα ωραίο πλήθος ξανθών μαλλιών και μάτια σαν το χρώμα του ουρανού. Έχει όμως και μαγικές ικανότητες, αφού το χόρτο που πατεί γίνεται ανθός, που κι αυτό ανοίγει τα ωραία του κάλλη και παρακαλεί να μην το αφήσει να το πατήσει η κορασιά. Εδώ η ωραιότητα της γυναίκας συναγωνίζεται την ωραιότητα της φύσης.  Η αποθέωση της γυναικείας μορφής γίνεται μέσα από τα κάλλη της φύσης, η οποία την πλουτίζει και την ομορφαίνει.

Η Ξανθούλα του Σολωμού

Μια ανάλαφρη γυναικεία μορφή είναι και η Ξανθούλα, η οποία πάει στη ξενιτιά και δακρύζει κι αυτός μαζί με τους φίλους της, που σημαίνει ότι είχε κάποια αισθήματα ανομολόγητα γι’ αυτήν.

Την είδα την Ξανθούλα, Την είδα ψες αργά,
Που εμπήκε στη βαρκούλα Να πάη στην ξενιτιά. 

Εφούσκωνε τ’ αέρι Λευκότατα πανιά,
Εδάκρυσαν οι φίλοι, Εδάκρυσα κι εγώ.

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα Με τα λευκά πανιά,
Μόν’  κλαίγω την Ξανθούλα Με τα ξανθά μαλλιά.

Η Ανθούλα του Σολωμού

Η Ανθούλα θα μπορούσε  να  πει κανείς ότι ήταν μια γνωριμία του ποιητή, αφού την ονομάζει αγάπη μου και μάλιστα την χαρακτηρίζει ως γλυκιά, χρυσή ελπίδα. Από το τέλος όμως του ποιήματος βγάζουμε το συμπέρασμα πώς αυτό το κοριτσάκι, η  Ανθούλα, έμεινε ορφανό και απροστάτευτο και ο ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να το προστατέψει από την πλάνη του κόσμου, που στήνει πολλές παγίδες και παγιδεύουν τα αθώα κορίτσια και παραστρατούν. Το ποίημα εκπέμπει  μια τρυφερότητα για προστασία πιο πολύ κι όχι μια ερωτική διάθεση.

Αγάπησέ με, Ανθούλα μου, γλυκιά χρυσή μου ελπίδα,

καθώς κι εγώ σ’ αγάπησα την ώραν οπού σ’ είδα.

Τη μάνα σου θυμούμενη εδάκρυζες, Ανθούλα,

γιατί στον κόσμο σ’ άφησε μονάχη κι ορφανούλα.

Α, ναι, φυλάξου, αγάπη μου, του κόσμου από την πλάνη,

οπού με λόγια δολερά τόσα κοράσια χάνει…

Πού πας μονάχη κι έρημη, αθώα περιστερούλα!

Βρόχια πολλά σού σταίνουνε· έλα μαζί μου, Ανθούλα.

Γ. Η γυναικεία μορφή στο ρόλο της ηρωικής μάνας

Οι Μεσολογγίτισσες είναι οι γυναίκες που θυσιάζουν τα πάντα μπροστά για την ελευθερία της πατρίδας. Γι’ αυτές δεν  υπάρχει ούτε ο έρωτας, ούτε το πάθος, ούτε η πείνα, ούτε η ποθητή γνώση.   Υψώνονται προς το χρέος με την ίδια δύναμη που υψώνονται και οι άνδρες.

Η ηρωική μορφή της μάνας εμφανίζεται μέσα στο ηρωικό κλίμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων και μας θυμίζει τις ηρωικές Σουλιώτισσες. Συμμετέχουν σε όλες τις δοκιμασίες και τους πειρασμούς των πολιορκημένων και αναδεικνύονται ηρωικές.

Στην δοκιμασία της πείνας

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα 
μνέει·

Η μάνα ζηλεύει το πουλί που βρίσκει ένα σπυρί και μπορεί να δώσει στο πουλάκι της, ενώ αυτή  μια μάνα ανθρώπου δεν το έχει και αναγκάζεται να ορκιστεί στα μάτια της ότι δεν έχει ούτε ένα σπυρί να δώσει στο παιδάκι της, που τα ματάκια του τα μαύρισε η πείνα.

Στη δοκιμασία του χαρούμενου τραγουδιού

Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία».

Το μόνο όργανο που ακούγονταν μέσα στη στερημένη πόλη του Μεσολογγίου ήταν η σάλπιγγα που ηχούσε, όταν πολεμούσαν. Κι όμως αυτός ο ήχος τους θύμιζε τις χαρές της ζωής, προπαντός της μάνας, όπως όταν παντρεύει τα παιδιά της.

Στη δοκιμασία της μάχης

Η κορασιά τρεμάμενη……… (είπε)
Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Εδώ ‘ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι εγ’ όλη την πνοή μου·
Τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας,

          Δεν υπάρχει περιθώριο στις Μεσολογγίτισσες για όνειρα και χαρές αλλά τους κράζει το καθήκον της μάχης και πρέπει να ζωστεί το σπαθί της κι αυτή, πριν όλοι, αυτά τα λίγα απομεινάρια της πείνας αλλά και της ανδρείας. χάσουν την ζωή τους

Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.

Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,         

Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.

Δ. Η γυναικεία μορφή σε θεϊκό πρόσωπο οπτασίας

          Συχνά γυναικείες μορφές παίρνουν θεϊκές διαστάσεις  κι έτσι επικρατεί μια μυσταγωγική ατμόσφαιρα.

Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,

Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
Κρητικός .

          Το ίδιο μοτίβο βλέπουμε και στον Κρητικό. Η αρραβωνιστικιά του Κρητικού αποκτά θεϊκή θωριά και ντύνεται το φεγγάρι κι έτσι γίνεται φεγγαροντυμένη.

ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.

……………………………………………………..

          Στους παρακάτω στίχους η γυναίκα αγιάζει την κοιλάδα, που σημαίνει ότι και η ίδια είναι αγία και μάλιστα με μεταφυσικές διαστάσεις για μελλοντική κρίση  μπροστά τη θύρα του Παραδείσου.

Μην είδατε την ομορφιά που την κοιλάδα αγιάζει;

Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.

Καπνός δε μένει από τη γη. νιος ουρανός εγίνη

Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη»

…………………………………………….

Ψηλά την είδαμε πρωί. της τρέμαν τα λουλούδια

Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια.