Νεομάρτυρας Ιωάννης ο Τραπεζούντιος, Το μαρτύριο, η εμφάνιση του θείου φωτός και των φωτεινών ανδρών, το πάθημα του ασεβούς και η απόπειρα κλοπής του ιερού λειψάνου

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

[…] Μένοντας ο τύραννος κατησχυμμένος [ντροπιασμένος] από τους τοιούτους σοφούς λόγους του Μάρτυρος, εταράχθη όλος από τον θυμόν, και επρόσταξε πάλιν να τον κτυπούν εις όλον του το κορμί ανελεήμονα, εις τόσον οπού έπεσαν όλαις η σάρκες του, και εφαίνοντο τα εντόσθιά του.

Ο δε Μάρτυς του Χριστού επροσηύχετο προς τον Θεόν και οι στρατιώται εκείνοι οπού τον επαίδευον εκουράσθησαν, και όλοι οι παρεστώτες εφώναξαν κατά του εξουσιαστού, ονειδίζοντές τον διά την μεγάλην του σκληρότητα και απανθρωπίαν, ο δε τύραννος αντί να μαλακώση, εσκληρύνθη περισσότερον, και επρόσταξε και έφεραν ένα άλογον άγριον, και έδεσαν τον Μάρτυρα εις την ουράν και τον έσυρναν εις όλον το κάστρον.

Και όταν πέρασεν ο άγιος από τα οσπήτια των Εβραίων οπού εκατήκουν, ευγήκαν οι Εβραίοι και τον ωνείδιζαν, και τον εκτύπουν, και έρριπταν κατεπάνω του ό,τι έφθαναν. Ένας δε από που τους Εβραίους αρπάζωντας ένα σπαθί έτρεξε, και του έκοψε την κεφαλήν· ο δε στρατιώτης έλυσε τον Μάρτυρα από το άλογον, και τον άφησε εις τον ίδιον τόπον, και κανένας από τους χριστιανούς δεν ετόλμα που να τον πάρη, διά να τον θάψη από την φόβον.

Το μαρτύριο του αγίου Ιωάννη του Νέου. Τοιχογραφία στο καθολικό της Μονής Αγίου Γρηγορίου Σουτσεάβα.

Και όταν ενύκτωσεν, έδειξεν ο Θεός σημείον θαυμαστόν εις το μαρτυρικόν λείψανον· και επάνω εις αυτό κατέβη από τον ουρανόν ένας στύλος πύρινος, και εφαίνοντο και λαμπάδες πολλαίς, και τρεις άνδρες φωτεινοί και λευκοφόροι, και έψαλαν ύμνους εις τον Άγιον.

Ένας δε από τους Εβραίους οπού εκατοίκα εκεί κοντά, θαρρώντας πως επήγαν οι ιερείς των χριστιανών, διά να τον πάρουν να τον θάψουν, επήρε το δοξάριόν [το τόξο] του, και απλώνωντας το χέρι του, και διά να ρίψη την σαΐταν να τους κτυπήση, εκόλλησαν τα χέρια του, το ένα εις το δοξάρι, και το άλλο εις την σαΐταν, και έμεινε δεμένος εκεί, έως που εξημέρωσε.

Και βλέπωντας πως η παιδεία αυτή του εδόθη από τον Θεόν διά την κακίαν του, και μη θέλωντας εδιηγείτο το θαύμα εις όλους τους εκεί συναχθέντας, και όλα όσα είδεν εκείνην την νύκτα εις το άγιον εκείνο, και πολύαθλον σώμα, και ούτως ελευθερώθη από την παιδείαν εκείνην.

Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εφοβήθη πολλά, και έδωκεν άδειαν εις τους χριστιανούς, και επήραν το μαρτυρικόν λείψανον, και το ενταφίασαν εις την Εκκλησίαν τους μετά πάσης ευλαβείας.

Δεν απέρασαν πολλαίς ημέραις και ο καπετάνος οπού τον επρόδωσεν [τον συκοφάντησε ότι είπε ότι ήθελε να γίνει μωαμεθανός], ηθέλησε να κλέψη το άγιον λείψανον, και να φύγη, επειδή και εμετανόησεν εις την κακίαν του.

Και μίαν νύκτα ευρίσκωντας αρμόδιον καιρόν, επήγε με τους ανθρώπους του, και άνοιξε τον τάφον του Μάρτυρος, διά να το πάρη. Ο δε Αγιος την αυτήν ώραν [την ίδια ώρα] εφάνη εις τον εφημέριον της Εκκλησίας εκείνης, και του λέγει, σηκώσου το ογλιγωρότερον, και πήγαινε εις την Εκκλησίαν, ότι ήλθαν να με κλέψουν.

Κι παρευθύς επήρεν ο ιερεύς και άλλους πολλούς, και έδραμαν μετά σπουδής [βιαστικά] εις την Εκκλησίαν, και τους εδίωξαν εκείθεν [από εκεί].

Απόσπασμα από το  «Νέον Μαρτυρολόγιον».