(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Για τον μοναχό λέοντα τον Καππαδόκη
Όταν βασίλευε ο Τιβέριος, ο βασιλιάς και πιστότατος Καίσαρας, επσκεφτήκαμε την Ώαση, στην οποία όταν φτάσαμε, είδαμε ένα μεγάλο κατά Θεό μοναχό, στην καταγωγή Καππαδόκη.
Και το όνομά του Λέων.
Γι’ αυτόν πολλοί πολλά και θαυμαστά μας διηγήθηκαν.
Εμείς, αφού του κάναμε συντροφιά και γνωρίσαμε καλά τον όσιο άνδρα, ωφεληθήκαμε πολύ και μάλιστα από την ταπείνωση και την ησυχία και την ακτημοσύνη και την αγάπη που είχε προς όλους.
Μας έλεγε λοιπόν αυτός ο αοίδιμος γέροντας:
«Πιστέψτε με, παιδιά μου, πρόκειται να γίνω βασιλιάς».
Εμείς τότε του λέγαμε: «Σε βεβαιώνουμε, αββά, ότι από την Καππαδοκία κανένας δεν έγινε ποτέ βασιλιάς· άδικα λοιπόν έχεις αυτόν το λογισμό».
Αυτός όμως ξαναέλεγε: «Αναμφισβήτητα, παιδιά μου, πρόκειται να γίνω βασιλιάς»· και κανένας δεν μπορούσε να τον πείσει να αποχωριστεί απ’ αυτόν το λογισμό.
Όταν λοιπόν ήρθαν οι Μάζικες και λεηλάτησαν όλη τη χώρα εκείνη, ήρθαν στην Ώαση και πολλούς μεν μοναχούς σκότωσαν, πολλούς δε και αιχμαλώτισαν. Μέσα σ’ αυτούς πήραν από τη λαύρα και τον αββά Ιωάννη (ήταν αυτός χειροθετημένος αναγνώστης της Μεγάλης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως*) και τον αββά Ευστάθιο το Ρωμαίο και τον αββά Θεόδωρο.
Ήσαν όμως και οι τρεις ασθενείς.
Αφού λοιπόν αιχμαλωτίστηκαν αυτοί, λέει ο αββάς Ιωάννης στους βαρβάρους: «Πηγαίνετέ με στην πόλη και πείθω τον επίσκοπο να σας δώσει εικοσιτέσσερα χρυσά νομίσματα».
Τον πήρε λοιπόν ένας από τους βαρβάρους και τον φέρνει κοντά στην πόλη. Και πήγε ο αββάς Ιωάννης στον επίσκοло.
Βρέθηκε τότε κι ο αββάς Λέων στην πόλη και κάποιοι άλλοι από τους πατέρες· γι’ αυτό και δεν τους έπιασαν.
Ήρθε λοιπόν ο αββάς Ιωάννης κι άρχισε να παρακαλεί τον επίσκοπο να δώσει τα νομίσματα στο βάρβαρο. Ο επίσκοπος όμως έτυχε να μην έχει παραπάνω από οχτώ χρυσά νομίσματα.
Θέλησαν λοιπόν να τα δώσουν στο βάρβαρο.
Και δεν τα πήρε, αλλά είπε: «Ή δώστε μου εικοσιτέσσερα νομίσματα ή μοναχό».
Αναγκάστηκαν λοιπόν οι κάτοικοι του κάστρου να δώσουν τον αββά Ιωάννη στο βάρβαρο κλαίοντα και οδυρόμενο.
Και τον πήραν στις σκηνές τους.
Μετά λοιπόν τρεις μέρες πήρε ο αββάς Λέων οχτώ νομίσματα και βγήκε στην έρημο, όπου ήσαν οι βάρβαροι.
Και παρακαλούσε λέγοντας: «Πάρτε εμένα και τα οχτώ νομίσματα κι απολύστε αυτούς, γιατί είναι ασθενείς και δεν μπορούν να σας υπηρετήσουν και πρόκειται να τους σκοτώσετε. Εγώ όμως και υγιής είμαι και σας υπηρετώ».
Τότε οι βάρβαροι πήραν αυτόν και τα οχτώ νομίσματα κι απόλυσαν τους τρεις.
Πήγε λοιπόν ο αββάς Λέων μέχρις ενός σημείου μαζί τους και, επειδή εξαντλήθηκε, τον αποκεφάλισαν.
Και εκπλήρωσε ο αββάς Λέων το ρητό της Γραφής: «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού».
Τότε κι εμείς καταλάβαμε ότι αυτό ήταν που έλεγε ότι πρόκειται να βασιλεύσει. Γιατί πράγματι βασίλευσε δίνοντας τη ζωή του για τους φίλους του.
* Πρόκειται για την Αγία Σοφία.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», εισαγωγικά, μετάφραση, σχόλια Μοναχός Θεολόγος. Έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους 1983.