(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Μίαν φοράν έδωκεν ο Όσιος ένδεκα επανωκαμίλαυκα [επανωκαλίμαυχα] εις ένα πραγματευτήν της Αγχιάλου, διά να τα πωλήση, και να του φέρη σιτάρι· εκείνος όμως τα αλησμόνησε και δεν τα επώλησεν, αλλά τα έφερεν οπίσω με λύπην του, ζητώντας συγχώρησιν.
Ο δε Όσιος του είπε, το πράγμα δεν έγινεν από λόγου σου, αλλά από τον Χριστόν μου· διά τι εγώ είδον εις το οραμά μου ένα άνθρωπον λαμπρόν και φοβερόν, και μου είπε: διά τι Αββά, δεν έδωκες εις ει μένα τα επανωκαμίλαυκά σου, αλλά τα έδωκες εις τον δείνα; Αν τα έδιδες εις εμένα, εγώ ήθελα σε τρέφω χωρίς κόπον.
Και εγώ του είπον· τις [ποιος] είσαι Κύριέ μου;
Και αυτός απεκρίθη μοι· εγώ ονομάζομαι Ελπίδιος.
Και εγώ πάλιν του είπον· ελπίζω εις τον Θεόν, ότι εάν καταδέχεσαι αυτά, εις το εξής έχω να τα δίδω εις εσέ, και όχι εις άλλον.
Και ούτως από τότε και ύστερα, όσα επανωκαμίλαυκα έκαμνε, τα εχάριζεν εις τους πτωχούς, λέγωντας εις τον εαυτόν τους δος, διά να λάβης και αν έκαμνεν επανωκαμίλαυκον, και δεν είχεν εις ποίον να το δώση, το έρριπτεν έξω από τον φράχτην του Μοναστηρίου, διά να το πάρουν οι διαβάται, ότι τόσον επιθυμούσε να μην έχη, όσον άλλοι επιθυμούν να έχουν.
Απόσπασμα από το «Νέον Εκλόγιον» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Εκδόσεις Αστήρ.