Παναγία «Άξιόν εστι», Οι συνέπειες σ’ αυτούς που δεν υποδέχτηκαν την εικόνα

 

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Το έτος 1508 οι μοναχοί του Διονυσιάτικου κελλιού του αγίου Στεφάνου, την ώρα της λιτανείας [η οποία πραγματοποιείται τη Δευτέρα της Λαμπρής] εγκατέλειψαν το κελλί, κρύφτηκαν και δεν υποδέχτηκαν την εικόνα της Θεοτόκου ούτε περιποιήθηκαν τους λιτανεύοντες μοναχούς.

Το ίδιο βράδυ δυνατή βροχή και χαλάζι αφάνισαν τ’ αμπέλια τους, τα δένδρα και τους κήπους τους, ενώ των γειτόνων τους έμειναν «σώα και ευθαλή».

Οι μοναχοί, συναισθανθέντες την αμαρτία τους, έσπευσαν στη μονή Διονυσίου και ανήγγειλαν το γεγονός στον άγιο Νήφωνα, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που βρισκόταν τότε εκεί.

Εκείνος τους επιτίμησε ανάλογα και την επόμενη χρονιά υποδέχτηκαν με τιμή την εικόνα, περιποιήθηκαν τους μοναχούς και πέφτοντας στη γη ζήτησαν συγχώρεση για την περσινή τους συμπεριφορά.

 

Και οι μοναχοί της μονής Κουτλουμουσίου δυο φορές δεν έλαβαν μέρος στη λιτανεία, λέγοντας ότι «ημείς μοναστήριον μέγιστον εσμέν, και οφείλομεν ιδίως λιτανεύειν, ως και τα άλλα μοναστήρια, και την αρχαίαν ταύτην παράδοσιν των πατέρων ου ποιούμεν».

Και «ευθύς η οργή του Θεού ανέβη επ’ αυτούς».

Την πρώτη φορά οι αλλόφυλοι τους έκαψαν το καράβι του μοναστηριού και τον αρσανά και τη δεύτερη η νεόδμητη τράπεζα του μοναστηριού μαζί με άλλα κτίσματα κατέπεσαν «αθρόως ως τα Ιεριχούντια τείχη».

Η εικόνα τιμάται στις 11 Ιουνίου.

Από το βιβλίο του Ιερομονάχου Ιουστίνου Σιμωνοπετρίτη, «Άξιόν εστιν, Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου», των εκδόσεων Πανσέληνος, Άγιον Όρος.