(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης
Ερωταποκρίσεις
Απαντήσεων συνέχεια στην ερώτηση: Ποιο είναι το γνώρισμα του τέλειου Χριστιανού;
Του Κυρίλλου Ιεροσολύμων, από τις Κατηχήσεις (Φωτιζομένων, Ζ΄, 14).
Δεν μας ωφελεί σε τίποτε το να φέρουμε το όνομα των Χριστιανών, αν δε συμφωνούν και τα έργα μας με αυτό. Γιατί είναι γραμμένο: «Αν ήσασταν παιδιά του Αβραάμ, θα κάνατε και τα έργα του Αβραάμ».
Του Ιωάννη Χρυσοστόμου, από την ερμηνεία στο κατά Ματθαίον. (Ομιλίες 20 και 22).
Αυτός που ονομάζει τον Θεό Πατέρα, με αυτή τη μικρή λέξη ομολογεί τη συγχώρηση των αμαρτιών του, την κατάργηση της κόλασης, τη δικαίωση, τον αγιασμό, την απολύτρωση, την υιοθεσία, τη συγγένεια του με τον Μονογενή και τη χορήγηση του αγίου Πνεύματος.
Γιατί δεν είναι δυνατόν να ονομάσει τον Θεό Πατέρα, χωρίς να έχει επιτύχει όλα τα αγαθά και να γίνει υιός του Θεού.
Γιατί λέει· «όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού». Επομένως αυτός που ονόμασε τον Θεό Πατέρα, είναι σωστό να δείχνει τέτοια συμπεριφορά, ώστε να μη αποδεικνύεται ανάξιος αυτής της συγγένειας.
Γιατί λέει· «Κανένας δεν μπορεί να υπηρετεί σε δύο κυρίους· και στον Θεό και στον Μαμμωνά».
Μη φιλοσοφείς λοιπόν πράγματα περιττά, γιατί ο Θεός αποφάνθηκε μια για πάντα και είπε ότι είναι αδύνατο να συμβαίνει και αυτή και εκείνη η υποταγή. Μη λες λοιπόν συ ότι είναι δυνατόν.
Γιατί, όταν ο ένας διατάζει τον υπηρέτη να αρπάζει και ο άλλος να εγκαταλείπει αυτά που έχεις· ο ένας του λέει να είναι συνετός, και ο άλλος να πορνεύει, ο ένας να απολαμβάνει και να μεθά, και ο άλλος να νηστεύει και να εγκρατεύεται, ο ένας να αισχρολογεί, και ο άλλος να περιφρονεί τα υπάρχοντα του, και ο άλλος να προσηλώνεσαι σ’ αυτά που έχει, ο ένας να θαυμάζει τα μάρμαρα και τους τοίχους και τις οροφές, και ο άλλος να τα περιφρονεί αυτά και να τιμά την αναζήτηση της αλήθειας, πώς είναι δυνατόν αυτά να συμβούν στον κύριο;
Και κύριο εδώ ονομάζει τον μαμμωνά, όχι λόγω της φύσεως του, αλλ’ εξαιτίας της ταλαιπωρίας εκείνων που υποκλίνονται σ’ αυτόν. Γιατί έτσι ο Απόστολος ονόμασε και την κοιλιά, όχι από το αξίωμα της κυρίας, αλλά από την αθλιότητα εκείνων που την υπηρετούν.
Του αγίου Βασιλείου, από τα Ασκητικά του.
Εάν πιστεύουμε στον Κύριο που λέει· «Καθένας που αμαρτάνει, είναι δούλος της αμαρτίας», και πάλι «Σεις είσαστε παιδιά του πατέρα σας διαβόλου, και θέλετε να εκτελείτε τις επιθυμίες του πατέρα σας», τότε αντιλαμβανόμαστε, ότι δεν είναι απλώς μέτοχος, αλλά δούλος.
Και χαρακτηρίζει κύριο και πατέρα του εκείνον του οποίου το έργο κάνει κάποιος. Και το βεβαιώνει ο Απόστολος λέγοντας· «Δεν ξέρετε ότι, όταν προσφέρετε τους εαυτούς σας δούλους σε κάποιον για να τον υπακούτε, είστε δούλοι εκείνου στον οποίο υπακούτε, είτε δούλοι της αμαρτίας που οδηγεί στο θάνατο, ή της υπακοής που παρέχει δικαίωση;». Και δεν πρέπει η πίστη να είναι νεκρή.
Και αλλού πάλι· «Γιατί με αποκαλείτε, Κύριε, Κύριε, και δεν κάνετε αυτά που λέω;».
Διότι πρέπει και με τα έργα μας να τον ομολογούμε Κύριο, όντας κυριευμένοι από αυτόν,και όχι να βασιλεύει μέσα μας και να κυριαρχεί η αμαρτία, για να μη βρει εφαρμογή και σε μας το «Τον αγάπησαν μόνο με το στόμα τους, ενώ η καρδιά τους δεν ήταν ειλικρινής μαζί του».
Ας ακούσουμε όμως και τον Απόστολο που λέει· «Μη πλανάστε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτρες, ούτε μοιχοί, ούτε θηλυπρεπείς, ούτε αρσενοκοίτες, ούτε μέθυσοι, ούτε άρπαγες θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού».
Και πάλι «Κάθε πόρνος ή πλεονέκτης, δηλαδή ειδωλολάτρης ή ακάθαρτος, δεν θα έχει κληρονομιά στη βασιλεία του Χριστού του Θεού μας. Κανένας να μη σας απατά με κούφια λόγια, γιατί εξαιτίας αυτών έρχεται η οργή του Θεού στους απειθείς ανθρώπους. Να μη έχετε λοιπόν τίποτε το κοινό μαζί τους. Εάν λοιπόν είμαστε και εμείς μεταξύ εκείνων που λένε ότι πιστεύουν και περιμένουν τη βασιλεία, δεν είμαστε μέτοχοι του βασιλιά, αλλά συμμέτοχοι των εχθρών του βασιλιά.
Γιατί, αν μάθαμε τον Χριστό, μάθαμε την αλήθεια. Και εάν γνωρίζουμε την αλήθεια, ας ζήσουμε και με την αλήθεια των έργων. Γιατί, όταν θα έρθει, θα μας βάλει μαζί με τους άπιστους, λέγοντας: «Ποτέ δεν σας γνώρισα· φύγετε από μένα, όσοι κάνετε την παρανομία», και δε θα ωφεληθούμε καθόλου λέγοντας· «Κύριε, Κύριε» γιατί την απλή πίστη την έχουν και τα δαιμόνια.
«Ας ανεβεί», λέει, «σαν θυμίαμα ευωδιαστό κατ’ ευθεία σε σένα η προσευχή μου, και η ανύψωση των χεριών μου ας γίνει δεκτή ως εσπερινή θυσία». Κοίταξε από όλες τις πλευρές τα χέρια σου και μάθε τα καλά. Και εάν δεν έχουν τίποτε το αρπαχτικό ή βρώμικο, τότε λέγε με θάρρος· «Ας ανεβεί κατ’ ευθεία η προσευχή μου σαν θυμίαμα».
Εάν όμως άρπαξες, ή έκανες κάτι από αυτά που είναι απαγορευμένα, να μη φωνάξεις ούτε να υψώσεις τα χέρια σου, μέχρι που να σταματήσεις το κακό. Γιατί, και αν ακόμα μπορέσεις να τα υψώσεις, κατά παραχώρηση του Θεού, η προσευχή σου, ως αξιοκατάκριτη, δε φθάνει ποτέ στον ουρανό, αλλά και συ θα ακούσεις· «Όταν υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, θα στρέψω αλλού το πρόσωπο μου από σένα. Και εάν πολλαπλασιάσεις την προσευχή σου, δεν θα σε ακούσω, λέει ο Κύριος».
Συνεχίζεται
Από το βιβλίο Αναστασίου του Σιναΐτη, «Άπαντα τα έργα, Ερωταποκρίσεις Α’ – ΞΔ’», της σειράς τόμων «Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας – Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών» των εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς».