Συχνά ακούγεται το αίτημα: «Αποδείξτε την ύπαρξη του Θεού». Όμως μια τέτοια απαίτηση, σαν να ζητά κανείς μαθηματική απόδειξη, είναι παρεξήγηση τόσο της επιστήμης όσο και της θεολογίας. Διότι ακόμη και οι ίδιες οι επιστήμες, που θεωρούνται πρότυπο βεβαιότητας, δεν βασίζονται σε αποδείξεις με την αυστηρή έννοια, αλλά σε ένα άλλο είδος συλλογισμού: τη Συναγωγή της Βέλτιστης Εξήγησης.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των ηλεκτρονίων. Κανείς δεν «είδε» ποτέ ένα ηλεκτρόνιο με γυμνό μάτι. Αυτό που βλέπουμε είναι τα φαινόμενα που ερμηνεύονται καλύτερα αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν ηλεκτρόνια. Ο επιστημονικός ρεαλισμός υποστηρίζει ότι, εφόσον τα φαινόμενα εξηγούνται με συνέπεια από το μοντέλο που περιλαμβάνει τα ηλεκτρόνια, έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι τα ηλεκτρόνια υπάρχουν πραγματικά — όχι απλώς ως βολικές υποθέσεις.
Αν δεχθούμε αυτόν τον τρόπο σκέψης, είναι εκλεκτικισμός να τον θεωρούμε απολύτως έγκυρο για τις φυσικές επιστήμες, αλλά αθέμιτο για τη θεολογία. Η πίστη στον Θεό δεν θεμελιώνεται σε αποδείξεις μαθηματικού τύπου, αλλά στη βέλτιστη εξήγηση της ανθρώπινης εμπειρίας: της ύπαρξης του κόσμου, της τάξης του σύμπαντος, της ηθικής συνείδησης, της πνευματικής εμπειρίας, της μαρτυρίας των Αγίων.
Αν η επιστήμη δέχεται τη Συναγωγή της Βέλτιστης Εξήγησης ως θεμέλιο για να μιλά για οντότητες που δεν παρατηρούνται άμεσα, δεν είναι ανορθολογικό να την επικαλείται και η θεολογία. Είναι ασυνεπές να αποδέχεται κανείς την ύπαρξη ηλεκτρονίων, γονιδίων ή καμπυλότητας του χωροχρόνου, παρότι δεν τα αντιλαμβάνεται άμεσα, αλλά να χαρακτηρίζει ανορθολογική την πίστη στην ύπαρξη του Θεού που εξηγεί ολιστικά την πραγματικότητα.
Η χριστιανική πίστη, λοιπόν, δεν είναι τυφλή πίστη χωρίς λόγο. Είναι εμπιστοσύνη που στηρίζεται σε μια λογική πορεία: ότι ο Θεός είναι η βέλτιστη εξήγηση για την ύπαρξη και το νόημα του κόσμου. Αν η Συναγωγή της Βέλτιστης Εξήγησης είναι θεμελιώδης στην επιστήμη, τότε η αναφορά της στη θεολογία όχι μόνο δεν είναι ανορθολογική, αλλά συνεχίζει την ίδια πορεία του ανθρώπινου νου προς την αλήθεια.