Ο χρόνος της Εκκλησίας: η ομορφιά του ονόματος

Μιλώντας για την συνείδηση και τον χρόνο, ο ιδρυτής της Φαινομενολογίας, ο Χούσσερλ, κάπου γράφει ότι «το αντικείμενο της πρωταρχικής ενθύμησης που μετατοπίζεται προς τα πίσω δεν μεταβάλλει καθόλου τη χρονική θέση του αλλά μόνο την απόστασή του από το τρέχον ενεργεία τώρα [παρόν] (Edmund Husserl, Για τη Φαινομενολογία της συνείδησης του εσωτερικού χρόνου, Π.Ε. Κρήτης, Ηράκλειο 2020, σ. 182). Αυτό καταρχήν σημαίνει ότι υπάρχει ένα αντικείμενο «πρωταρχικής ενθύμησης». Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι χθες είδα ένα όμορφο τριαντάφυλλο. Όταν το είδα, ήταν το αρχικό «νυν», το πρώτο «τώρα», το σημείο της εκκίνησης του χρόνου. Μετά από μια ώρα, αυτό το αρχικό «νυν», η θέα του όμορφου λουλουδιού, δεν μετατοπίστηκε μεν προς τα πίσω, καθώς μεσολάβησαν άλλα «νυν», άλλα «τώρα», ωστόσο «δεν μετέβαλε καθόλου τη χρονική θέση του», πράγμα που θα πει το εξής: η θέα του λουλουδιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αρχικό, πραγματικό χρόνο που συνέβη. Ο χρόνος είναι κατά κάποιο τρόπο πραγματικός, ακόμη και ο περασμένος χρόνος.  

Ο χρόνος είναι ένα αληθινό μυστήριο. Το παρελθόν εξακολουθεί να έχει, παρά το ότι πέρασε, αντικειμενική σημασία. Ναι μεν η συνείδηση, δηλαδή εμείς, μπορεί να το αποξεχνάμε, η μνήμη αυτού που έγινε να ξεθωριάζει, ωστόσο δεν παύει ο χρόνος του παρελθόντος και τα γεγονότα του παρελθόντος να είναι, όπως είπαμε, πραγματικά. Θα ήθελα τώρα να αναφερθώ στον εκκλησιαστικό χρόνο και την ιδιότυπη μορφολογία του. Ας γυρίσουμε πίσω, την στιγμή που γεννήθηκε ο Χριστός: η Παρθένος έτεκε τον Υιό Της, τον Χριστό, και μάλιστα ανωδίνως, τα ζώα τον ζέσταναν με την πνοή τους, οι Άγγελοι κατέβηκαν από τον Ουρανό και αινούσαν την γέννηση του Θεού, οι βοσκοί έμαθαν για το θαύμα και πήγαν να προσκυνήσουν τον νεογέννητο Ιησού κλπ. Όλα αυτά τα γεγονότα συνιστούν το μυστήριο των «Χριστουγέννων». Ωστόσο, η Γέννηση του Χριστού, μεταβλήθηκε σε «εορτή», σε γιορτή. Ποιο είναι φαινομενολογικά το καθεστώς της «εορτής»;

Θα κάναμε λάθος αν λέγαμε ότι η εορτή είναι μια απλή επαναφορά στη μνήμη ορισμένων γεγονότων, ότι δηλαδή τα Χριστούγεννα απλώς «θυμόμαστε» τι έγινε κάποτε στην Βηθλεέμ. Αυτό φτωχαίνει πολύ την σημασία του όρου «εορτή». Η μνήμη είναι κάτι το καθαρά ψυχολογικό. Θα πει ότι φέρνω στον νου μου περασμένα πράγματα, και ίσως δημιουργούνται ορισμένα συναισθήματα από αυτή την επαναφορά. Για παράδειγμα, θυμούμενος τον εκλιπόντα παππού μου, μπορώ να συγκινηθώ, θυμούμενος ότι ο παππούς μου μου έλεγε παραμύθια μπορεί να χαρώ, θυμούμενος την μακρά ασθένεια του τέλους του, μπορεί να στενοχωρηθώ και να πονέσω κ.λπ. Ωστόσο, λέγει ο Χούσερλ, ότι όταν θυμάμαι κάτι, π.χ. τον παππού μου, δεν αναπλάθω στην φαντασία μου, καθώς απουσιάζει ο «πραγματικός» παππούς μου, μια «προσομοίωση» αυτού, δεν αναλαμβάνει η φαντασία να φτιάξει μια νέα του εικόνα, βοηθουμένη από τα σκόρπια υλικά της μνήμης, και να πω «ιδού ο παππούς μου». Πρόκειται για την ενθύμηση ακριβώς του παππού μου, τελεία και παύλα. Θυμάμαι τον αληθινό παππού μου, το πραγματικό πρόσωπο, με όλη την σημασία που έχει ο ισχυρισμός αυτός. Οι σχολιαστές του Χούσσερλ λένε ότι αυτή η απόφανση του Γερμανού φιλοσόφου μπορεί να υποστηριχτεί και από την σημερινή νευροφυσιολογία.

Η αλήθεια είναι ότι δεν είδα ποτέ την Γέννηση του Χριστού στην πραγματική μου ζωή. Έμαθα για τα Χριστούγεννα ως παιδί από τις διηγήσεις των ενηλίκων για την γιορτή, ο εκκλησιασμός με διαφώτισε σε ορισμένα σημεία, αργότερα, όταν διάβασα το Ευαγγέλιο έμαθα με πληρότητα τι συνέβη τότε. Το περίεργο είναι, για να επεκτείνουμε τον Χούσσερλ, ότι στην πραγματικότητα διαβάζοντας με ευλάβεια τα γεγονότα δεν είναι σαν να βρέθηκα εκεί, αλλά βρέθηκα πραγματικά εκεί. Και βρέθηκα εκεί γιατί ένιωσα με πολλή δύναμη τον ευάλωτο και εύθραυστο χαρακτήρα αυτού του χαριτωμένου βρέφους που εναποτέθηκε στη φάτνη, θέλησα με όλη την ορμή της ψυχής μου να το σφίξω στην  αγκαλιά μου και να το καταφιλήσω, γονάτισα μπροστά στην Παρθένο σκεπτόμενος την αρετή της γυναίκας αυτής, φίλησα το χέρι του Ιωσήφ που διακονεί το μυστήριο κλπ. Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερο διάβαζα σχόλια εκκλησιαστικά για την εορτή, εικόνες του γεγονότος και βιβλία λογοτεχνών, τόσο και περισσότερο βρισκόμουν εκεί. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίφημη Γέννηση της Περιβλέπτου στον Μυστρά: εκεί ο Χριστός εμφανίζεται, ως συνήθως, ντυμένος με τα σουδάρια της ταφής του και κείμενος σε έναν τάφο, προσημαίνοντας τα Πάθη Του, ενώ η Παναγία, πράγμα που δεν συμβαίνει σε καμιά άλλη εικόνα, εμφανίζεται σαβανωμένη! Η εικόνα αυτή μου διανοίγει περισσότερο το μυστήριο. Η Παρθένος, αντί να παίζει με τον μικρό Χριστό, αντί να τον έχει στην αγκαλιά Της, είναι ντυμένη με τα σάβανα που «φόρεσε» όταν σταύρωσαν τον Υιό Της. Αν έχω ευαίσθητη καρδιά και κοιτάξω με ευλάβεια την εικόνα, θα ζήσω την Γέννηση ίσως πιο πολύ και από το να βρισκόμουν στα αλήθεια εκεί, την μαγική νύχτα των Χριστουγέννων. Όση ευλάβεια και αν είχα αν ήμουν εκεί και προσκυνούσα τον νεογέννητο Ιησού και την Μητέρα Του, δεν θα αντιλαμβανόμουν όλα αυτά που δείχνει η περίφημη Γέννηση της Περιβλέπτου. Και όσο μελετώ τα γεγονότα και φωτίζομαι από τις ερμηνείες των Πατέρων της Εκκλησίας και τις αγιογραφίες, τόσο και περισσότερο «βρίσκομαι» εκεί. Πάνω σε αυτή την πραγματικότητα στηρίζεται εν πολλοίς η σημασία της εορτής: η γιορτή δεν είναι, όπως ήδη είπαμε, μια διεργασία απλώς της μνήμης, είναι κάτι περισσότερο.

Πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να δούμε γενικά την σημασία του όρου «εορτή», «εορτάζω». Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εορτή. Αυτό είναι ένα περίεργο υπαρξιακό φαινόμενο. Φυσικά τον πρώτο λόγο έχουν οι θρησκείες: η γιορτή είναι πρωτίστως ένα θρησκευτικό γεγονός. Ωστόσο, ακόμη και τα αθεϊστικά καθεστώτα του 20ου αιώνα, π.χ., όπως τα κομμουνιστικά, είχαν και αυτά καθιερώσει τις δικές τους γιορτές: την μέρα που έγινε η «επανάσταση», την μέρα που γεννήθηκε ο ιδρυτής του καθεστώτος κλπ. Και γιόρταζαν χωρίς ενδοιασμό, χωρίς να αντιλαμβάνονται, όπως λέγει περίπου κάπου ο Κούντερα, ότι ο εορτασμός είναι θρησκευτική κατηγορία, άρρηκτα συνδεδεμένος με την θρησκεία. Με μια έννοια θα ορίζαμε την θρησκεία ως αυτό το πολιτισμικό φαινόμενο που κομίζει την «εορτή» στον κόσμο. Είναι οι άθεοι αυτοί που γιορτάζουν πιο πολύ: έχω παρατηρήσει ότι π.χ. τα Χριστούγεννα, με τον εκκοσμικευμένο βέβαια τρόπο, τα γιορτάζουν οι άθεοι πιο πολύ θα ’λεγες και από τους χριστιανούς, τουλάχιστον στις εξωτερικές εκδηλώσεις. Για τους χριστιανούς π.χ. κάθε Κυριακή είναι Πάσχα∙ αυτοί είναι γεμάτοι γιορτές. Οι άθεοι περιμένουν πότε θα ’ρθουν τα Χριστούγεννα για να βάλουν λίγο νόημα στη ζωή τους. Όσο πιο πολύ τους λείπει ο Χριστός, άλλο τόσο τον γιορτάζουν εκκοσμικευμένα τα Χριστούγεννα.

                                         ***************

Επιστρέφουμε στον εκκλησιαστικό εορτασμό των Χριστουγέννων. Ισχύουν τα όσα είπαμε μέχρι τώρα. Ωστόσο, όταν εκκλησιαζόμαστε ανήμερα τα Χριστούγεννα, ακούμε τον ύμνο «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει», του αγίου Ρωμανού του Μελωδού. Το παράξενο είναι αυτό το «σήμερον». Εντάξει. Είπαμε ότι μπορούμε να βιώσουμε την εορτή με τρόπο τόσο θερμό όσο το να βρισκόμαστε την μαγική νύχτα εκεί, στην Βηθλεέμ, αλλά εδώ λέγεται ότι «σήμερα γεννιέται ο Χριστός». Είναι τρομερή η σημασία αυτού του «σήμερα». Ξεπερνά ακόμη και ό,τι έχει πει μέχρι σήμερα η Φαινομενολογία. Πρέπει να μελετήσουμε τον εκκλησιαστικό χρόνο. Ας ξεκινήσουμε από το μέγιστο παράδειγμα, αυτό της Θείας Λειτουργίας. Ξεκινά με τα λόγια του ιερέα «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Πώς είναι ευλογημένη αυτή η «Βασιλεία», την οποία ακόμα δεν έχουμε ζήσει και η οποία ακόμα δεν έχει έρθει; Η Θεία Λειτουργία μας μεταφέρει στον χρόνο της Βασιλείας των Ουρανών. Έχουμε προτυπώσεις και προμηνύματα, κατά την Θεολογία, αυτής της Βασιλείας: ένα από τα πιο σημαντικά είναι το γεγονός της Μεταμόρφωσης του Χριστού στο όρος Θαβώρ της Ιουδαίας. Βασιλεία των Ουρανών σημαίνει, κατά τους Ορθόδοξους Πατέρες, την θέα του ακτίστου φωτός. Εκεί ο Χριστός, παίρνοντας τρεις μόνο από τους μαθητές Του, έλαμψε πιο πολύ και από τον ήλιο, ως ο δημιουργός μάλιστα και του ήλιου, τα ιμάτιά του έγιναν κατάλευκα σαν το χιόνι και φανέρωσε την πραγματική Του δόξα, κατά την δεκτικότητα πάντα των μαθητών. Το φαινόμενο της ομορφιάς απασχόλησε και τους αρχαίους Έλληνες. Κατάλαβαν πολύ καλά ότι το κάλλος έχει το θείο μέσα του. Μπορούμε να θυμηθούμε το πώς έλαμψε ο Οδυσσέας μπροστά στην Ναυσικά, όταν του έχυσε την αίγλη της η θεά Αθηνά. «Μεταμορφώθηκε», τρόπον τινά. Το κάλλος επίσης, όπως επίσης και γενικά το πρόσωπό μας, είναι ένα μυστήριο. Λέμε ότι «είδα» τον άλλον, όταν κοιτάξω το πρόσωπό του. Ωστόσο, δεν είμαι εγώ που επέλεξα το σχήμα, τη μορφή του προσώπου. Αυτή μου δωρήθηκε- ή, για μερικούς, αν θεωρούν τους εαυτούς τους άσχημους, τους δόθηκε σαν ένα βάρος. Όπως και να είναι, γιατί θεωρούμε ότι το πρόσωπο, η μορφή του, η εικόνα του, εκφράζει πραγματικά εμένα, τον εσωτερικό μου κόσμο, το ποιος είμαι; Και όμως αυτό είναι μια αλήθεια. Το πρόσωπο του άλλου εκφράζει με τρόπο πραγματικά άρρητο τον άλλο.

Κι έπειτα βλέπω ορισμένες φορές τον άλλο να μεταμορφώνεται, να «λάμπει» το πρόσωπό του. Είναι το χαμόγελό του, είναι η εκφραστικότητα των ματιών, δεν ξέρω τι άλλο είναι, κι όμως ο άλλος ορισμένες φορές «λάμπει». Έχουμε αυτή την δυνατότητα να μεταμορφωνόμαστε. Και στην περίπτωση της Μεταμόρφωσης ο Χριστός έλαμψε με την υπέρ πάντα νουν ομορφιά Του. Η Εκκλησία φαντάζεται τον Κύριο ως όμορφο, αν και δεν λείπουν οι εικόνες εκείνες, όπως π.χ. ο Παντοκράτορας στο Δαφνί, ή και πολύ αργότερα, στις μέρες μας, στον Φώτη Κόντογλου, όπου ο Χριστός δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «όμορφος». Ο Φώτης Κόντογλου μάλιστα το έλεγε καθαρά: ο Χριστός δεν ήταν όμορφος, χωρίς βέβαια να πούμε ότι ήταν και άσχημος. Έχουμε βέβαια και εικόνες όπου ο Χριστός είναι απίστευτα ωραίος, όπως το λέγει και το τροπάριο «ο ωραίος κάλλει παρά πάντα θνητούς»: απίστευτα όμορφος είναι ο ένθρονος Χριστός του Πανσέληνου, κι ίσως ακόμα πιο πολύ ο Χριστός της αριστουργηματικής Δέησης της Αγια-Σοφιάς, εκείνου του εξαίσιου ψηφιδωτού που δεν χορταίνεις ποτέ να βλέπεις. Ωστόσο, είναι τέτοια η Θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δεν επιτρέπει να ζωγραφίζουμε τον Χριστό όπως τον φανταζόμαστε, όμορφο ή με σκληρά χαρακτηριστικά. Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε ότι ζωγραφίζουμε όλα τα ιερά Πρόσωπα όπως ακριβώς ήταν. Για αυτό τον λόγο ο Χριστός ζωγραφιζόταν σύμφωνα με την απεικόνισή Του στο άγιο Μανδήλιο, όπου είχε αποτυπωθεί η πραγματική Του μορφή, η Παναγία σύμφωνα με τις «αχειροποίητες» εικόνες κλπ. Δεν πρόκειται για μια παρελθοντολογία. Πρωτίστως πώς ήταν ο Χριστός και η Παναγία ξέρουν οι άγιοι, οι θεόπτες. Ο περίφημος Άγιος των ημερών μας π. Παϊσιος έδωσε οδηγίες για να ζωγραφιστεί η εικόνα του Χριστού όπως ο ίδιος Τον είδε, ενώ έλεγε ότι από όλες τις εικόνες της Παναγίας μοιάζει πιο πολύ στην πραγματική Θεοτόκο η Παναγία η «Ιεροσολυμίτισσα» κ.λπ. Για την ορθόδοξη παράδοξη γενικά, ο Χριστός είναι ωραίος, ακόμη και ως άνθρωπος, και μάλιστα κατά το τροπάριο ο ωραιότερος των ανθρώπων. Δεν θα συζητήσουμε αυτό το θέμα, παρά το γεγονός ότι όπως είπαμε η βυζαντινή Τέχνη μας άφησε και «άσχημους» Χριστούς που παραδόξως είναι απίστευτα ωραίοι: για παράδειγμα ο εξπρεσιονιστής αγιογράφος της Μονής Βατοπαιδίου, ο οποίος ζωγραφίζει και τον Χριστό και την Παναγία, θα έλεγε κανείς, άσχημους, κι όμως, είναι τέτοιο το κλίμα της ζωγραφικής του, η όλη ατμόσφαιρα που δημιουργεί στα έργα του, ώστε τα ιερά Πρόσωπα λάμπουν με μια αχτινοβόλα ομορφιά.

Ας περάσουμε όμως στην ουσία. Ο Χριστός έδειξε στην Μεταμόρφωση τον Εαυτό Του στους μαθητές Του όπως πραγματικά ήταν, ντυμένος την δόξα του ακτίστου φωτός- πάνω στην οποία στηρίχτηκε ολόκληρη η παλαμική θεολογία. Το άκτιστο φως είναι κατά τους Πατέρες το κάλλος της ίδιας της Θεότητας. Μπορούμε να φανταστούμε για τι ομορφιά πρόκειται, όταν σκεφθούμε ότι ένα πανέμορφο ανοιξιάτικο λιβάδι, δεν είναι παρά ένα ταπεινό σύμβολο αυτής της ομορφιάς. Οι μαθητές τα έχασαν! Ο Πέτρος άρχισε να λέει να φτιάξουν κάτι σαν σκηνές, για να μένουν αιώνια εκεί κλπ. Ο νους τους εξέστη. Και το παράδοξο είναι ότι αυτό το άκτιστο φως, που έβγαινε από το σώμα του Κυρίου, φώτισε τους αποστόλους, θα λέγαμε, ακόμη εξωτερικά, γιατί μετά την Σταύρωση και την Ανάσταση, με το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας, φωτίζει, κατά τους θεολόγους, τον άνθρωπο από μέσα!

Η Θεία Λειτουργία είναι λοιπόν η είσοδος στην «Βασιλεία των Ουρανών». Είναι, όχι μόνο κατά τους νηπτικούς Πατέρες, αλλά και όσους έζησαν μέσα στον κόσμο, όπως π.χ. τον ιερό Χρυσόστομο, η διάνοιξη στα Έσχατα, η θέα του ζώντος Θεού, η κοινωνία του ζώντος Σωτήρος κ.λπ. Υπάρχει ένα αριστουργηματικό βιβλίο του δεινού αλλά αφανούς λειτουργιολόγου, Ιερομονάχου Γρηγορίου, «Το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας», το οποίο παρουσιάζει την διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου περί του συγκεκριμένου Μυστηρίου. Τα χάνει κανείς! Ούτε και οι μεγαλύτεροι νηπτικοί, αυτοί που μιλούν για την θεοπτία την ώρα της Θείας Ευχαριστίας και την συνακόλουθη «θέωση», δεν μίλησαν έτσι, όπως ο ιερός Χρυσόστομος. Ο άγιος αυτός πραγματικά ζούσε για την Θεία Λειτουργία. Υπάρχει ωστόσο στους Θεολόγους μια έκφραση που περιγράφει το τι συμβαίνει στην Θεία Λειτουργία: «ήδη, αλλά όχι ακόμη».

Ας δούμε λίγο αυτή την έκφραση: «ήδη». Ζούμε στην Ευχαριστία «ήδη» τα Έσχατα. Και προεκτείνοντας την χουσσερλιανή σκέψη, θα λέγαμε ότι αυτό το «ήδη» είναι απίστευτα πραγματικό. Πράγματι, ζούμε από τώρα το μέλλον, καθώς αυτό που θα συμβεί στα Έσχατα δεν είναι η φανέρωση του Χριστού εν δόξη, ντυμένου με το άκτιστο φως. Θα πει κανείς ότι ελάχιστοι είναι οι θεόπτες στην Εκκλησία, τι νόημα έχει να πάει κανείς στην Εκκλησία; Δεν είναι έτσι. Όπως λέγει η Αγία Γραφή, αυτός που υπηρετεί Προφήτη «μισθόν προφήτου λήψεται». Δεν πιστεύουμε ότι θα μας σώσουν οι αρετές μας, αλλά το γεγονός ότι βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία, και όχι στην αίρεση, ενάντια στην οποία πάλεψαν τόσο πολλοί οι άγιοι που στολίζουν το προσκυνητάρι. Αρκεί η ταπείνωση, και η Εκκλησία έχει τη δύναμη να μας σώσει. Για αυτό λοιπόν, εκκλησιαζόμενοι την Κυριακή, και υπηρετώντας τους φίλους του Χριστού, προφήτες, μάρτυρες, οσίους, ή μάλλον τον ίδιο τον Κύριο, αυτό αρκεί και θα μας σώσει. Κατά τον π. Ρωμανίδη υπήρξαν και μεγάλοι Άγιοι, ανακηρυγμένοι από την Εκκλησία και θαυματουργοί, οι οποίοι όσο ζούσαν δεν έφθασαν ποτέ στην «θέωση» ή «δοξασμό», την θέα δηλαδή του ακτίστου φωτός. Συνήθως αυτό το χάρισμα δίνεται σε ειδικές περιπτώσεις, όπως όταν χρειαστεί κάποιος Πατέρας της Εκκλησίας να διατυπώσει το δόγμα ή γενικά ένας παρόμοιος λόγος. Γενικά, το ότι στην Ευχαριστία όλοι, αρκεί να έχουν μια στάλα ταπείνωση, ζουν τα Έσχατα, η καλύτερη απόδειξη και μαρτυρία είναι το βιβλίο του π. Γρηγορίου στο οποίο πριν αναφερθήκαμε, «Το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας».

Και τώρα πάμε στην άλλη λέξη, το «όχι ακόμα». Κάπου ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι ακόμα και ο ίδιος ο Χριστός, όταν αναλήφθηκε, δεν έφθασε η ανθρώπινη φύση Του πλήρως στον Ουρανό, αλλά λίγο πιο χαμηλά, γιατί περιμένει τους αδελφούς Του, ώστε όλοι μαζί να συμβασιλεύσουν στην Βασιλεία Του. Έτσι λοιπόν την ίδια στιγμή ζούμε μέσα στην Βασιλεία του Θεού, και την ίδια στιγμή την αναμένουμε. Θα λέγαμε ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν το φαινόμενο της γέννησης μιας ανθρώπινης ζωής: όσο το παιδί είναι έμβρυο, μέσα στην κοιλιά της μητέρας του, στην πραγματικότητα υπάρχει, οι δυο γονείς ζουν μέσα στην χαρά της έλευσής του, η μητέρα το νιώθει ώρες ώρες να σκιρτά και να κινείται, ο πατέρας βλέπει πια αλλιώς την μητέρα του παιδιού του, την σέβεται, την προσέχει, «βλέπει» μέσα από την κοιλιά της∙ το μωρό υπάρχει, είναι εδώ. Και ξαφνικά, έρχεται ο τοκετός. Πρόκειται για την ολοκλήρωση της έλευσης ενός νέου ανθρώπου στον κόσμο. Τώρα πια οι γονείς μπορούν να το κρατήσουν στην αγκαλιά τους, το βλέπουν ολοκάθαρα, το φιλούν, παίζουν μαζί του. Η περίοδος της κύησης, τρόπον τινά, ήταν αυτή του «ήδη και όχι ακόμα».

Ο Θεός λέμε ότι είναι «αιώνιος». Και αυτό με μια σημασία διαφορετική από την «αιωνιότητα» π.χ. του χρόνου (μολονότι ο χρόνος κατά τους σύγχρονους φυσικούς έχει αρχή) ή την απεραντοσύνη του χώρου (που έλαβε και αυτός αρχή). Ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας, ο Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, λέγει ότι στην πραγματικότητα οι άγιοι έχουν από τώρα περάσει στην αιωνιότητα. Λέμε ότι η Βασιλεία του Θεού θα αρχίσει μετά την Δευτέρα Παρουσία, οπότε και θα κριθούν όλοι οι άνθρωποι. Ωστόσο, λέγει πάλι ο π. Σωφρόνιος, ότι οι άγιοι τρόπον τινά δεν θα κριθούν, γιατί, αυτο-καταδικαζόμενοι, έχουν ήδη προλάβει την κρίση του Θεού. Πριν ο Θεός εκφέρει την απόφασή Του, αυτοί έχουν ήδη πάρει την απόφαση ότι είναι για την Κόλαση. Και έτσι ο Θεός δεν τους κρίνει για δεύτερη φορά. Αυτό το λέγει και ο ίδιος ο Χριστός: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί μου έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 5,24)

Όσον αφορά τους αγίους της εν Ουρανώ Εκκλησίας, της λεγόμενης «Θριαμβεύουσας», αυτοί κατά τον π. Σωφρόνιο πάλι έχουν ήδη μεταβεί στην αιωνιότητα. Πέρα από την Υπέραγνη Παρθένο, ο Τίμιος Πρόδρομος, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες κ.λπ. γεύονται ήδη την Βασιλεία των Ουρανών και ο Θεός τους έχει απονείμει χαρίσματα όπως αυτό της ιάσεως ασθενών κ.λπ. Δεν είναι σωστό να δογματίζουμε σε αυτά τα θέματα, πάντως, μπορούμε να καταλάβουμε τι θα πει προπαντός για την Παναγία ότι βρίσκεται ήδη στην αιωνιότητα (ως πηγή μάλιστα της αιωνιότητας). Την Παναγία προσκυνούν από τώρα όλες οι Ουράνιες στρατιές. Μέσα στην Λειτουργία, ζούμε όλοι οι πιστοί κατά κάποιον τρόπο αυτή την αιωνιότητα. Ένας Άγιος μάλιστα της Εκκλησίας, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, γράφει ότι κανονικά οι χριστιανοί που κοινωνούν τα Άχραντα Μυστήρια δεν έπρεπε κανονικά να πεθαίνουν, γιατί περνά μέσα τους η Αιωνιότητα, γίνεται όμως μια οικονομία και πεθαίνουν, γιατί, αν έβλεπαν οι ειδωλολάτρες ότι οι χριστιανοί δεν πεθαίνουν, θα γίνονταν με το ζόρι όλοι χριστιανοί. Και αυτό ο Θεός δεν το θέλει.

 ****************

Θα μεταβούμε τώρα στον εβδομαδιαίο κύκλο στον οποίο στηρίζεται ο εκκλησιαστικός χρόνος. Βάση του εβδομαδιαίου αυτού κύκλου είναι η Κυριακή, η λεγομένη «Πρώτη» και «Όγδοη» Ημέρα. Αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε φαινομενολογικά, προεκτείνοντας τα όσα λέγει ο Χούσσερλ για τον χρόνο και είδαμε στην αρχή, κάθε Κυριακή ταυτίζεται μυστικώς με οποιαδήποτε άλλη Κυριακή. Μπορεί την περασμένη Κυριακή να πήγα μια βόλτα στην θάλασσα, να ζωγράφισα κάτι, να έφαγα το τάδε γλυκό, και την σημερινή Κυριακή να πήγα στο βουνό, να ασχολήθηκα με την κηπουρική, να έφαγα άλλο γλυκό∙ έκανα δηλαδή τελείως διαφορετικά πράγματα από ό,τι την προηγούμενη, είχα συναισθηματολογικά άλλα βιώματα. Ωστόσο, για την Εκκλησία, κάθε Κυριακή ταυτίζεται απολύτως με την άλλη Κυριακή. Θα ξανααφερθούμε στο μυστήριο της γέννησης των ανθρώπων- γιατί είναι πράγματι ένα μυστήριο. Η μητέρα έχει τον πρώτο τοκετό της και φέρνει στον κόσμο ένα παιδί. Όταν γεννά το δεύτερο παιδί, που μπορεί να είναι τελείως διαφορετικό από το πρώτο στο καθετί, η μητέρα –μαζί και ο κόσμος- ζει στην πραγματικότητα το ίδιο μυστήριο. Την άφιξη ενός ανθρώπου στον κόσμο. Σήμερα, με την εκκοσμίκευση, δεν καταλαβαίνουμε ότι η άφιξη κάθε ανθρώπου στον κόσμο, ακόμη και του πιο «άσχημου» και «δύσμορφου», είναι στην πραγματικότητα μια γιορτή. Το ένιωσα αυτό πολύ έντονα όταν βρέθηκα στο άσυλο ανιάτων της Λέρου, όπου είχε «ανάπηρα» παιδιά, υποτίθεται «άσχημα» και μερικά απίστευτα δύσμορφα (στην πραγματικότητα σε αυτά τα παιδιά θα απονεμηθεί στην άλλη ζωή στέφανος μάρτυρα). Παρά την «δυσμορφία» τους, τίποτε δεν εμπόδιζε ένα κύμα αγάπης να ξεχυθεί από μέσα μας, από όλους τους επισκέπτες, και να αγκαλιάσει αυτά τα παιδιά. Νιώσαμε παραδόξως, εκεί, μέσα στην βαριά αρρώστια, την χαρά του να είσαι άνθρωπος. Παλαιοτέρα, πριν την εκκοσμίκευση, γιορτάζαμε την λεγόμενη «ονομαστική» εορτή: δεν γιορτάζαμε ούτε την υγεία, ούτε την ομορφιά, ούτε τον πλούτο, ούτε τίποτε άλλο σχετικό ενός ανθρώπου. Γιορτάζαμε αυτόν καθαυτόν τον άνθρωπο, όποιος και αν ήταν, ό,τι πρόβλημα και να είχε.

Η ονομαστική εορτή έχει την δική της φαινομενολογία. Αδυνάτισε ως εορτή από τότε που επιτράπηκε επισήμως η έκτρωση, γιατί ο άνθρωπος έγινε αναλώσιμος. Για να έρθει στο φως του ήλιου, θα πρέπει να πληροί κάποια κριτήρια. Αν δεν τα πληροί, δεν πρέπει να γεννηθεί. Οπότε, ισχύει το ότι κάθε άνθρωπος έχει άπειρη αξία, ανεξαρτήτως οιωνδήποτε προϋποθέσεων. Και το πιο σημαντικό, είναι ότι την ημέρα της ονομαστικής εορτής, γιορτάζαμε, όπως συνηθίζαμε να λέγουμε, το «όνομα». Κάθε άνθρωπος έχει ένα όνομα. Και αυτό είναι απολύτως ιερό. Στην Παλαιά Διαθήκη ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται και λέει στον Μωυσή το όνομά Του: «Εγώ ειμί ο Ων». Αυτό είναι το Όνομα του Χριστού, ο «Ων», που οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης αποδίδουν με την λέξη «Κύριος». Το όνομα του Ιησού Χριστού είναι «Κύριος», «ο Ων».

Κάθε Κυριακή λοιπόν είναι για την Εκκλησία Πάσχα, γιατί γιορτάζεται το όνομα του Ιησού, «Κύριος», «ο Ων». Η ημέρα ως εκ τούτου φέρει το όνομα «Κυριακή». Κάθε Κυριακή ταυτίζεται απολύτως, προεκτείνοντας την σκέψη του Χούσσερλ, από αυτή την άποψη, με την προηγούμενη Κυριακή και την επομένη. Και έτσι ζούμε το μυστήριο της εορτής, της πασχάλιας Κυριακής, και μαζί την προετοιμασία για τον ερχομό της: «νηστεία» της Τέταρτης και της Παρασκευής για πνευματική προετοιμασία. Θυμάμαι ότι την ημέρα της ονομαστικής εορτής, χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος, ο εορταζόμενος έλαμπε ολόκληρος. Τον στόλιζαν, στην πραγματικότητα, με λουλούδια, τα πιο μυρωδάτα και όμορφα τριαντάφυλλα, φορούσε την καλύτερή του φορεσιά, υποδεχόταν τους άλλους που πια δεν ήταν φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, αλλά, θα έλεγε κανείς, «προσκυνητές του Απείρου», γιατί, για να μιλήσουμε για λίγο την γλώσσα της Φαινομενολογίας, ο εορταζόμενος είχε γίνει το «Άπειρο». Και αυτό το «Άπειρο» το ξεχώριζαν αυστηρά από την καθαρά γήινη ύπαρξη. Είναι το ίδιο με αυτό που κάπου γράφει ο Χρηστός Βακαλόπουλος μιλώντας για την Ανάσταση: «εκείνο το βράδυ όλοι γίνονταν απίστευτα όμορφοι».

       ****************

Ας ευχηθούμε ο πολιτισμός μας, εκκοσμικευμένος, μαραμένος, σερνάμενος, να ξαναβρεί κάτι από την ομορφιά της Ανάστασης.