(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Προς το ανατολικόν μέρος της πόλεως Θεσσαλονίκης υπάρχει τόπος τις πολύ ωραίος ο οποίος έχει λειβάδια τερπνά, αέρα εύκρατον, και δένδρα πολλά κάρπιμα· έχει δε κατ’ εξοχήν μίαν βρύσιν πολύ ωραίαν εξ ης άνα βρύει ύδωρ γλυκύ και ψυχρόν από πέτραν τινά εσχισμένην προ αμνημονεύτων αιώνων.
Εις τον ωραίον και κεχαριτωμένον αυτόν τόπον παρεκινήθη άρχων τις χριστιανός να ανεγείρη, μίαν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου· έκτισε δε και καλύβας τινάς τριγύρω αυτής εις τας οποίας κατώκησαν μοναχοί.
Εις την Εκκλησίαν αυτήν διά θαυματουργίας του Αγίου ανέβλυζεν ύδωρ ωραιότατον. Εις την Θεσσαλονίκην λοιπόν είχε σταλή άλλοτε υπό του βασιλέως της Κωνσταντινουπόλεως άρχων τις ίνα εξουσιάζη και να επιτηρή την πόλιν αυτήν.
Ο άρχων αυτός ήτο δίκαιος εις τας κρίσεις του, ελεήμων, συμπαθής, και σωφρονέστατος· αλλά συνέβη να περιπέση, εις ασθένειαν μεγάλην, ήτις βαθμηδόν τον κατέστησε παράλυτον εις τρόπου ώστε μετά παρέλευσιν χρόνου εσάπησαν αι σάρκες του και ανέλυσαν ως κηρίον [και έλιωσαν σαν κερί]· εδοκίμαζε δε πόνους τρομερούς, και αλγεινούς καθ’ εκάστην περι έμενε να αποθάνη.
Νύκτα τινά λοιπόν εφάνη εις αυτόν, ο άγιος Δημήτριος ο άμισθος ιατρός, και είπε προς αυτόν.
«Ύπαγε εις την Εκκλησίαν μου, η οποία είναι έξω από την πόλιν, και ονομάζεται πηγή. Λάβε από την βρύσιν αυτήν ύδωρ και νίψον τας χείρας, τους πόδας, και όλον του το σώμα, και θέλεις θεραπευθή πάραυτα. Εγώ δε όστις σοι λέγω αυτά είμαι ο Δημήτριος ο οποίος φυλάττω την πόλιν».
Εξυπνήσας ο παράλυτος εκείνος άρχων διηγήθη εις όλους το δράμα το οποίον είδε.
Τον ήγειραν λοιπόν και τον έθηκαν εις κραββάτιον και τον εκόμισαν εις την βρύσιν εκείνην (ήτις δικαίως δύναται να ονομασθή άλλη βρύσις Σιλωάμ. κατά την θείαν γραφήν).
Άμα δε έφθασε και έπλυνεν όλον του το σώμα εις το όνομα του Αγίου, αμέσως ιάθη εντελώς όλος, και εγερθείς επορεύθη εις την πόλιν κηρύττων και μεγαλύνων το θαύμα όπερ εγένετο εις αυτόν.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή μεγάλης συλλογής βίων» του Κωνσταντίνου Δουκάκη, μήνας Οκτώβριος.