(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Κατά το έτος ͵αψπε’ (1785), γυνή τις από το χωρίον Κατοχή έφερεν εις το Μοναστήριον [Μονή Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλλονιά] κόρην τινά έως είκοσιν ετών, ονομαζομένην Σωσάναν.
Ήτο δε αύτη θέαμα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον, διότι όχι μόνον ήτο βωβή και άλαλος και κωφή, αλλά και πολλάκις, σχίζουσα τα ιμάτιά της, ετύπτετο μόνη της τόσον, ώστε εκινούσεν εις ευσπλαγχνίαν και την σκληροτέραν καρδίαν.
Αφού δε διήλθεν ούτω εν έτος εις το Μοναστήριον, ήρχισε την νύκτα και ετραγώδει δυνατά, την δε ημέραν δεν ωμίλει τελείως, αλλά έμενε κωφή και άλαλος, ούτε απεκρίνετο ουδέν εις όποιον και εάν της ελάλει. Εάν της έδιδον να φάγη, έτρωγεν, εάν όχι, ούτε εζήτει αυτή, ούτε ελάλει καθόλου· έρριπτε δε επάνω της και το ούρόν της και τα περιττώματα και ήτο θέαμα ελεεινόν.
Μίαν δε των ημερών, ενώ έψαλλον εις την Εκκλησίαν τον εσπερινόν, ήρχισεν αυτή η Σωσάνα, ευρισκομένη εκεί, να κλαίη δυνατά, να φωνάζη και να κάμνη θόρυβον εις την Εκκλησίαν, ώστε ο εφημέριος οργισθείς επλησίασεν αυτήν και την επετίμα και την ηπείλει εις το όνομα του Αγίου να σιωπήση και να τους αφήση να ψάλωσι την ακολουθίαν· εκείνη όμως, έτι περισσότερον αγριαίβουσα, εφώναζε και έκλαιε δυνατώτερα.
Τότε ο εφημέριος οργισθείς και αυτός περισσότερον, της έδωκε σφοδρότατον ράπισμα, διά το οποίον αυτή έκλαυσε έτι δυνατώτερα.
Την αυτήν νύκτα βλέπει εις τον ύπνον του ο Εφημέριος, ότι ευρίσκετο εις την Εκκλησίαν και αίφνης ήνοιξεν η λάρναξ του αγίου λειψάνου [του Αγίου Γερασίμου], ο δε Άγιος του έκαμε νεύμα να πλησιάση προς αυτόν.
Πλησιάσας λοιπόν ο εφημέριος, βλέπει τον Άγιον, όστις εκράτει εις χείρας του μέγα βιβλίον, το οποίον σηκώνων, εκτύπησε με αυτό την κεφαλήν του εφημερίου και του λέγει· «Σου επόνεσεν; ούτω με επόνεσε και εμέ το ράπισμα χθες εις τον εσπερινόν. Εγείρου, πήγαινε, σήμανε διά τον Όρθρον, διότι είναι καιρός, και μη ποιήσης τούτο πλέον».
Εξυπνά λοιπόν ευθύς ο εφημέριος, όλως πεφοβισμένος και έντρομος, και υπάγει ως εκστατικός εις την Εκκλησίαν, και αφού εζήτησε ταπεινώς συγχώρησιν από τον Άγιον, ήρχισε να αναγινώσκη την Ακολουθίαν· ενώ δε συνήγοντο [μαζεύονταν] αι Μοναχαί εις την Εκκλησίαν, ακούουσι την άλαλον και κωφήν Σωσάναν, ήτις δεν είχε λαλήσει ποτέ άλλην φοράν, να φωνάζη καθαρά και δυνατά· «Ας έλθη ο παπά Νεόφυτος (ούτος ήτο ο προαναφερθείς Ιερομόναχος, όστις εθεραπεύθη από τον Άγιον και ιερώθη, τότε δε ήτο εφημέριος του Μοναστηρίου), όστις χθες το εσπέρας με ερράπισε, να μου δώση να φάγω, διότι πεινώ».
Και ούτως εθεραπεύθη και έλαβεν εντελεστάτην την υγείαν της η Σωσάνα και εις ολίγας ημέρας μετά ταύτα ανεχώρησε διά την πατρίδα της, δοξάζουσα τον Θεόν και ευχαριστούσα τον Άγιον.
Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Οκτώβριος, τόμος 10ος.