Δύο λαμπρές ημερομηνίες ξεχωρίζουν μέσα στο καλαντάρι του ελληνικού 20ού αιώνα. Η 26η Οκτωβρίου του 1912 με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και η 28η Οκτωβρίου κατά την οποία η Ελλάδα αντιτάχθηκε σύσσωμη στις ιταλικές φασιστικές δυνάμεις που επεχείρησαν να προελάσουν στην χώρα μας.
Δυστυχώς, όμως, και οι δύο-κατορθώματα ακολούθησε ο εθνικός διχασμός στην πρώτη περίπτωση και στην δεύτερη ο εμφύλιος πόλεμος.
Και, βεβαίως, ο εθνικός διχασμός δεν ήταν απλά μια πολιτική σύγκρουση μέσα στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, αλλά είχε σχέση και με τις πολιτικές και, κυρίως, με τα στρατιωτικά γεγονότα που διαμόρφωσαν τις πολεμικές εξελίξεις στην Μικρά Ασία.
Όπως είναι γνωστό, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο απελευθερωτής της Θεσσαλονίκης και της λοιπής Βόρειας Ελλάδα έχασε τις εκλογές του 1920 και βρέθηκε στην εξουσία η αντίπαλη παράταξη η οποία υποστηριζόταν από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, έφερε ως επικεφαλής στο μέτωπο μικρασιατικό μέτωπο απειροπόλεμους στρατιωτικούς.
Και έτσι όχι μόνο το μέτωπο κατέρρευσε, αλλά βούτηξε και στο αίμα τον άμαχο πληθυσμό και όσοι σώθηκαν πήραν τον δρόμο του ξεριζωμού.
Τα εγκληματικά παρατράγουδα συνεχίστηκαν και με την άρνηση της ελληνικής κυβερνήσεως να επιτρέψει την έγκαιρη έναρξη της εγκατάλειψης της Ιωνίας από τον ελληνικό πληθυσμό και συνεχίστηκαν όταν οι ξεριζωμένοι έφτασαν χαροκαμένοι, ρακένδυτοι στην Ελλάδα. Σε μια χώρα ηττημένη και εξουθενωμένη και καθόλου έτοιμη να υποδεχτεί τόσους πολλούς ανθρώπους ξαφνικά.
Και δεν έφτανε μόνο αυτό, αφού και πολλοί από τους γηγενείς Έλληνες δεν είδαν με καλό μάτι την άφιξη των ταλαίπωρων ξεριζωμένων…
Όσο για τον εμφύλιο ο οποίος ακολούθησε μετά το έπος του ’40 πρέπει να αναφέρουμε πως είχε αρχίσει με ποικίλα γεγονότα από την περίοδο της κατοχής. Χύθηκε αθώο αίμα τόσο με στρατιωτικές επιχειρήσεις όσο και με εξοντώσεις προσώπων που δεν άρεσαν μιας και πίστευαν πως τα πρόσωπα αυτά θα έπαιζαν σημαντικό πολιτικό ρόλο μετά την απελευθέρωση.
Όπως καταλαβαίνετε κάποιες οργανώσεις ακόμη και εν μέσω της σκληρής κατοχής προετοιμάζονταν για την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης. Τόση «’διοτέλεια», όπως θα έλεγε ο στρατηγός Μακρυγιάννης! Και μάλιστα σε μια τόση δύσκολη στιγμή για την χώρα που δοκιμαζόταν πολλαπλώς από την τριπλή κατοχή: τις γερμανικές, ιταλικές και βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Την ίδια ώρα οι ωμότητες και η καταπίεση ξεπερνούσε κάθε όριο εγκλημάτων πολέμου, αφού η επίταξη των τροφίμων για τον γερμανικό στρατό έφερε στα ελληνικά αστικά κέντρα τον λιμό, την πείνα με δεκάδες χιλιάδες θύματα.
Ο λογοτέχνης Δημοσθένης Βουτυράς σημείωσε στο ημερολόγιό του:
«Μέρες απαίσιες. Άνθρωποι πέφτουν στο δρόμο, άνθρωποι πεθαίνουν στα σπίτια και μένουν μέρες εκεί. Σα να ‘πεσε χολέρα, πανούκλα κι όλες οι αρρώστιες που δέρνουν την ανθρωπότητα, να ‘πεσαν στο μέρος αυτό. Σωρηδόν κατεβαίνει ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς στον Άδη. Γέμισαν τα νεκροταφεία. Δεν μπόρεσαν να τους θάψουν οι νεκροθάφτες. Και σκάβουν λάκκους μεγαλύτερους και τους ρίχνουν μέσα».
Και φυσικά οι επιτήδειοι δημιούργησαν το δικό τους παρεμπόριο εναντίον των εξαθλιωμένων Ελλήνων δημιουργώντας τεράστιες περιουσίες από την άμεση ανάγκη για διατροφή. Ένας ακόμη ιδιαίτερα δόλιος εμφύλιος. Η «’διοτέλεια» στο αποκορύφωμά της.
Δεν έλειψαν, πάντως, και φαινόμενα, όπου Έλληνες έλαβαν τα όπλα ως συνεργάτες των στρατευμάτων κατοχής και στράφηκαν εναντίον Ελλήνων, πραγματοποιώντας φριχτές ωμότητες, ακόμη και εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Πέραν, βεβαίως, από τις κατοχικές «ελληνικές» κυβερνήσεις!
Και πριν καλά καλά αποχωρίσουν τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, όπως και των Βουλγάρων από την Ανατολική Μακεδονίας και την Θράκη ξέσπασε ο εμφύλιος. (Η Ιταλία είχε ήδη συνθηκολογήσει, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις στην Ελλάδα συγκρούστηκαν με τα ναζιστικά στρατεύματα).
Ο πιο σκληρός και οδυνηρός πόλεμος. Δεν έφτανε την χώρα η πλήρης καταστροφή την οποία της προκάλεσαν οι ναζί -ακόμη και όταν υποχωρούσαν από την χώρα κατέστρεφαν- και ήλθε ο εμφύλιος να σακατέψει την χώρα στο πιο ευαίσθητο της σημείο. Στις καρδιές και στις ψυχές του λαού της.
Κάτι που δεν ξεπεράστηκε με την «λήξη» του εμφυλίου, αφού επηρέασε ποικιλοτρόπως την πολιτική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων και ακόμη, όπως φαίνεται συνεχίζει μέχρι σήμερα να επηρεάζει. Άλλωστε, μέχρι πολύ πρόσφατα, διάφοροι πολιτικοί φρόντιζαν να υπενθυμίζουν τα θλιβερά αυτά γεγονότα όταν ήθελαν να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους τους χωρίς να νοιάζονται για τη συνέχιση του εμφυλιακού κλίματος που τόσες οδύνες προκάλεσε.
Στο ίδιο πνεύμα της επικράτησης των πιο έξαλλων και φανατικών απόψεων για τον τόπο ήταν και το πραξικόπημα των συνταγματαρχών του 1967 που είχε ως «κατόρθωμά» τους την καταφανή προδοσία της Κύπρου και την παράδοσή της στην Τουρκία. Ήταν φαίνεται η τελευταία τους ελπίδα για να συνεχίσουν να παραμένουν παρανόμως και παρατύπως στην εξουσία.
Η φράση του Δημήτριου Ιωαννίδη προς τους Αμερικανούς, «Μας εξαπατήσατε», φανερώνει την πολιτική δεινότητα των στρατιωτικών που βρίσκονταν στα ηνία της χώρας. Όσο για την κατ’ επάγγελμα στρατιωτική τους δεινότητα φάνηκε από τις εντολές που έδωσαν στους στρατιωτικούς τους που βρίσκονταν στην Κύπρο, αλλά και την μη εμπλοκή του ελληνικού στρατού στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Θλιβερές καταστάσεις με νέους νεκρούς στο πολεμικό πεδίο, αλλά και μεταξύ των αμάχων, αγνοούμενοι και φυσικά ένας νέος ξεριζωμός. Μια μικρή μικρασιατική τραγωδία…
Έτσι, τα θαύματα και τα έπη των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) και του ’40, μέχρι την ναζιστική επίθεση του Απριλίου του 1941, διαδέχτηκαν δυστυχώς, τα τραύματα του διχασμού, του εμφυλίου και πάσης άλλης ιδιοτέλειας.
Γι’ αυτό η κάθε απαραίτητη εθνική έξαρση στις μεγάλες επετείους της πατρίδας μας θα πρέπει να συνοδεύεται και από την αντίστοιχη ενδοσκόπηση. Αυτό θα μας προστατέψει από τις ποικίλες παγίδες που προκαλεί η αμετροέπεια, τα παχιά λόγια και κυρίως η αντιποίηση του ηρωισμού των πρόγονών μας. Και σίγουρα και πλημμελής θεώρηση της αποκοτιά τους!
Θα πρέπει, λοιπόν, τα «θαύματα» που προκαλεί η αγωνιστικότητα και ιδιαίτερα η αυτοθυσία των γενναίων και όσων προσφέρονται αφιλοκερδώς να υπηρετήσουν την πατρίδα και την ανθρωπότητα να μην αφήνονται να χάνονται ή να αμαυρώνονται από την υστεροβουλία ποικίλων συμφερόντων. Διαφορετικά καταλήγουμε να τραυματίζουμε τον ευαίσθητο εθνικό κορμό, δημιουργώντας τραγωδίες με απροσδόκητες για όλους μας συνέπειες.
Δεν μπορούμε, βεβαίως, να μην τιμούμε με εθνική ενότητα τις επετείους μας οι οποίες φανέρωσαν και τις αντίστοιχες αρετές του γένους μας!
Εξάλλου, αυτό αποτελεί «πιστοποίηση» και αποδοχή των αγώνων και των θυσιών όσων αγωνίστηκαν, δηλαδή ένα μεγάλο Ναι! στα κατορθώματα αυτών που πολέμησαν για την Ελλάδα με το «Όχι» στην καρδιά και την ψυχή τους, όπως στην σημερινή περίπτωση!