Ἐλεύθεροι μὲ τὸν Κύριο ἢ σκλάβοι στὰ δεσμἀ μας;

Τρομερὴ ἀσθένεια εἶναι, πράγματι, ἡ δαιμονοπληξία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταλαμβάνεται ἀπὸ τὸ ξένο σῶμα, τὸ δαιμόνιο, πλέον δὲν ὁρίζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του, τὶς ἐνέργειές του, κατευθύνεται ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ μέσα του καὶ τὸν ταλαιπωρεῖ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἀληθινὸ μαρτύριο! Θέλει ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὸ φοβερὸ αὐτὸ πάθος νὰ ξεφύγῃ, νὰ λυθῆ ἀπ’ τὰ δεσμά του καὶ δὲν μπορεῖ. Ἀντιθέτως, τὰ δαιμόνια χορεύουν μέσα του καὶ τὸν κάνουν ὅ τι θέλουν, ἀπειλῶντας νὰ τὸν συντρίψουν ὁλοκληρωτικά.

Ἔτσι καὶ ὁ ταλαίπωρος Γαδαρηνὸς τοῦ Εὐαγγελίου (Λουκ., η’ 27-39) ἔχει πιαστῆ στὰ δίχτυα τοῦ πονηροῦ «ἐκ χρόνων ἱκανῶν» καὶ ἔκτοτε «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν.» (Λουκ., η’ 27)

Τὸ δαιμόνιο τόν «συν-αρπάζει» καὶ τὸν πηγαίνει ὅπου θέλει, «ἐς χώρας ἐρήμους», μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία. Ἦταν τόσο τραγικὴ ἡ κατάσταση τοῦ ταλαίπωρου αὐτοῦ ἀνθρώπου, ὥστε χρειαζόταν νὰ τὸν δένουν «ἁλύσεσι καὶ πέδαις», χειροπόδαρα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐπιτίθεται, καὶ παρὰ ταῦτα τό «ἰσχυρό» δαιμόνιο ἔσπαζε καὶ αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες τοῦ δαιμονισμένου, ὁ ὁποῖος σκόρπιζε γύρω του τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο!

Ὅμως, ὁ Κύριος σπλαγχνίζεται τὸ πλάσμα Του, ποὺ τὸ βλέπει ἁλυσοδεμένο μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, καὶ σπεύδει σὲ βοήθεια, διότι γνωρίζει ὅτι ὁ ἁλυσοδεμένος δὲν βρίσκει ἀπὸ μόνος του τὴν δύναμη νὰ ἀποτινάξῃ τὰ δεσμὰ ποὺ τὸν περισφίγγουν.

Γιὰ δύο, λοιπόν, λόγους μεταβαίνει ὁ Κύριος στὴν ἁμαρτωλὴ αὐτὴν χώρα –τὰ Γάδαρα ἦταν μιὰ εἰδωλολατρικὴ πόλη στὴν ἀντίπερα ὄχθη τῆς Γαλιλαίας, στὴν περιοχὴ τῆς Δεκαπόλεως τῆς Παλαιστίνης. Πρῶτον, γιὰ νὰ βοηθήσῃ τὸν ἁμαρτωλὸ Γαδαρηνό, ὁ ὁποῖος, ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς ἐπίσης ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ ἀμετανόητους συμπολίτες του, ἐπιθυμεῖ νὰ «σωφρονιστῇ». Δεύτερον, γιὰ νὰ δώσῃ μιὰν ἀπάντηση στοὺς μαθητές Του, ποὺ ἀναρωτιοῦνταν λίγο πρίν, βλέποντάς Τον νὰ ἐπιτιμάῃ τὸν ἄνεμο καὶ νὰ γαληνεύῃ τὰ κύματα: «τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῶ;» (Λουκ., η’ 25)

Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν τῶν μαθητῶν βρίσκει εὐθὺς ἀμέσως τὴν ἀπάντησή του. Ὁ ἴδιος ὁ δαιμονισμένος ὁμολογεῖ, διὰ στόματος τοῦ δαιμονίου του, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου («Τί ἐμοὶ καὶ σύ, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;» ὅ. π. 28).

«Καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσιν και φρίττουσιν» (Ἰακ., β’ 19). Μόνον ποὺ δὲν πιστεύουν, γιὰ νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν καταδίκη ποὺ γνωρίζουν ὅτι τὰ ἀναμένει, λόγῳ τῆς ἀμετανοησίας των. Γι’ αὐτὸ Τὸν ἐκλιπαροῦν «ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν.» Ἀντιθέτως, τὸν παρακαλοῦν «ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς τοὺς χοίρους εἰσελθεῖν.» (ὅ. π. 30-32)

Ἀλήθεια! Τὰ φοβερὰ καὶ τρομερὰ δαιμόνια, ποὺ ταλανίζουν τὸν ταλαίπωρο Γαδαρηνὸ καὶ τὸν ἔχουν ὁδηγήσει σ’ αὐτὴν τὴν ἄθλια καὶ ἀξιοθρήνητη κατάσταση, εἶναι ἐντελῶς ἀδύναμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος καὶ μόνον Ἐκεῖνος ἔχει ἐξουσία πάνω των. Ἐκεῖνα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα, χωρὶς τὴν ἄδειά Του!

Γεννᾶται εὔλογα τὸ ἐρώτημα: Γιατί ὁ Κύριος τῶν δυνἀμεων, ποὺ ἐπέτρεψε τελικὰ νὰ εἰσέλθουν τὰ δαιμόνια στοὺς χοίρους καὶ νὰ ὡδηγηθοῦν ἐκεῖνοι στὸν γκρεμό, γιὰ νὰ τιμωρήσῃ τὴν αἰσχροκέρδεια τῶν χοιροβοσκῶν, ποὺ ἐμπορεύονταν παράνομα τὸ χοιρινὸ κρέας, γιατί δὲν ἀπέτρεψε νὰ εἰσέλθουν πρωτύτερα καὶ στὸν ταλαίπωρο Γαδαρηνό;

Ὁ Γαδαρηνός, ὅπως καὶ ὁ κάθε Γαδαρηνὸς ἀπὸ ἐμᾶς, δὲν πρόσεξε: ἀγάπησε μᾶλλον τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας παρὰ τὸν Κύριο τῆς ἀγάπης ((Ἰωάν., γ’ 19). Συνεπῶς, μὲ τὶς ἀστοχίες ἢ καὶ τὶς παραλείψεις του, ἐπέτρεψε ὁ ἴδιος στὰ δαιμόνια νὰ ἔλθουν καὶ νὰ κατοικήσουν μέσα του. Τελικά, ὁ κάθε ἁμαρτωλὸς ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὶς ἴδιες του τὶς ἁμαρτίες, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τιμωρία του, μέσῳ τῆς ὁποίας δοκιμάζεται, ὅπως καὶ ὅσο κρίνῃ ὁ Κύριος γιὰ τὴν σωτηρία του.

Ἐμεῖς, τώρα, οἱ σύγχρονοι Γαδαρηνοί, ποὺ ἔχομε καταληφθῆ ἀπὸ λεγεῶνες δαιμονίων καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ἐγωπάθειά μας, ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη δαιμονοπάθεια, καὶ ἀπὸ κάθε λογῆς μικρὰ καὶ μεγάλα πάθη, ἐπιθυμοῦμε ἄραγε νὰ σωθοῦμε; Θέλομε νὰ καθίσωμε «ἱματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ», ὅπως ὁ πρώην δαιμονισμένος Γαδαρηνός, καὶ νὰ ἀπολαμβάνωμε θεραπευμένοι τὸν λόγο Του; Ἢ μήπως, σὰν τοὺς λοιποὺς Γαδαρηνούς, λυπόμαστε ποὺ χάσαμε τοὺς χοίρους μας, τὶς ἀκαθαρσίες καὶ τὰ πάθη μας, περισσότερο ἀπ’ ὅτι λυπόμαστε, διότι χάσαμε τὸν Κύριο ἀπὸ ἀνάμεσά μας;

Τί μᾶς φοβίζει, τελικά, περισσότερο; Ἡ ἀπώλεια τῶν χοίρων ἀπὸ τὴν πόλη μας ἢ ἡ ἀπουσία τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν καρδιά μας; Ἐὰν στενοχωρούμαστε γιὰ τὸ πρῶτο, θὰ συνεχίζωμε νὰ ζοῦμε δέσμιοι καὶ ἁλυσοδεμένοι σὰν τοὺς σκλάβους στὰ δεσμά των. Ἐὰν θλιβώμαστε γιὰ τὸ δεύτερο, διότι ζοῦμε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Κύριο, τότε νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι Ἐκεῖνος ὄχι μόνον δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ συντριβοῦμε ἀπὸ τὰ πολλά μας πάθη, ἀλλὰ θὰ σπεύσῃ ὁ Ἴδιος πρὸς συνάντησή μας, γιὰ νὰ μᾶς δώσῃ ἐλπίδα σωτηρίας, ὅπως ἔδωσε καὶ στὸν δαιμονισμένο Γαδαρηνό, ποὺ ὄχι μόνο τὸν θεράπευσε ἀπὸ τὸ μαρτυρικό του πάθος ἀλλὰ καὶ τὸν κατέστησε ἀληθινὸ κήρυκα μετανοίας σὲ ὅλη τὴν πόλη του!

Μακάρι καὶ ἐμεῖς νὰ ἀξιωθοῦμε μιᾶς τέτοιας μαρτυρίας γιὰ τὴν δική μας ψυχικὴ καὶ σωματικὴ θεραπεία πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν σωτηρία ἡμῶν καὶ πάντων ὅσων τὴν ἐπιθυμοῦν. Ἀμήν! Γένοιτο!